Καιρός να εφεύρουμε νέα «χαγιάτια»…

 

 

 

 

«…Αχ! Αυτό το πατόφυλλο!

Πόσο σκύψιμο, πόσο γδάρσιμο απ’ το χώμα!

Κι ύστερα το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο χέρι. Είχε μια έντονη μυρωδιά το πρωί με τη δροσιά αυτό το πικρό λουλούδι του καπνού, που έφερνε ναυτία σε εμάς τα παιδιά.»

(Απόσπασμα από εργασία μαθητών του Γενικού Λυκείου της Κατούνας Αγρινίου, δημοσιευμένη στο βιβλίο «Καπνός, Πηγή πλούτου και πόνου για την Αιτωλοακαρνανία»)

 

Και αφού μάζευαν τον καπνό από τα καπνοχώραφα, τον έβαζαν στα τσόλια ή τις καλάθες, τον κουβαλούσαν στις πλάτες τους ή με καρότσι και τον άδειαζαν στο χαγιάτι. Τα χαγιάτια, ως ημιυπαίθριοι χώροι με σκέπαστρο,  ήταν οι κύριοι χώροι αρμαθιάσματος του καπνού. Στην μέση, υπήρχε ο σωρός με τα καπνόφυλλα και γύρω-γύρω και καθισμένοι κάτω βρίσκονταν ο κόσμος που τον αρμάθιαζε με τις βελόνες φύλλο-φύλλο. Στη συνέχεια, έπαιρναν τις αρμάθες και μία-μία τις άπλωναν στις λιάστρες. Με απλωμένα πανιά προστάτευαν τις αρμάθες από την βροχή και με τα νάιλον μετέτρεπαν τις λιάστρες σε φούρνους για να ξεραθεί συντομότερα ο καπνός. Μετά από μέρες και νωρίς το πρωί, όπου ο καπνός θα ’ταν μαλακός από την δροσιά και δεν θα τρίβονταν, φτιάχναν τα βαντάκια, τα κρεμούσαν γύρω-γύρω στο σπίτι για να τα φτιάξουν αργότερα δέματα.

 

Όλη η οικογένεια καθόταν από το πρωί έως το βράδυ και αρμάθιαζε. Έρχονταν όμως και άλλοι. Φίλοι, συγγενείς, γείτονες… Έστω και για λίγη ώρα, να αρμαθιάσουν καμία αρμάθα, να παροτρύνουν για κανένα διαλειμματάκι («κατσό»), να μάθουν κανά κουτσομπολιό. Υπήρχε σίγουρα και ένα τρανζίστοράκι που έπαιζε αδιαλείπτως τις τελευταίες 80s ή 90s κυκλοφορίες (φρενογκάζ η μουσική), με διακοπές για χρονογραφήματα, ειδήσεις και αφιερώσεις για «τα παιδία που αρμαθιάζουν». Γύρω απ’ το χαγιάτι, τα μικρά παιδιά έκαναν σχέδια στο πάτωμα με τα κοτσάνια, τα λίγο μεγαλύτερα ψευτοβοηθούσαν. Μερικά άλλα χασομέραγαν ή κυνήγαγαν κότες…

 

Στο χαγιάτι κανένας δεν μπορούσε να κρυφτεί και τίποτα δεν έμενε κρυφό. Ο καθένας έλεγε τα προβλήματα του, εξομολογούταν τα πάθη του, καλαμπούριζε, σχολίαζε, ζητούσε υποστήριξη… Και όλα αυτά με καταβρώμικα χέρια από την κόλλα των καπνόφυλλων, με δάκτυλα γεμάτα κοψίματα απ’ τις βελόνες αρμαθιάσματος, με πατούσες σκληρές από το ξυπόλυτο περπάτημα. Δύσκολη δουλειά η παραγωγή καπνού. Δύσκολη και ανθυγιεινή.

 

Τα χαγιάτια, όμως, έχουν μείνει στην θύμηση ως χώροι συνάντησης και επικοινωνίας για την τοπική κοινωνία του Αγρινίου. Ως κοινοί τόποι επαφής. Τα αγροτόσπιτα μπορεί να είχαν μικρή ή και μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, το εσωτερικό τους όμως δεν έμοιαζε με τον σημερινό «ιερό» ιδιωτικό χώρο.

 

 

Σαφώς και τότε ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Και φαγωμάρα υπήρχε και ρουφιανιά και πατριαρχική δομή και φυλετικός καταμερισμός της εργασίας και όλες οι μορφές κοινωνικής παθογένειας που υπάρχουν και σήμερα. Εντούτοις, τότε η κοινωνία είχε περισσότερα κοινά, υπήρχε περισσότερη ζεστασιά, περισσότερο πάθος. Και πολύ περισσότερα λερωμένα χέρια από την χειρονακτική δουλειά. Το τελευταίο είναι και το πιο σημαντικό. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 τα λερωμένα ντόπια χέρια όλο και πιο πολύ λιγόστευαν. Όλο κι περισσότεροι αλβανοί εργάτες δούλευαν στα καπνά, όλο και περισσότεροι ντόπιοι κάθονταν κάτω από τον ίσκιο και επέβλεπαν. Σε λίγα χρόνια, εγγράφτηκε στην μνήμη όλων ότι τελειώσαμε με την βρώμα του καπνού.


Και ενώ κάθε καλοκαίρι το κέντρο το Αγρινίου ήταν σκέτη έρημος (οι δημόσιοι υπάλληλοι έφευγαν για διακοπές, οι αγρότες δούλευαν), σιγά-σιγά τα ουζερί, τα καφενεία και οι καφετέριες άρχισαν να δουλεύουν και κατά την θερινή περίοδο. Λογικό, αφού οι αλβανοί δούλευαν στα χωράφια των ντόπιων. Οι αγρότες, όμως, χαλάρωσαν πολύ. Ξεχάσανε τους αγώνες των αγροτών και των καπνεργατών ενάντια στην εκμετάλλευση που γινόταν εις βάρος τους από τους καπνέμπορους και καπνοβιομηχάνους. Ξέχασαν την εξέγερση των καπνοπαραγωγών Ξηρομέρου και Βάλτου το ’62, τις απεργίες και τον αιματηρό Αύγουστο του ’26. Ξέχασαν και τους νεκρούς τους από αυτές τις μάχες. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, άφησαν να φύγει η παραγωγή από την πόλη, με αντάλλαγμα ένα ποσοστό επιδοτήσεων για κάποια χρόνια. Ξεπούλημα δηλαδή. Όσοι θέλησαν να αντισταθούν σε αυτή την απόφαση, τραμπουκίστηκαν από την πλειοψηφία.

 

Τα χωράφια παρατήθηκαν στην μοίρα τους, οι νέοι έφυγαν για πολυετείς σπουδές και οι δρόμοι του κέντρου παρέμειναν γεμάτοι με κόσμο και το καλοκαίρι. Κυρίως, όμως, τα χέρια έμειναν καθαρά και οι σκληρές πατούσες μαλάκωσαν. Άτυχη συγκυρία! Αυτήν την περίοδο, τελειώνουν οι αγροτικές επιδοτήσεις. Τώρα τα χέρια πρέπει να ξαναλερωθούν. Και όχι απαραίτητα σε αγρινιώτικα χωράφια. Μπορεί και κάπου έξω από τα σύνορα.

 

Όσο για τους αλβανούς εργάτες «που τα κονόμησαν και κάνανε περιουσίες» όπως ξεστομίζουν με τόση χαιρεκακία μερικοί, να πούμε ότι φρόντισαν να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά. Υποθέτουμε, πως η κρίση στην Ελλάδα για κάποιους από αυτούς, φαινόταν αναμενόμενη. Σίγουρα, θα ξέρουν κάτι περισσότερο όλοι αυτοί που πέρασαν νύχτα τα σύνορα με τις σφαίρες να σφυρίζουν γύρω τους…

 

Κονσομανσιόν

 

 

Η παραπάνω επιγραφή, βρίσκεται στην είσοδο του μπαρ «2000» στο κέντρο του Αγρίνιου. Το μαγαζί αυτό, όταν άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90,  θεωρούσε προφανώς πως θα καινοτομούσε στο κατεστημένο της διασκέδασης του τότε Αγρινίου, την οποία μάλιστα θα την «διακτίνιζε έτη φωτός μπροστά». Κάτι τέτοιο, όπως θυμόμαστε, έγραφε το ασπρόμαυρο διαφημιστικό φυλλάδιο το οποίο με κάποιο τρόπο διακινούνταν και στο χώρο κάποιων λυκείων του Αγρινίου. Ενδεχομένως, το φυλλάδιο αυτό να απευθύνονταν στους καθηγητές, ίσως και στους «μάγκες» μαθητές των τελευταίων τάξεων του Λυκείου.

 

Η παρουσία του, πλέον, θεωρείται ένα με το περιβάλλον της πόλης, σημείο αναφοράς για το πώς θα βρεις κάποιο δρόμο ή κατάστημα πλησίον του. Το «2000», σίγουρα, δεν ξεφεύγει από την κρίση και έτσι και αυτό αναγκάζεται να προσαρμόσει τις τιμές του, κατανοώντας σίγουρα πως οι πελάτες του ανήκουν σε αυτές τις τάξεις που κυρίως πλήττονται από την καπιταλιστική κρίση. Έτσι μειώθηκαν οι τιμές και έγιναν αυτές που φαίνονται στην φωτογραφία. Όπως έγινε κατανοητό το «2000» είναι ένα από μπαρ με «κονσομασιόν» του Αγρινίου.

 

Ο όρος «κονσομασιόν» στα γαλλικά σημαίνει κατανάλωση. Οι γυναίκες, που απασχολούνται σε αυτό τον τομέα ονομάζονται «κονσοματρίς». Τα μαγαζιά αυτά αποτελούν μια πτυχή του κυκλώματος της γυναικείας εκμετάλλευσης. Άνθισαν, στην κυρίως επαρχία, στη δεκαετία του ’80 και του ’90. Λειτουργούν συμφωνά με δυο βασικούς παράγοντες, το χρήμα και την αντρική επιθυμία «Έπρεπε να ’βλεπες τους βλάχους με τα τρακτέρ να μαζεύονται και να περιμένουν απέξω να ανοίξει το μαγαζί, σα διαδήλωση», διαβάσαμε κάπου…

 

Στα μαγαζιά αυτά, όπου δήθεν «βρίσκουν μια συντροφιά οι μοναχικοί άντρες», γίνεται μια μεγάλη δουλειά εις βάρος των γυναικών που δουλεύουν εκεί. Τα φιλελεύθερα επιχειρήματα περί «κοινωνικού έργου» που παράγουν οι γυναίκες, μεταφράζονται απλά σε χρήμα. Και τελικά όλα καταλήγουν στην πιο φρικαλέα εκδοχή τέτοιου τύπου σεξουαλικής «προόδου», που δεν είναι άλλη από την καταναγκαστική πορνεία. Οι περισσότερες γυναίκες δεν βρίσκονται από επιλογή εκεί, εξαναγκάζονται είτε με την άμεση βία κάποιου νταβατζή και του οικογενειακού τους περιγύρου, ή με την έμμεση βία της οικονομικής ανέχειας. Γυναίκες, που πρέπει να είναι προκλητικά ντυμένες, έντονα βαμμένες, καλοχτενισμένες, που πρέπει να μιλήσουν με τους πελάτες, να τους ακούσουν, να τους κάνουν να χορέψουν και να νιώσουν «άρχοντες», «γλεντζέδες», ερωτικοί και επιθυμητοί «άντρακλες», που πρέπει να συμπεριφέρονται στον άνδρα-πελάτη ως «ανώτερό» και να συμμορφώνονται με τις επιθυμίες τους.

 

Γυναίκες, που αρκετές φορές βρίσκονται φυλακισμένες και απομονωμένες από τα αφεντικά τους για μην τους το σκάσουν. Γυναίκες, που δεν είναι θηράματα μόνο των νταβάδων και των ανδρών-πελατών που τις χρησιμοποιούν, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που βρίσκονται στο έλεος κάθε μπάτσου που περιπολεί. Μετανάστριες, που έρχονται από το εξωτερικό εξαπατημένες πως τάχα θα δουλέψουν σε κάποια δουλεία που καμία σχέση δεν έχει με αυτό που τελικά αντιμετωπίζουν όταν καταφθάνουν στην ελληνική επικράτεια. Καθεστώς φόβου, απάτης, εκβιασμών και εξαναγκασμών. Βιασμοί, εξευτελισμοί, ξυλοδαρμοί και «χαρακώματα». Είναι γεγονός πως η νύχτα σε αυτούς τους χώρους είναι μεγάλη και πολύ σκοτεινή. Και ότι γίνεται εκεί, ελάχιστες φορές, βγαίνει στο φως της μέρας.

 

 

 

 

Αγρίνιο, 1926: Ο ΑΙΜΑΤΗΡΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

 

 

( Η κηδεία των Θεμιστοκλή Καρανικόλα και Βασιλικής Γεωργαντζέλη.

Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στην συμβολή των οδών  Παπαστράτου, Μπότσαρη και Σουλίου. )

 

 

Το 1926 η κατακόρυφη άνοδος του συναλλάγματος, είχε άμεσες ευεργετικές επιπτώσεις στο καπνεμπόριο. Έτσι οι καπνεργάτες κινητοποιούνται και απαιτούν ανάλογη αύξηση στα πενιχρά τους μεροκάματα. Οι καπνέμποροι αρνούνται κατηγορηματικά και έτσι οι καπνεργάτες κήρυξαν απεργία το Σάββατο 31 Ιουλίου 1926.

 

Οι μέρες περνούσαν, οι δύο πλευρές έμεναν αμετακίνητες στις αρχικές θέσεις τους. Το Σωματείο, μετά από 8 ημέρες απεργίας χωρίς καμία πρόοδο στις διαπραγματεύσεις, βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα: Αν συνέχιζε την απεργία, θα άρχιζε η διαρροή, αφού οι ανάγκες εκατοντάδων οικογενειών ήταν πιεστικές. Αν αποφάσιζε την μαχητική παρουσία με δυναμικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, η σύγκρουση με την Χωροφυλακή θα ήταν αναπόφευκτη.

 

Αποφασίζουν το δεύτερο και ζητούν άδεια για να συγκεντρωθούν οι απεργοί την Δευτέρα, 9 Αυγούστου, στην πλατεία της Αγοράς, (Πλατεία Στράτου, σημερινή Πλατεία Ειρήνης) εκεί όπου γίνονταν όλες οι πολιτικές εκδηλώσεις. Οι αρχές αρνούνται και τους χορηγούν άδεια για την συγκέντρωσή τους στο χώρο της Αγίας Σωτήρας (το σημερινό Πάρκο), που τότε θεωρούνταν εκτός της πόλης. Πράγματι από το πρωί της Κυριακής 8 Αυγούστου, οι απεργοί άρχισαν να συγκεντρώνονται στον χώρο της Αγίας Σωτήρας, με μαύρες σημαίες πάνω στις οποίες έγραφαν: «Δικαία απαίτησις, ή 100 δράμια ψωμί ή ένα χρόνο απεργία»

 

Γύρω στις 8 το πρωί είχαν συγκεντρωθεί γύρω στους 8000 απεργούς. Οι αρχές είχαν τοποθετήσει ισχυρή δύναμη Χωροφυλακής στην «καμπή» της οδού Αγρινίου-Αμφιλοχίας, καθώς και μία δύναμη Ευζώνων, που είχε έρθει από το Μεσολόγγι. Μετά από τους λόγους που εκφωνήθηκαν, η συγκέντρωση διαλύθηκε και οι απεργοί σκορπίστηκαν άλλοι προς τον προσφυγικό συνοικισμό Αγ. Κωνσταντίνου και άλλοι προς την πόλη. Η ομάδα που κατευθύνθηκε προς την πόλη, ήρθε αντιμέτωπη με τις δυνάμεις της Χωροφυλακής. Ο ταγματάρχης Ζαμπετάκης που ήταν επικεφαλής, τους προέτρεψε να κατέβουν προς την πόλη ανά δύο άτομα. Οι απεργοί διαβεβαίωσαν τον Ζαμπετάκη ότι η συγκέντρωσή τους είχε διαλυθεί, αλλά αρνήθηκαν να χωριστούν σε ομάδες των δύο.

 

Ακολουθεί συμπλοκή και η διαταγή του ταγματάρχη να πυροβολήσουν στον αέρα ήταν η αφορμή να επιτεθούν με πέτρες μερικές εργάτριες στην δύναμη της χωροφυλακής. Οι σφαίρες που μέχρι τότε έπεφταν στον αέρα, γύρισαν προς τους απεργούς. Μία σφαίρα βρίσκει στο κεφάλι τον νεαρό, σχεδόν παιδί, Θεμιστοκλή Καρανικόλα, που, σύμφωνα με μαρτυρίες, βρέθηκε τυχαία στο χώρο του επεισοδίου. Μία άλλη σφαίρα τραυματίζει θανάσιμα την έγκυο καπνεργάτρια Βασιλική Γεωργαντζέλη, που ξεψύχησε λίγο αργότερα. Ήταν 29 ετών και είχε ήδη δύο παιδιά, τον Γεράσιμο 9 ετών και την Παρασκευή 5 ετών. Ο εργάτης Δ. Τσαμπάς τραυματίζεται σοβαρά στο μπράτσο, που ακρωτηριάστηκε. Το νέο διαδίδεται στο Αγρίνιο γρήγορα και η κηδεία της Βασιλικής Γεωργαντζέλη και του Θεμιστοκλή Καρανικόλα, γίνεται στον Άγιο Δημήτριο παίρνοντας μορφή διαδήλωσης.

 

Σημείωση 1:

Η απεργία συνεχίστηκε για σαράντα μέρες ακόμη. Το Μάιο του ΄29 ξαναγίνονται μεγάλες κινητοποιήσεις καπνεργατών με αιτήματα σχετικά με το ταμείο ασφάλισης. Το Σεπτέμβριο του ΄29 ξεκινά απεργία, ενώ τον Οκτώβριο γίνονται αιματηρά επεισόδια. Η χωροφυλακή μπαίνει στην αυλή του κτιρίου όπου βρίσκονταν η εργατική λέσχη (πλ. Σουλίου)  για να απαγορεύσει τη συνεδρίαση της διοίκησης του Σωματείου καπνεργατών. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν τραυματίζονται σοβαρά 2 χωροφύλακες από πυροβολισμούς (ο επικεφαλής χωροφυλακής Δημητρόπουλος) και τρεις καπνεργάτες ελαφρά. Ακολούθησαν συλλήψεις. Το σωματείο των καπνεργατών διασπάστηκε το 1930 με σχεδόν καθολική συμμετοχή.

 

Σημείωση 2:

Σύμφωνα με το βιβλίο του Γιάννη Καρύτσα «Ο σφαγιασμός των αρχειομαρξιστών της περιοχής Αγρινίου από τον ελληνικό σταλινισμό» (εκδόσεις Άρδην) στην κινητοποίηση του ’26 οι αρχειομαρξιστές βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή μαζί με άλλους εργάτες και εργάτριες. Μετά τον Αιματηρό Αύγουστο πολλοί αρχειομαρξιστές κυνηγήθηκαν από τις δυνάμεις καταστολής με συνέπεια να αναγκαστούν να καταφύγουν στην Αθήνα. 

Το Κυνήγι Μαγισσών


 

Η Silvia Federici, μέσα από το βιβλίο της «Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα: Γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση» (Εκδόσεις των Ξένων), φέρνει στην επιφάνεια του ριζοσπαστικού κινήματος  ξανά τον πόλεμο που διεξήχθη ενάντια στις γυναίκες κατά τον Μεσαίωνα, γνωστό ως «Κυνήγι Μαγισσών». Το τοποθετήσει χρονικά και λογικά εκεί, οπού πραγματικά ανήκει, στη μετάβαση δηλαδή από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Καταδεικνύει, ότι η πρακτική του κυνηγιού μαγισσών από την παπική και φεουδαρχική εξουσία δεν είχε στην πραγματικότητα ως κύριο στόχο να καταστείλει τις μαγικές τελετουργίες, αλλά ο πραγματικός της στόχος ήταν να καθυποτάξει όλες τις γυναίκες.

 

Πριν όμως μιλήσουμε για το κυνήγι μαγισσών, χρειάζεται εν συντομία να αναφερθούμε στις έννοιες της «πρωταρχικής συσσώρευσης» και των «περιφράξεων». Οι περιφράξεις και η πρωταρχική συσσώρευση αφορούν τις διαδικασίες που συνέβησαν κατά το πέρασμα από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό και στις οποίες θεμελιώθηκε η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων. Η έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης περιγράφει την κοινωνική και οικονομική αναδιάρθρωση που ξεκίνησε η ευρωπαϊκή κυρίαρχη τάξη. Ο Μαρξ παραθέτει ως κυριότερες μεθόδους πρωταρχικής συσσώρευσης, τα παρακάτω φαινόμενα, τα οποία μάλιστα τα χαρακτηρίζει σαν ειδυλλιακά: «Η ανακάλυψη των χωρών της Αμερικής που είχαν χρυσάφι και ασήμι, το ξεπάστρεμα, το σκλάβωμα και το καταχώνιασμα των ιθαγενών πληθυσμών στα ορυχεία, η έναρξη της κατάκτησης και της καταλήστεψης των Ανατολικών Ινδιών, η μεταβολή της Αφρικής σε πεδίο εμπορικού κυνηγιού της ανθρώπινης σάρκας (δουλεμπόριο των μαύρων) –να ποια ήταν η χαραυγή της καπιταλιστικής εποχής». Στην Αγγλία, τον 16ο αιώνα, η «περίφραξη» αποτελούσε τεχνικό όρο και σήμαινε μια σειρά στρατηγικών που χρησιμοποιούσαν οι άγγλοι ευγενείς και οι πλούσιοι αγρότες προκειμένου να αφανίσουν τις κοινοτικές-κοινές γαίες και να επεκτείνουν τα κτήματά τους. Τεράστια κομμάτια γης περιφράσσονταν για να γίνουν πάρκα ελαφιών, ενώ ολόκληρα χωρία κατεδαφίζονταν και μετατρέπονταν σε βοσκοτόπια. Η υλική αυτή περίφραξη με τους φράχτες, συμπορεύονταν και με μια διαδικασία κοινωνικής περίφραξης. Οι περιφράξεις αυτού του τύπου συνεχίστηκαν μέχρι και τον 18ο αιώνα.

 

Εκεί, λοιπόν, -παράλληλα με τον βίαιο διωγμό των αγροτών από τη γη, τις πρώτες περιφράξεις, την καταστροφή των κοινοτικών δεσμών, τη φυλάκιση ζητιάνων και επαιτών σε άσυλα υποχρεωτικής εργασίας-, ήταν εκείνη η χρονική στιγμή που έπρεπε και το γυναικείο σώμα να περιφραχτεί και να ελεγχθεί. Αυτό είχε ως στόχο, να ποινικοποιηθεί ο έλεγχος των γυναικών επί της σεξουαλικότητας τους και επί της παραγωγικής τους δυνατότητας, ώστε να μην αντισταθούν στην εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Οι γυναίκες έπρεπε να αποκλειστούν από τη μισθωτή εργασία και να υποταχτούν στην αόρατη, καταναγκαστική, χωρίς αμοιβή εργασία, δηλαδή την εργασία στο σπίτι και την ετοιμασία του άνδρα-εργάτη. Στην ουσία, οδηγήθηκαν σε μια μορφή δουλείας, που συνέβαλε σημαντικά στη διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης.

 

Ο καπιταλισμός έπρεπε (και τελικά κατάφερε) να πατήσει πάνω στο σεξισμό και στο ρατσισμό. Οι γυναίκες πλήρωσαν τη μετάβαση από την φεουδαρχία στο καπιταλισμό με το σώμα και τις ζωές τους. Το σώμα τους οικειοποιήθηκε από το κράτος, την εκκλησία και τους άνδρες. Χιλιάδες γυναικών κατηγορήθηκαν σαν μάγισσες και οδηγήθηκαν στους πασσάλους της πυράς.

 

Το Μεγάλο Κυνήγι Μαγισσών εκτυλίχτηκε στην Ευρώπη του 16ου και 17ου αιώνα, αλλά και στις αποικίες του Νέου Κόσμου. Οι διωγμοί των μαγισσών ήταν συστηματικές, οργανωμένες και συντονισμένες πρακτικές. Η εκκλησία όριζε τι απαιτούνταν για να κατηγορηθούν κάποιες γυναίκες σαν  μάγισσες, οι γιατροί τις εξέταζαν, τις βασάνιζαν και τις καταδίκαζαν, οι νομικοί απήγγειλαν κατηγορίες και οι κρατικοί υπάλληλοι οργάνωναν τις εκτελέσεις. Οι κατηγορίες, που συνήθως αποδίδονταν στις μάγισσες συμφωνά με το πρώτο εγχειρίδιο εντοπισμού μαγισσών, το malleus maleficarum (το Σφυρί των Μαγισσών) ήταν βρεφοκτονία, σύναψη σχέσεων με το διάβολο, λατρεία των ζώων, σοδομισμός, καταστροφή γονιμότητας γυναικών, κακό μάτι (καταστροφή σοδειάς και ζώων κοινότητας).

 

Η διαδικασία των δικών ξεκίνησε με μια συνεχή προπαγάνδα των αρχών και της εκκλησίας. Μέσα σε ένα διευρυμένο κλίμα μισογυνισμού, οι δίκες και οι εκτελέσεις στην πυρά, ήταν δημόσιες εκδηλώσεις, όπου όλη η κοινότητα ήταν υποχρεωμένη να παραβρεθεί και πιο συγκεκριμένα οι κόρες των θυμάτων για παραδειγματισμό.

 

Στην πραγματικότητα, όμως, ποιες ήταν αυτές οι γυναίκες που ενοχοποιήθηκαν ως μάγισσες και οδηγήθηκαν στην αγχόνη και στην πυρά; Πρόκειται, κυρίως, για φτωχές γυναίκες  της υπαίθρου, μαίες, θεραπεύτριες, αιρετικές (στα θρησκευτικά δόγματα) και ανεξάρτητες γυναίκες. Γυναίκες που προσπαθούσαν, μέσα από την επαφή που είχαν με τη φύση, να παρασκευάσουν φάρμακα. Γυναίκες που προσπαθούσαν να ελέγξουν τη γονιμότητά τους. Γυναίκες που βοηθούσαν τους σκλάβους να εξεγερθούν.

 

Στην ουσία, τί επιχειρήθηκε να κατορθωθεί μέσω του κυνηγιού των μαγισσών; Οι βασικοί στόχοι ήταν να εξοντωθεί η δύναμη των γυναικών και να απαλλοτριωθεί η λαϊκή ιατρική γνώση, προς όφελος της τότε επιστήμης. Να επιτευχθεί η επιβολή μιας νόρμας για τις γυναίκες. Οι γυναίκες θα θεωρούνται πια το αδύναμο φύλο, αποκλεισμένες από την πολιτική, οικονομική και πολιτική ζωή και τις εξεγέρσεις. Θα αποκλειστούν από τα περισσότερα έμμισθα επαγγέλματα και θα απομονωθούν στο σπίτι παράγοντας άμισθα εργασία. Τελικά, το «εξεγερμένο γυναικείο σώμα» θα δαιμονοποιηθεί και θα αφοριστούν οι διάφορες μορφές σεξουαλικότητας (όπως η ομοφυλοφιλία και το σεξ ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών τάξεων…) σαν ''μη παραγωγικές''.

 

Μπορεί όλη αυτή η επίθεση κατά των γυναικών να συνέβη στην Ευρώπη του 16ου  και 17ου αιώνα, αλλά παρόμοιες επιθέσεις δέχτηκαν στη Κεντρική και Νότια Αμερική, την Αφρική και την Ανατολική Ευρώπη, εκατοντάδες ιθαγενείς που βίωσαν άθλιες συνθήκες δουλείας. Και τώρα μπορεί να έχουν περάσει αρκετοί αιώνες από τότε αλλά το ζήτημα είναι ακόμα επίκαιρο. Την συσσώρευση κεφαλαίου τη βιώνουμε στο πετσί μας. Το κράτος και το κεφάλαιο υψώνουν ακόμα τείχη αποκλεισμού σε μετανάστες, αστέγους, ανέργους, φυλακισμένους. Οι έμφυλοι διαχωρισμοί δεν έχουν πάψει ούτε στιγμή να υφίστανται. Γυναίκες βιώνουν καθημερινά τη βία των ανδρών στο σπίτι και τη δουλεία, λανσάρονται σε διαφημίσεις σαν προϊόν προς άμεση κατανάλωση, εκβιάζονται και οδηγούνται σε κυκλώματα πορνείας. Η ομοφυλοφιλία αντιμετωπίζεται ακόμα ως παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Οι μετανάστες και οι άστεγοι βιώνουν τον απόλυτη υποτίμηση της ζωής τους, ενώ νέες φυλακές συνεχίζουν να χτίζονται.

 

Έτσι, μέσα από όλη αυτή την διαδρομή του Κάνιμπαλ, ταξιδέψαμε στα χρόνια του Μεσαίωνα, τις εξεγέρσεις των χωρικών στα φέουδα, το διωγμό των αγροτών από τη γη, το κυνήγι μαγισσών, το πέρασμα στον καπιταλισμό. Κατανοήσαμε τις ρίζες του καπιταλισμού και την απαρχή του σημερινού κόσμου της εκμετάλλευσης και της πατριαρχίας.

 

Κάπου εκεί, στον 15ο και 16ο αιώνα, οι ευρωπαϊκοί δρόμοι ήταν δρόμοι αναταραχών: χωρικοί, τεχνίτες, ζητιάνοι εξεγείρονταν και επιτίθονταν σε φούρνους, σιταποθήκες, σπίτια πλουσίων. Σήμερα να συνεχίσουμε και να εντείνουμε τον αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση, της οποίας οι ρίζες φτάνουν μέχρι τα βάθη των αιώνων, έχοντας ως δεδομένο το εξής: για όσο καιρό η κοινωνία αποδέχεται σαν «φυσικό» δικαίωμα των ανδρών να κυριαρχούν, να περιθωριοποιούν και να εκμεταλλεύονται το άλλο μισό της ανθρωπότητας, ουσιαστική ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει.

 

Η Silvia Federici (Σίλβια Φεντερίτσι) συμμετέχει στο φεμινιστικό κίνημα από τη δεκαετία του ’70 και είναι μέλος της συλλογικότητάς Midnight Notes Collective. Η συλλογικότητα αυτή, ιδρύθηκε το ’79 στις ΗΠΑ και «αποτελείτε από μελετητές, ερευνητές και ακτιβιστές από την σκοπιά του αυτόνομου μαρξισμού». Κείμενα της Federici και των Midnight Notes μεταφρασμένα στα ελληνικά μπορείτε να βρείτε στον διαδικτυακό τόπο rebelnet.gr (Θεωρία και Ανάλυση για το Ανταγωνιστικό Κίνημα).

Σημειώσεις για έναν επερχόμενο πόλεμο

 

 

 

Κρίση

Κρίση. «Παλιά μου τέχνη κόσκινο», λένε  από την πλευρά τους τα αφεντικά, μιας και γνωρίζουν από πρώτο χέρι, πως η κρίση αποτελεί μέρος του καπιταλισμού. Η κρίση του κεφαλαίου δεν εξελίσσεται μόνο στην πόλωση μεταξύ των «πλούσιων» και «φτωχών», αλλά οξύνει και τις αντιθέσεις μέσα στο εσωτερικό της κοινωνίας, προωθώντας τον φόβο και την απομόνωση. Στην διάρκεια της, η αυξανόμενη κοινωνική εξαθλίωση γίνεται ολοφάνερη με πολλούς τρόπους: μαρτυρική μισθωτή σκλαβιά, αθλιότητα στις συνθήκες διαμονής και διατροφής, μαζική ανεργία, αποκτήνωση, βία, καταστολή, ψυχολογική και πνευματική κατάπτωση. Στον αντίθετο πόλο, τα αφεντικά συνεχίζουν να κερδοφορούν, να ορίζουν και να επιβάλλουν. Σκοπίμως, τα αφεντικά και οι πολιτικοί τους αντιπρόσωποι, όταν μιλούν για την κρίση προσπαθούν να μας μπερδέψουν, μεταφέροντας μας σε ένα κόσμο χρηματιστηριακών κυκλωμάτων και ακατανόητων οικονομικών όρων. Θέλουν να αποκόψουν την κρίση από τους αγώνες των ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης, για να μην μπορούμε ούτε καν να διανοηθούμε κάποια μορφή αντίστασης σε αυτήν. Αλλά αυτό δεν το καταφέρνουν πάντα. Γιατί κατά την διάρκεια της κρίσης η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ αφεντικών και εκμεταλλευομένων αποκαλύπτεται και οξύνεται. Τα πάντα βρίσκονται υπό αμφισβήτηση. Οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί αλλάζουν συνεχώς. Μια νέα εποχή διαμορφώνεται. Και το ερώτημα παραμένει: Υπέρ ποιών;

 

Η αναβολή της κρίσης και οι ήττες των τελευταίων δεκαετιών

Για την κρίση δεν ευθύνονται αποκλειστικά (ούτε καν κύρια) οι τοπικές «πουλημένες» ή «ανίκανες» εξουσίες. Η αιτία βρίσκεται στις χώρες και στο τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης που επιβάλουν τόσο στο εσωτερικό τους, όσο και έξω στις χώρες που εκμεταλλεύονται και λεηλατούν. Η αιτία βρίσκεται στο σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση, την καταπίεση και την αλλοτρίωση.


Τόσο οι υφέσεις, όσο και οι κρίσεις δεν βρίσκονται τελείως έξω από τον ανθρώπινο έλεγχο. Μπορούν να επιταχυνθούν, να αναβληθούν, να βαθυνθούν. Η κρίση του κεφαλαίου στην Ελλάδα ήταν να έρθει αρκετά χρόνια πριν. Όμως αποφεύχθηκε -αναβλήθηκε για την ακρίβεια- με διάφορους τρόπους. Την δεκαετία του ’90 η υπερεκμετάλλευση των μεταναστών και η προσφορά της φτηνής εργατικής τους δύναμης έκανε την ελληνική αγορά να κινηθεί με γοργούς ρυθμούς.


Η επίδραση των μεταναστών ήταν θετική στον πληθωρισμό, αφού μειώθηκε το κόστος παραγωγής μέσω της μαύρης εργασίας τους. Παράλληλα, αυξήθηκε και η αγροτική παραγωγή και το μέσο αγροτικό εισόδημα, αλλά και πόσα ακόμα. Ως γνωστό, οι μετανάστες εισέπραξαν απαξίωση, αποκλεισμό,  ρατσιστική βία, εξευτελισμούς, πνιγμούς στο αιγαίο, σφαίρες στα σύνορα, τους δρόμους, τις πλατείες και τα χωράφια. Εν τω μεταξύ άρχισε να γίνεται και η πρόσβαση στο κοινωνικό πλούτο με τα δάνεια και τις κάρτες. Προς το τέλος της δεκαετίας, η έπαρση του νεοπλουτισμού, φτάνει σε βαθμό να επιτρέψει το τζόγο του χρηματιστήριου να εισβάλει στην καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας. Μαζί με το σκάσιμο της φούσκας του χρηματιστηρίου, πολλά νοικοκυριά χάνουν τις αποταμιεύσεις τους (που σε κάποιες περιπτώσεις προερχόταν από την μαύρη εργασία των μεταναστών).  

 

Όσοι τότε μιλούσαν για την αλληλεγγύη στους μετανάστες, εισέπρατταν στην καλύτερη περίπτωση ένα «ναι μεν, αλλά…». Η ήττα ήταν διπλή: οι μετανάστες γιατί δεν κατάφεραν ως εργαζόμενοι στους τόπους τους να εξασφαλίσουν μια ανθρώπινη ζωή και υποχρεώθηκαν να ξενιτευτούν, ενώ οι ντόπιοι δεν μπορούσαν να αντιληφτούν πως το σύστημα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης που σήμερα εξαθλιώνει τους μετανάστες, αύριο μπορεί να εξαθλιώσει και τους ίδιους. Έτσι, οι ντόπιοι εργαζόμενοι έκαναν το λάθος να ζητούν εργασιακά δικαιώματα (ένα -ομολογουμένως- καλύτερο καθεστώς εκμετάλλευσης) έναντι των μεταναστών εργατών, αδιαφορώντας παγερά για αυτούς, θεωρώντας πως θα έμεναν ανέγγιχτοι από την υποτίμηση των μεταναστών.

 

Η δεκαετία του 2000 χαρακτηρίστηκε κυρίως από την ακατάσχετη ροή δανείων. Αρκετοί έλληνες θέλησαν και έβαλαν ένα σφιχτό κολάρο στο λαιμό τους, με αντάλλαγμα ένα δάνειο ή μερικές πιστωτικές κάρτες. Ουσιαστικά, υπέγραψαν μια συνθήκη που εν ολίγοις έλεγε: «Σου δίνω ένα ωραίο σπίτι και ρευστό να κινείσαι, αλλά εσύ θα δουλεύεις για μένα για την υπόλοιπη ζωή σου». Και έτσι έγινε. Αλλά με τί κόστος; Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίστηκε η ταξική ειρήνη, η παραγωγικότητα, η κερδοφορία των αφεντικών, η υποταγή, η δουλοπρέπεια και οι αλλοτριωμένες ζωές. Εξάλλου, πώς να έρθει κάποιος σε ρήξη με το αφεντικό του, αν ξέρει ότι χρωστάει δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ; Η ελληνική κοινωνία έφτασε σε ένα επίπεδο ζωής το οποίο δεν μπορούσε να σηκώσει. Από την άλλη, όλοι θεώρησαν ότι δεν θα λερώσουν ποτέ τα χέρια τους, δεν θα γίνουν ποτέ εργάτες. Παράλληλα, υπήρχαν και οι μετανάστες που δούλευαν για ψίχουλα, την στιγμή που οι ντόπιοι νέοι άραζαν και περίμεναν μια δουλειά σε γραφείο ή έναν καλό διορισμό. Οι τελευταίες δεκαετίες, ήταν μια περίοδος ισοπέδωσης: ο ατομισμός αναδείχτηκε σε δικαίωμα, το βόλεμα βαφτίστηκε κίνητρο, η καλοπέραση έγινε κανόνας, η κομπίνα φανέρωνε δημιουργικότητα και η καριέρα ταυτίστηκε με τον αγώνα.

Ωστόσο, ο κόσμος της φαινομενικής αφθονίας, αποδείχτηκε ένας γίγαντας με πήλινα πόδια.

 

Και σε αυτήν την περίπτωση η ήττα ήταν διπλή, αλλά αυτή την φορά προοριζόταν μόνο για τους ντόπιους: Από την μία, σε ένα καθεστώς κοινωνικής αφασίας, η ψευδής ιδέα της «σταθερής και ολοκληρωμένης» αστικής δημοκρατίας εδραιώθηκε μέσα στην ελληνική κοινωνία. Το ακίνητο παρόν θεωρήθηκε πως θα διαρκούσε για πάντα. Από την άλλη, οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι δεν μερίμνησαν, ούτε κατά διάνυα, να συνεισφέρουν στην δημιουργία μιας στοιχειώδους ακηδεμόνευτης κοινωνικής οργάνωσης ή δομής, που θα τους εξασφάλιζε κάποια θωράκιση στην επίθεση των αφεντικών -μιλώντας, πάντα για την πλειοψηφία της κοινωνίας.

 

Οι «αγανακτισμένοι» ως συνέπεια της ήττας

 Μια από τις επιπτώσεις αυτής της ήττας, είναι και το κίνημα των «αγανακτισμένων». Η σκέψη ενός ατόμου για την δική του κατάσταση και για την κοινωνία, ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει τις επιλογές για την ζωή του. Οι υπάρχουσες συνθήκες καθορίζουν αυστηρά και τον τρόπο ζωής του. Ιδιαίτερα, μάλιστα, το τμήμα της ζωής του που αναλώνεται στην διαδικασία της παραγωγής και της κατανάλωσης. Το να αγωνίζεσαι για να έχεις δικαίωμα στην εργασία ή για να ένα καλύτερο μεροκάματο, είναι ζητούμενο. Η όποια κατάκτηση για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, όμως, χάνει την ουσία της, αν δεν αμφισβητηθεί καθολικά η καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας ή αν δεν δημιουργηθούν συλλογικές αντιστάσεις ενάντια στο σύστημα. Η απαίτηση για «εξυγίανση» του καπιταλισμού είναι απατηλή: δεν αρκεί να φωνάξουμε κατά των κερδοσκόπων «Δώστε πίσω τα κλεμμένα» αν δεν καταλάβουμε με το μυαλό και την καρδία μας τις λεηλασίες που έχει υποστεί η ανθρωπότητα από το χρήμα και την εξουσία.

 

Το κίνημα των «αγανακτισμένων», είχε ως κινητήριο δύναμη την επιθυμία για επιστροφή στα προηγούμενα χρόνια της αφθονίας. Παρέμεινε αμήχανο και ακίνητο στις πλατείες, καταγγέλλοντας και αφορίζοντας. Η βασική του αδυναμία, ήταν η ασυνεννοησία μεταξύ των ατόμων που το απάρτιζαν, το χάσμα ανάμεσα στις διάφορες ιδέες, καθώς και η ασάφεια των πολιτικών επιλογών. Το κύριο επιχείρημα για να δικαιολογηθεί αυτή η αδυναμία του, ήταν πως ο κόσμος που συμμετείχε εκεί, δεν είχε προηγούμενη κινηματική εμπειρία στο δρόμο. Αποτελεί όμως αυτό δικαιολογία; Αυτή η εμβρυακή κατάσταση στην όποια βρέθηκε το κίνημα των «αγανακτισμένων», είναι αποτέλεσμα των επί δεκαετιών συσσωρευμένης αδιαφορίας και έλλειψης κοινωνικών δομών, από την πλευρά των εργατών, των ανέργων, των φοιτητών… Και αυτή την έλλειψη, καλούμαστε σήμερα όλοι να την πληρώσουμε.

 

[Απαραίτητη σημείωση: Τα προηγούμενα δεν αναφέρονται στις κατά τόπους Λαϊκές Συνελεύσεις, Συνελεύσεις Γειτονιάς και Πρωτοβουλίες Κατοίκων, που κάποιες μπορεί να προήλθαν από το κίνημα των «αγανακτισμένων», αλλά ακολούθως απέκτησαν δομή και εξελίχθηκαν με λόγο και δράση (αποκλεισμούς υπηρεσιών, παρεμβάσεις, κινήσεις για επανασύνδεση ρολογιών της δεη κτλ).]

 

Τι λέει η κοινή γνώμη των ευρωπαίων…

Η κοινή γνώμη των ευρωπαίων ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο θέσεις. Η μία θέση αναφέρει τους έλληνες στο σύνολο τους σαν «κλέφτες» που έχουν κάνει λάθη και συνεπώς οι κοινωνίες της Ευρώπης θα πληρώσουν για αυτούς. Μια θέση κατευθυνόμενη και αποπροσανατολιστική, αφού αγνοεί τις βασικές αιτίες της κρίσης. Η άλλη, κάπως ρομαντικά αφελής, κάνει μία εκτός θέματος αναφορά στο «αρχαίο μεγαλείο» και αντιμετωπίζει με συγκατάβαση τη «χώρα που γεννήθηκε η δημοκρατία».

  

Πως βγάζουν λεφτά τα αφεντικά (και όταν δεν βγάζουν κάνουν πόλεμο)

Εδώ θα ήταν χρήσιμο να παρουσιαστεί -με μια σχηματική περιγραφή- ένας απλοποιημένος κύκλος αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αρχικά το αφεντικό βάζει το χέρι στην τσέπη, σηκώνοντας από την τράπεζα ένα πόσο από το συνολικό κεφάλαιό του. Με αυτό το πόσο, μαζί με τα μέσα παραγωγής (πχ μηχανές, εργοστάσιο), τις πρώτες ύλες –ενέργεια (πχ καύσιμα, μεταλλεύματα, ξυλεία κτλ), την τεχνογνωσία και την εργατική δύναμη, παράγεται μια συγκεκριμένη ποσότητα εμπορευμάτων, τα οποία έχουν σκοπό να πωληθούν και να βγει κέρδος. Έτσι, όταν το εμπόρευμα βγαίνει στην αγορά, κουβαλάει και ένα κέρδος για τα αφεντικά -την γνωστή υπεραξία. Αν δηλαδή το κόστος παραγωγής είναι 2 ευρώ και πουληθεί 5 ευρώ, η διαφορά των 3 ευρώ πάει πάλι πίσω στο αφεντικό μας. Και σε αυτά τα 3 ευρώ βρίσκεται και η απλήρωτη εργασία των εργατών.

 

Ο κύκλος που αναφέρθηκε πριν, μπορεί να μπλοκάρει σε κάποιο σημείο. Αν για παράδειγμα οι εργάτες κάνουν απεργία, δεν θα μπορεί να παραχθεί εμπόρευμα και έτσι δεν μπορεί να συνεχίσει και η κίνηση του κεφαλαίου. Το ίδιο ισχύει και για τις πρώτες ύλες (γι’ αυτό τώρα που κοντεύει να τελειώσει το πετρέλαιο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν το πρώτο λόγο). Όταν ο κύκλος μπλοκάρει στην αγορά, τότε τα εμπορεύματα δεν μπορούν να αγοραστούν, οπότε δεν υπάρχει κέρδος για τα αφεντικά. Όταν το μπλοκάρισμα του κύκλου γενικευτεί, τότε δημιουργείται η κρίση.

 

Αυτό έχει ξανασυμβεί. Όταν τα εμπορεύματα μένουν στοιβαγμένα στις αποθήκες και κανένας δεν μπορεί να τα αγοράσει,  όταν οι εργάτες μένουν άνεργοι και δεν παράγουν έργο, τα αφεντικά ξέρουν ποια είναι η καλύτερη λύση: καταστροφή των εμπορευμάτων και εξόντωση των ανέργων. Δηλαδή, πόλεμος. Πάντα στο βάθος του τούνελ της κρίσης σιγοφέγγει η λάμψη του πολέμου. Η Ιστορία δείχνει ότι ο συνήθης δρόμος που οδηγεί προς στην έξοδο από την κρίση περνάει μέσα από την βία, την καταστολή και τον πόλεμο. Ο πόλεμος και η τέχνη του, πάντα ασκούσε μια γοητεία στα πάσης φύσεως αφεντικά. Καθόλου παράξενο, αν σκεφτεί κανείς πως για τα αφεντικά ο πόλεμος είναι μια δουλειά κερδοφόρα (κέρδη από την πολεμική βιομηχανία) και ανώδυνη (οι εκμεταλλευόμενοι είναι που αυτοθυσιάζονται στα πεδία των μαχών).

 

Πριν την λύση του πολέμου, προϋπάρχει η μείωση μισθών, η αύξηση φόρων και του κόστους επιβίωσης μαζί με όλα τα επακόλουθα -ότι συμβαίνει τώρα και στην Ελλάδα, δηλαδή αυξανόμενη υποτίμηση των ζωών μας. Η εξαθλίωση θα φτάσει εκεί όπου σήμερα τα όρια της τα καταδεικνύουν οι άστεγοι και οι διαδρομές των μεταναστών. Θεωρητικά υπάρχει μια ακόμη λύση: Αύξηση μισθών, μείωση υπεραξίας των εμπορευμάτων, αύξηση κατανάλωσης. Όμως, οι οργανωμένες κοινωνικές αντιστάσεις, όπως έχει φανεί μέχρι σήμερα, δεν είναι ικανές να διεκδικήσουν με αποτελεσματικό τρόπο αυτήν την προοπτική. Έτσι, τα αφεντικά προτιμούν τον πιο σύντομο και ανώδυνο τρόπο για αυτούς: εξαθλίωση και στο τέλος πόλεμος.

 

Η επιλογή είναι δική μας

Ο καπιταλισμός θα βρίσκεται σε κρίση ή στο χείλος μιας κρίσης, κάθε φορά που διακόπτεται η επιθυμητή συσσώρευση κεφαλαίου. Τότε είναι που ξεσκεπάζονται οι ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου, αφεντικού και σκλάβου. Η κρίση αποτελεί ιστορική στιγμή. Και σε τέτοιες στιγμές προσδιορίζονται εκ νέου και οι κοινωνίες. Η ιστορία των κρίσεων έχει αποκαλύψει την αλήθεια σε πολλούς ανθρώπους για το ρόλο των κρατών, των τραπεζών, του καπιταλισμού. Και σήμερα, βρισκόμαστε στην αρχή μιας κρίσης και μας έχουν μείνει δύο επιλογές. Η μία επιλογή είναι να αποδεχτούμε την ήττα μας, να σκύψουμε τα κεφάλια. Η αποδοχή αυτή θα έχει ως συνέπεια την αυξανόμενη κοινωνική εξαθλίωση, την περαιτέρω υποτίμηση των ζωών μας, την βία, την διεξαγωγή ίσως και ενός πολέμου.

 

Η άλλη επιλογή είναι η δημιουργία κοινωνικών δομών αλληλεγγύης, οι συλλογικοί αδιαμεσολάβητοι αγώνες, οι σχέσεις αλληλοβοήθειας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, χωρίς να ψάχνουμε για κρυφτούμε σαν απελπισμένοι πίσω από το μαύρο πέπλο της εθνικής ομοψυχίας. Η επιλογή αυτή, διώχνει το φόβο, ζωντανεύει όλες τις φωνές που έσβηναν τόσα χρόνια. Είναι η απάντηση ενός κόσμου που ασφυκτιά, ενός κόσμου που θέλει να πάρει την ζωή του στα χέρια του.

 

Δεν αξίζει να κάνουμε καμία θυσία για κανένα αφεντικό και για καμία πατρίδα. Για όσους βρίσκονται στους δρόμους, αυτό που μένει είναι η γενίκευση της αλληλεγγύης και η σύγκρουση με το σύστημα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης.

 

Παροξυσμός, τεύχος 13

 


 

Για να το ανοίξετε σε μορφή pdf και να το αποθηκεύσετε πατήστε στο παρακάτω σύνδεσμο:

paroksismos#13

 

Αντί προλόγου

 

 

Αυτήν τη στιγμή μεγάλα τμήματα του ανθρώπινου πληθυσμού είναι «ασύμφορα» και «πλεονάζοντα» για την λειτουργία του συστήματος. Αν τώρα τα αφεντικά μπορούσαν να πατήσουν ένα κουμπί για να εξαφανίσουν όλους εμάς που περισσεύουμε, θα το έκαναν δίχως δεύτερη σκέψη. Αν και πολλά κουμπιά υπάρχουν, αυτή την στιγμή επιχειρούνται άλλες στρατηγικές. Πάντως, το ιστορικό της κρίσης έχει δείξει πως το ξεπέρασμά της περνά μέσα από την βία, την καταστολή και τον πόλεμο, για να επιβληθεί η απαιτούμενη «τάξη» που θα προστατεύσει τα κέρδη του κεφαλαίου. Σήμερα, λοιπόν, εν όψη κρίσης, η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ αφεντικών και εκμεταλλευόμενων ξεσκεπάζεται και οξύνεται. Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Αν θέλουμε, να πάρουμε μια ιδέα για το τι μπορεί συμβεί στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, μπορούμε να ρωτήσουμε τους μετανάστες τι έζησαν οι ίδιοι πριν έρθουν εδώ. Παράλληλα, μπορούμε να κοιτάξουμε και πίσω, στα περασμένα γεγονότα, να δούμε τι έφταιξε, τι πήγε στραβά, τι λάθη επαναλήφθηκαν, όχι μόνο στην εξέλιξη αυτού του συστήματος της εκμετάλλευσης, αλλά και από την πλευρά όλων εκείνων που φώναζαν, αντιστεκόταν και αγωνίζονταν εναντία του. Πολλές φορές ακούμε πως «Η κρίση μας φέρνει πιο κοντά». Αν είναι έτσι, τότε δεν μπορούμε παρά να αναφωνήσουμε «Καλώς την!». Ξέρουμε όμως πως τα αφεντικά σε κάθε κρίση ή ύφεση ακονίζουν τα μαχαίρια τους. Οπότε όλοι εμείς, που από την στιγμή που γεννιόμαστε λαμβάνουμε εκμετάλλευση και καταπίεση, οφείλουμε να πάρουμε θέση. Και να προετοιμαστούμε…

Ήδη ακούμε τα πρώτα βήματα στις σκάλες…

Η καθολική εξαθλίωση σε λίγο θα μας χτυπά την πόρτα.

 

Ο Παροξυσμός είναι ένα έντυπο δρόμου που κυκλοφορεί από το 1998 στο Αγρίνιο, αποτελώντας κομμάτι μιας συνολικότερης στάσης και δραστηριότητας. Μοιράζεται χέρι με χέρι και χωρίς αντίτιμο, για να αποφευχθεί η διαμεσολάβηση τους χρήματος αλλά και η γενικότερη αναπαραγωγή των εμπορευματικών σχέσεων. Η κάλυψη των εξόδων της έκδοσης και της διακίνησης του γίνεται με ελεύθερη συνεισφορά.

 

Μπορείτε να το βρείτε στο Αγρίνιο στην Κατάληψη Apertus (Καλυβίων 70) και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο σε αυτοδιαχειριζόμενα στέκια και καταλήψεις.

Εκδίδεται από τον Ιό Αταξίας.


Περιεχόμενα

  

Αντί προλόγου, σελ. 2

Αγρίνιο 1926: Ο Αιματηρός Αύγουστος, σελ. 3

Σημειώσεις για έναν επερχόμενο πόλεμο, σελ. 4-6

Για τους 120 εκτελεσθέντες αγρινιώτες αγωνιστές, σελ. 7

Οι ρίζες του εθίμου των χαλκουνιών, σελ. 8

Καιρός να εφεύρουμε νέα «χαγιάτια», σελ. 9-10

«Είμαστε Όλοι Μετανάστες»: Θέσεις για τον ρατσισμό και την μετανάστευση, σελ. 11-15

Επίθεση στα υπό κατασκευή γραφεία της Χρυσής Αυγής στο Αγρίνιο, σελ. 15

Κατάληψη Apertus, σελ. 16-17

Χαριστικά-Ανταλλακτικά Παζάρια, σελ. 18-19

Ενάντια στα χαράτσια, σελ. 20

Για το κοινωνικό άσυλο και το ρόλο του Παν/μίου, σελ. 21

Σημειολογία από τις συμπληγάδες των συνόρων, σελ. 22

Έμφυλες διακρίσεις

Συνέντευξη με την Καλλιόπη Ρ., σελ. 24-29

Εικονογράφηση για το κυνήγι μαγισσών (του okso81), σελ. 30-31

Το Κυνήγι Μαγισσών, σελ. 32-33

Ο Ροΐδης για τις μάγισσες του Μεσαίωνα, σελ. 34

Κονσομασιόν, σελ. 35

Υποσημειώσεις από ξεχασμένους αστερίσκους, σελ. 36

2 σημεία ενός θεαματικού χωροχρόνου, σελ. 37

Αυτοοργανωμένη Μουσική Σκηνή, Αμόκ: αυτοπαρουσίαση, σελ. 38

Μονόδρομός ή επανάσταση της καθημερινής ζωής, διαδικτυακά, σελ. 39

Βαλκάνια και παγκόσμιος καπιταλισμός, σελ. 40-41

Ποίηση, σελ 42-44.


 

Εκδήλωση – Παρουσίαση του νέου τεύχους του Παροξυσμού

 

Tρίτη17 Απρίλιου ώρα 8:00μμ

Στην Κατάληψη Apertus

(Καλυβίων 70 -Περιοχή Δικαστηρίων)

 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ του 13ου τεύχους του έντυπου δρόμου Παροξυσμός

ΣΥΖΗΤΗΣΗ: «Είμαστε Όλοι Μετανάστες»: Θέσεις για το ρατσισμό και το μεταναστευτικό ζήτημα

Μετά την συζήτηση θα ακολουθήσει αυτοδιαχειριζόμενο καφενείο

Για την οικογένεια… (χρονιάρες μέρες που είναι)

 

 

 

«Αχ, μικρέ μου, ποτέ δε θα απαλλαγείς από αυτή την αίσθηση. Είσαι ένοχος! Κάθε φορά που θα βγαίνεις από το σπίτι σου, θα αισθάνεσαί πίσω σου ένα επικριτικό βλέμμα που θα σου φωνάζει να γυρίσεις! Θα τριγυρνάς στο κόσμο σαν σκύλος δεμένος μ’ ένα μακρύ λουρί! Κι ακόμα κι όταν θα’ σαι μακριά, θα αισθάνεσαι πάντα το κολάρο της οικογένειας στο λαιμό σου! (Σαρλ Μπωντλαίρ, θα έχεις φτάσει σαράντα χρονών κι ακόμα θα φοβάσαι τη μητέρα σου!)»

Μίλαν  Κούντερα, Η ζωή είναι Αλλού, 1973

 

«Αλλά αν ποτέ μπορέσω να ξαναβρώ το σθένος και τη ζέση που είχα ορισμένες φορές, θα εκτονώσω το θυμό μου με βιβλία τρομακτικά. Θα’ θελα να ξεσηκώσω εναντίων μου όλο το ανθρώπινο γένος.»

Σαρλ Μπωντλαίρ, Επιστολή στη μητέρα του,1867

Κάποιες σκέψεις από το Δεκέμβρη του 2008


Συνεπείς οι πράξεις, μα σκόρπιες οι σκέψεις

 

Ναι, σε πολλούς είναι οικεία αυτή η αίσθηση: Να λες μια ζωή «έχω καιρό» και ξαφνικά να βρίσκεσαι εκεί που ο καιρός έχει τελειώσει. Να βρίσκεται σε μια νεκρά ζώνη. Το αίσθημα του κενού.

Εκείνο το μήνα μπορέσαμε να ξεκινήσουμε ξανά από το τίποτα και χωρίς να λογαριάζουμε τον καιρό.


Ένα άγχος και μια ταραχή χτύπησε το κοινωνικό σώμα που έχει συνηθίσει να περιφέρεται από κλουβί σε κλουβί με το γνωστό ανάλαφρο αίσθημα ξεπεσμού… Οι  πόρτες άνοιξαν… Και το αμήχανο ερώτημα στριφογύριζε στα μυαλά τους: «Τι να κάνω τώρα;». Βέβαια μεταξύ τους δεν συζητούν τέτοια πράγματα, ως φυσική συνέπεια της σύγχρονης ιδιώτευσης. Όσοι έμειναν στο πόστο τους, παρακαλούσαν κάθε μέρα να τελειώσει αυτό το πράγμα. Καμιά φορά μάλιστα άκουγες κάποιους περαστικούς, κάποιες που αγόραζαν τα λαχανικά τους, κάποιους που άλλαζαν το κανάλι, κάποιες που φώναζαν το ατίθασο γιό τους, να σιγοψιθυρίζουν: «Θεέ μου σε παρακαλώ, καν΄το να σταματήσει!». Ήθελαν να συνεχίσουν την καθημερινή τους διαπραγμάτευση που γεμίζει κάποιες ώρες την φρίκη της καθημερινότητας. Ήθελαν να συνεχίσουν την προδιαγραμμένη τους πορεία. Όπως και όταν σηκώνεσαι βράδι, το σώμα κοιμισμένο, μόνο του βρίσκει το δρόμο στο σκοτάδι αλάνθαστα για ένα ποτήρι νερό, να πάει κάτω τ’ όνειρο.

 Μα ξέρανε ότι οι άνθρωποι στο δρόμο είχαν δίκιο. Καταλάβαιναν με το βέλτιστο τρόπο την πραγματική αιτία. Όχι δεν ήταν μόνο η δολοφονία του παιδιού. Δεν είναι μόνο η φτώχεια. Είναι αυτό το απροσδιόριστο κενό που πλανάτε και μετατρέπει από την προσυλλογιστική περίοδο τους ανθρώπους σε ανδρείκελα που μιλούν με λέξεις ξένες. Προσανατολισμένοι προς τον καθοδικό σωλήνα της συσκευής με το οπτικό ορίζοντα εγκλωβισμένο στην οθόνη της τηλεόρασης, με μια θλιβερή στάση υποδούλωσης, συναισθάνονται τις ανάγκες και τις ανησυχίες, όχι τις δικές τους ή των όμοιων τους, άλλα των κυριάρχων.



Βλέπουν, όχι την πραγματικότητα, άλλα διάθλασή της μέσα από διάφορα οπτικά μέσα.

Ακούν, όχι τις φωνές ή τις κραυγές, άλλα τις αναστραμμένες ανακλάσεις τους.

Δεν γεύονται, δεν αγγίζουν, δεν νοιώθουν.

Αυτά έκανε και αδρανούσε η μια μερίδα.


 Η άλλη μερίδα, βρήκε το σθένος και βγήκε από τα κλουβιά, μίλησε και έπραξε. Μαζί με τους μαθητές και άλλοι. Οι απόκληροι, οι «τελειωμένοι», οι περιφρονημενοι και οι φτωχοδιάβολοι, οι κακομοίρηδες, οι αποτυχημένοι από επιλογή ή χωρίς επιλογή, οι φοβισμένοι που ποτέ δεν έδειξαν το φόβο τους, αυτοί με το μυαλό που καίει, αυτοί που έχουν τόσα να πουν αλλά ποτέ δεν είχαν πώς να τα πουν, «αυτοί που δεν κάνουν την κοινωνία να λέει: α, αυτός θα πάει μπροστά». Όλοι αυτοί που στη σύγχυση του  διαλόγου ποτέ δεν είχαν πειστικά επιχειρήματα και που κανείς ποτέ δεν τους πήρε στα σοβαρά, αν και όλοι καταλάβαιναν πως είχαν δίκιο, αλλά δεν τους σύμφερε να το παραδεχτούν, γιατί αν το κάνανε θα όφειλαν  να παραδεχτούν στο εαυτό τους ότι η ζωή τους είναι ένας συνδυασμός από μια γκάμα επιλογών που τους παρέχει το σύστημα, ότι είναι απατεωνίσκοι που κοροϊδεύουν τους πάντες και προσποιούνται ότι πιστεύουν τα παρόμοια ψέματα των θλιβερών τους συνοδοιπόρων.


 Οι καφέδες του πρωινού, οι καφέδες του απογεύματος, τα σκορπισμένα βράδια, όλες οι ευτελείς συνήθειες, οι ανούσιες φιλικές συνεστιάσεις, οι ίντριγκες των αθροισμένων μοναξιών, οι μικροπρέπειες ημερήσιας διάταξης, η κριτική του γείτονα, οι καθημερινές εξιδανικεύσεις, τα προσωπικά προτεκτοράτα… Χάθηκαν. Σαν να ήταν ένα κακόγουστο κωμικό θεατρικό σε συνέχειες, που ίσως αν το δεις στον ύπνο θα σε ξυπνήσει κάθιδρο και μες τον τρόμο.

 

Οι στρατηγοί χωρίς στρατό, οι πολιτικές φωτιές με τις ξύλινες γλώσσες, οι αναλύσεις για την ανάλυση οι πρωτοπορίες, οι αόρατοι τιμονιέρηδες, οι σταλινικοί, οι μικροηγέτες που περπατούν καμαρωτά, οι ιδεολογίες και τα «θα σου πω εγώ τι πρέπει να γίνει»… Εξαερώθηκαν. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Η Ιστορία τους έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. [ Αν και αυτοί, παμπόνηροι όπως είναι, θα βρουν τρόπο να την παραβιάσουν για να επανατοποθετηθούν…]

Στο κέντρο του περιφραγμένου με σύνορα γεωγραφικό χώρου που επιβιώνουμε, ξέσπασε μια άγρια κοινωνική έκρηξη. Ταυτόχρονα και ανεξάρτητα ξέσπασαν επιθέσεις και μάχες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτού του χώρου. [ Εκείνο το σαββατόβραδο, όταν με τους ισότιμους συνοδοιπόρους κατεβαίναμε για επίθεση, κάποιοι από εμάς συνάντησαν μερικά 15χρονα να κοιτάνε με ενοχικό βλέμμα και να μας γνέφουν «μα καλά, τι είναι αυτά που κάνετε;». Γνώριμα πρόσωπα-προφανώς ήταν ο εαυτός μας πριν πολλά χρονιά. Φυσικά τα αγνοήσαμε, δεν είχαμε χρόνο. Εξάλλου μικρά παιδιά είναι, κάποια στιγμή θα καταλάβουν. Το μέλλον προμηνύεται πιο μαύρο από ποτέ. Η σημερινή εκμετάλλευση και καταπίεση θα ωχριά μπροστά στην εκμετάλλευση και καταπίεση του μέλλοντος.]

 

Η επιστροφή στην κανονικότητα της ομαλότητάς ή στην ομαλότητα της κανονικότητας, δεν ήταν απαραίτητα αναμενόμενη. Όμως κατέφτασε και επιβλήθηκε στην λογική της πλειοψηφίας.

 Ωστόσο, οι θαυμαστές «αισχρές μειοψηφίες» δεν σιωπούν.

Το διακύβευμα είναι απλό: ονομάζεται ζωή.

Συνεπώς, η επίθεση στην ειρήνη των κυριάρχων και σε όσους την υποστηρίζουν συνεχίζεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Για την αστική ταυτότητα και το ξεπέρασμά της

 

 

«…Έκανα νεύματα για να τραβήξω την προσοχή των περαστικών και –Σταματήστε μια στιγμή!-φώναξα- κάτι δεν πάει καλά!  Όλα είναι λάθος! Κάνουμε παράλογα πράγματα! Πού θα καταλήξουμε;

Ο κόσμος σταμάτησε γύρω μου, με κοίταζε περίεργα. Εγώ έμενα εκεί στη μέση, έκανα νεύματα, πάσχιζα να εξηγήσω, να τους κάνω συμμέτοχους στην αναλαμπή που με είχε κυριεύσει: κι έμεινα σιωπηλός.

-Λοιπόν;-ρώτησε ο κόσμος-τι θέλετε να πείτε; Όλα είναι στη θέση τους. Όλα πάνε όπως έπρεπε να πηγαίνουν. Το κάθε πράγμα είναι συνέπεια ενός άλλου πράγματος. Εμείς δεν βλέπουμε τίποτα παράλογο ή αδικαιολόγητο.»

 Ίταλο Καλβίνο, Η Αναλαμπή

 

 

 

Η αστική ταυτότητα και οι ρόλοι

 


Oι άνθρωπο που ζουν στις πόλεις (μικρές ή μεγάλες) σημαίνει ότι ζουν σε ένα αστικό περιβάλλον, με την αστική του ηθική, τις αστικές του αντιλήψεις για την ζωή, το αστικό του σύστημα αξιών, τις αστικές του συμπεριφορές…


Ο κόσμος αυτός είναι ριζωμένος μέσα στα άτομα και έχει εσωτερικευθεί συναισθηματικά.

Οι εσωτερικεύσεις αυτές σχηματίζουν ένα μεγάλο μέρος από την ταυτότητα του ατόμου. Η ταυτότητα αυτή στην ουσία δεν είναι μια υποκειμενική μορφοποίηση, αλλά μια επιβαλλόμενη ταυτότητα, η λεγόμενη «αστική ταυτότητα». Με τον όρο «αστική ταυτότητα» εννοείτε η αυτόματη προσαρμογή -που ξετυλίγεται σαν κάτι αυτονόητο- στον ρόλο που επιβάλει το κοινωνικό περιβάλλον για τον καθένα και την καθεμία.

 

Η αστική ταυτότητα συνδέεται αναπόσπαστα με τους εναλλασσόμενους ρόλους που καθημερινά υποδυόμαστε. Οι στενοχώριες μας, τα άγχη και γενικότερα ο παραλογισμός των ασυναίσθητων πράξεων μας-όταν κινούμαστε μηχανικά μες στους χώρους που ζούμε- προέρχονται τις περισσότερες φορές από μια επιτακτική αναγκαιότητα να υποδυθούμε ψεύτικα πρόσωπα, εχθρικά προς τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Για παράδειγμα, όταν βρισκόμαστε σε ένα νέο κοινωνικό περιβάλλον, η αμηχανία που αρχικά υπάρχει, ξεκινάει από το ανασφάλεια για τον θα παίξουμε σωστά ή όχι τους ρόλους που το περιβάλλον αυτό ορίζει. Όπως ακριβώς και ο ηθοποιός που πρωτοβγαίνει στην θεατρική σκηνή. Το πώς θα χειριστεί αργότερα τους ρόλους εξαρτάται από το πόσο καλός ηθοποιός είναι πάνω στη σκηνή των αποδεκτών κοινωνικά συμπεριφορών.

Κάποιοι προσπαθούν να αποβάλουν αυτήν την αστική ταυτότητα και να αναπτυχθεί μια νέα υποκειμενική, φτιαγμένη από το ίδιο το άτομο. Η επιλογή αυτή όμως συναντά εμπόδια τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά.

 


Εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια για το ξεπέρασμά της

 Τα εξωτερικά εμπόδια είναι η ίδια η κοινωνία. Η διαδικασία συγκρότησης της κοινωνικής ταυτότητας είναι μια κοινωνική διεργασία. Η ταυτότητα των ανθρώπων και η κοινωνική τους διαφοροποίηση, δεν συγκροτείται στη βάση υποκειμενικών χαρακτηριστικών, αλλά είναι μια κοινωνική κατασκευή. Τα άτομα δεν είναι ελεύθερα να γίνουν αυτό που τα ίδια θα αποφασίσουν να γίνουν. Η κοινωνία επιβάλλει περιορισμούς στα ίδια και τη ζωή τους. Χαρακτηριστικά όπως το φύλο, η ηλικία, το χρώμα δέρματος, η καταγκαστική εργασία, ο τόπος κατοικίας ή προέλευση κλπ., είναι κοινωνικά καθορισμένα, πολιτικά και πολιτισμικά νοηματοδοτημένα.


Τα εσωτερικά εμπόδια συνδέονται άμεσα με την σχέση του ατόμου με την πρώτη του οικογένεια, δηλαδή με τους γονείς του ή τους ανθρώπους που τον κηδεμόνευαν. Οι συναισθηματικοί δεσμοί με τις σχέσεις γονιού – παιδιού από μικρή ηλικία όλο και συνδέουν κάθε τόσο με το επιβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον που θέλει να ξεφύγει. Αυτό γίνεται και μέσω των απαγορεύσεων που ξεκινούν από μικρή ηλικία και θεσμοθετούνται στο σχολείο. Οι ατεκμηρίωτες απαγορεύσεις και οι ακατανόητοι κανόνες διαμορφώνουν σιγά-σιγά έναν άνθρωπο που μαθαίνει να μην ρυθμίζει ο ίδιος την ζωή του, αλλά να ρυθμίζεται έξω από αυτόν από τιμωρά αυταρχικά πρόσωπα που κρατάνε εξουσία στα χέρια τους.


Η αναφορά στη οικογένεια γίνεται μιας και η οικογένεια, ως θεσμός, επιδρά στο άτομο δημιουργώντας μια ισχυρή εξάρτηση που το ίδιο το σύστημα την εκμεταλλεύεται για να την συγκινησιακή δέσμευση του ατόμου με κάθε εξουσία.


Δεν είναι τυχαίο πως οι περισσότεροι θεσμοί στηρίζονται στο πεδίο εξάρτησης του ατόμου από την οικογένεια. Πόσες φορές έχουμε ακούσει «δεν γουστάρω να πάω στρατό αλλά θα το κάνω για να μην στενοχωρήσω τους γονείς μου»; Ενώ εθιμοτυπικά και μόνο η διάρκεια θητείας στο στρατό αποτελεί εξέχον γεγονός της διαδρομής μιας οικογένειας. Δεν είναι τυχαίο πως στο πανίσχυρο θεσμό του σχολείου, η οικογένεια εμφανίζεται σε κάθε πτυχή των δραστηριοτήτων του: Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων, Ενημέρωση Γονέων, Αναλυτικός Έλεγχος υπογεγραμμένος από τον κηδεμόνα, «Έλα αύριο με τον κηδεμόνας σου», Σχολική Εορτή παρουσία κηδεμόνων, «Δεν φταις εσύ φταίνε οι γονείς που σε καλομάθανε» κτλ .Το ίδιο ισχύει και για το θεσμό της εκκλησίας και για την μισθωτή σκλαβιά.

Θεσμός της οικογένειας εισβάλει και επιδρά σε όλους τους θεσμούς και σε συνδυασμό με αυτούς, αφήνει ένα αυτόματο πιλότο στην συνείδηση του ατόμου για να τον οδηγεί αλάθητα στους δρόμους της εξουσίας και των καταναγκασμών.

 

 Ψευδοστηρίγματα και προϋποθέσεις

 Ορισμένοι βρίσκουν στήριγμα στην επιλογή τους για το ξεπέρασμα της αστικής ταυτότητας, με διάφορους τρόπους: ένα «επαναστατικό» φιλμ, μια διαδήλωση, λόγια τρίτων κτλ Η αστική ταυτότητα όμως δεν μπορεί να ξεπεραστεί και τόσο εύκολα. Καταφέρνει και ξετρυπώνει με την πρώτη αφορμή και το άτομο επιστρέφει (αν και στιγμιαία) πάλι στην αφετηρία. Μια χαρακτηριστική αστική ταυτότητα μπορεί να αναδυθεί με μιας και μετά από μια επίμονη προσπάθεια. Πχ στον περιπτερά, όταν αυτός πει ένα αστείο που περικλείει όλες τις κοινές προκαταλήψεις κι όμως η αντίδραση είναι απλώς ένα γέλιο με μια συμπαραδήλωση αποδοχής. Ή στο αφεντικό, όταν προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για την μικρή μας καθυστέρηση στη δουλεία, ενώ κανονικά αυτός θα έπρεπε να απολογηθεί που μας εκμεταλλεύεται κάθε μέρα.


 

 


 Η προσαρμογή στην αστική ταυτότητα δεν γίνεται από όλους απρόσκοπτα, αυτονόητα και μηχανικά.  Υπάρχει μια συνείδηση πολλές φορές βαριά που σιγοψυθιρίζει πως κανονικά θα οφείλαμε να συμπεριφερθούμε αλλιώς. Αλλά δεν το κάνουμε. Γιατί; Από φόβο. Στις περιπτώσεις αυτές η υποκειμενική μας ταυτότητα θα σήμανε μην υποταχθούμε στις αστικές προσδοκίες και να συμπεριφερθούμε σύμφωνα με τις επιθυμίες μας και τις εν δυνάμει επιλογές μας. Με λίγα λόγια, να σπάσουμε τις αλυσίδες με συνείδηση και χωρίς φόβο.


 Η διάκριση της αστικής ταυτότητας από την υποκειμενική ταυτότητα, έχει την πρώτιστη σημασία.

Το να αντιληφθεί κανείς με την λογική το παράλογο της αστική καταναγκαστικής συμπεριφοράς καθώς και να καταφέρει να κανείς κριτική σε αυτή, αποτελούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για το πέρασμα από την αστική ταυτότητα στην δικιά του υποκειμενική, αλλά από μονές τους αυτές δεν φτάνουν, γιατί αλλιώς ο δυτικός κόσμος θα ήταν γεμάτος από επαναστατημένους ανθρώπους.

 

 

Οι αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες

Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά και πολύ πιο έντονα στην περίπτωση των κοινωνικών ομάδων που δέχονται κοινωνικό αποκλεισμό ή έχουν «παρανομοποιηθεί». Σε αυτή την περίπτωση ρυθμίζεται και ο χώρος γύρω τους με κατάλληλο τρόπο ώστε «να μείνουν εκεί που είναι», δηλαδή στο πάτο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης.


 Η χωρική διαφοροποίηση, δηλαδή η επιβαλλόμενη αστική ανθρωπογεωγραφία, είναι ένας από αυτούς τους μηχανισμούς θεσμοθέτησης της διαφοράς, της κοινωνικής ανισότητας με σκοπό τον αποκλεισμό. Η εκπαίδευση και το σύστημα των φυλακών, ανήκουν επίσης στην ίδια κατηγορία μηχανισμών. Ο χώρος, νοηματοδοτεί και οργανώνει τις κοινωνικές σχέσεις, επιβάλλοντας συγκεκριμένες ερμηνείες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και αυτά που συμβαίνουν γύρω μας.


Στο πλαίσιο αυτό οι κοινωνικές ομάδες που δεν πληρούν τα πρότυπα του λόγου της κυριαρχίας, χαρακτηρίζονται ως «απόβλητες» και στιγματίζονται, ενώ μέσα από στερεότυπα για τον τρόπο ζωής τους, που προβάλλονται καθημερινά από τα μμε, οι ομάδες αυτές περιθωριοποιούνται, γκετοποιούνται και απομονώνονται και τελικά καταλήγουν να αναπαράγουν οι ίδιες την επιβαλλόμενη εικόνα τους.


Αυτές οι κοινωνικά, αποκλεισμένες ομάδες, υφίσταντο τις συνέπειες συγκεκριμένων χωρικών ρυθμίσεων και θεσμικών πρακτικών, που παγιώνουν την πλήρη απομόνωση τους από τον υπόλοιπο αστικό ιστό. Πρακτικές και ρυθμίσεις που προσπαθούν στο μέτρο του δυνατού να μην έρθουν σε επαφή οι «προστατευόμενες» εύπορες κοινωνικές ομάδες με τους κοινωνικά «απόβλητους» παρίες του αστικού χώρου. Τελικά η συμπεριφορά τους ποινικοποιείται και γίνεται αντικείμενο αστυνομικής και κρατικής καταστολής. (Σε διαφορετική προσέγγιση με ίδια όμως συμπεράσματα θα λέγαμε πως ο διάχυτος  κοινωνικός ρατσισμός συναντά τον θεσμιμένο ρατσισμό.)

 

  

Άρνηση και ρήξη

Για όλους όσους ζουν και κινούνται στο κυρίαρχο αστικό τοπίο η αντίφαση ανάμεσα στις ατομικές ανάγκες και στις κοινωνικές απαιτήσεις είναι παρούσα σε κάθε σημείο του χωροχρόνου τους: μια φωνή μες στο μυαλό, προσποιούμενη την χροιά της φωνής της συνείδησης, προστάζει και ορίζει: «η δουλειά είναι χαρά», «στο στρατό δεν πάνε οι δειλοί», «μεγάλωσες για τέτοια», «πρέπει να εξελιχθείς επαγγελματικά». Είναι η φωνή της επιβαλλόμενης κοινωνικής ηθικής και των προσταγών της -που κάποιες τάσεις της ψυχολογίας την ονομάζουν «Υπερεγώ».

 

Ξεπερνώντας τις διαταξικές ουμανιστικές θέσεις περί ευτυχίας, τα αφομοιωμένα, προσαρμοσμένα προς κατανάλωση, προτάγματα του τύπου «Ζήσε την ζωή σου» (be happy αφασία), τις διανοουμενίστικες ευαισθησίες βολεμένων, μπορούμε να εκτιμήσουμε πως η σύνθεση της δικιά μας υποκειμενικής ταυτότητας για την ατομική και συλλογική χειραφέτηση, ξεκινά με την άρνηση των ρόλων και συνεχίζει με ρήξη με τους θεσμούς της εξουσίας.


Μάταιος ο δρόμος κάποιου που αναζητά την ταυτότητα του, την στιγμή που βρίσκεται οικιοθελώς βαθιά μέσα στα πεδία ελέγχου των θεσμών. Η αναζήτηση του συνεχώς παραπλανάται από σειρήνες, κουδούνια, ξυπνητήρια, ψαλμούς, συμβουλές, διαγγέλματα, συνεδρίες…


Οι αρνήσεις πάντα αγγίζουν με απόρριψη την αστική ταυτότητα και τους παρελκόμενους ρόλους. Αν οι «αποτυχημένοι» χειρίζονται μέτρια τους ρόλους τους, οι απροσάρμοστοι τους αρνούνται συστηματικά. Όσοι επεξεργάζονται την πρακτική αυτής της άρνησης, εκτρέποντας την ροή του καθημερινού τεμαχισμένου χρόνου, ανακαλύπτουν ξανά τη ζωή και αργά ή γρήγορα εγκαταλείπουν μια για πάντα την αστική τους ταυτότητα.

 

 

Να γκρεμίσουμε τους εθνικούς μύθους!

 

 

Η εθνική «μας» ιστορία βρίθει από ψεύδη, αποσιωπήσεις και ουκ ολίγες είναι οι περιπτώσεις που τα γεγονότα αναστρέφονται ολοκληρωτικά. Η εθνική ιστορία έχει κλειδαμπαρώσει την πόρτα του σκοτεινού της υπογείου που βρίσκονται θαμμένες ιστορίες γενοκτονιών, σφαγών και φρικαλεοτήτων. Και παρ’ όλα αυτά οι παρελάσεις συνεχίζουν να παρελαύνουν, υπό την στήριξη των χειροκροτητών τους, ενώ τα μνημεία που δοξάζουν ιερά εγκλήματα και ενδόξους φονιάδες, στέκουν αγέχωρα στο τοπίο των πόλεων και των χωριών.

 

Στις 22 Σεπτεμβρίου 1821 ελληνικές δυνάμεις, με αρχηγό τον Θ. Κολοκοτρώνη, καταλαμβάνουν την Τριπολιτσά και επί τρεις μέρες εκτέλεσαν το «ιερό χρέος» τους, δηλαδή σφαγίασαν 32.000 αμάχους τούρκους και εβραίους -άντρες, γυναίκες, παιδιά και βρέφη.

 

Στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, ο Διονύσιος Σολωμός αφιέρωσε 39 κεντρικές στροφές ομολογώντας την σφαγή της Τριπολιτσάς.

Ιδού δύο από αυτές :

 

Κοίτα χέρια απελπισμένα

Πως θερίζουνε ζωές

Χάμου πέφτουνε κομμένα

Χέρια, πόδια, κεφαλιές, (στροφή 64η)

 

Και παλάσκες και σπαθία

Με ολοσκόρπιστα μυαλά,

Και με ολόσχιστα κρανία

Σωθικά λαχταριστά. (στροφή 65η)

 

 

Η παραχάραξη της ιστορίας είναι το μεγαλύτερο όπλο του εθνοφασισμού.

Δεν υπάρχουν «ιστορικές αναγκαιότητες», παρά μόνο εθνικοί στρατοί που εξοντώνουν μέχρι να αλληλοεξοντωθούν.

Για την ημέρα της γυναίκας….

 

Ποιήμα από παροξυσμό τεύχος 3 ( έτος 2000)

 

 

 

 

Και άλλο  ένα ποίημα ….

 

Θαρρώντας πως αυτή ήταν ένα δώρο

άρχισαν νωρίς – νωρίς να την καλλωπίζουν.

Της γυάλισαν το χαμόγελο

της χαμήλωσαν τα μάτια

την έκαναν να ‘χει  τ’ αυτιά της στο τηλέφωνο.

Της σγούρυναν τα μαλλιά και της ίσιωσαν τα δόντια.

Της δίδαξαν να θάβει τις επιθυμίες της.

Της γλύκαναν τη φωνή και την ανάγκασαν κόβοντάς της

τα φτερά να λέει πάντα «ναι».

«Αυτό το κουτί έχει το όνομα μου επάνω»,

είπε ο άνδρας, «είναι για μένα».

Κανείς δεν ξαφνιάστηκε.

Όσο  αυτοί αντάλλασαν φιλιά

και ‘κάναν τα στραβά μάτια,

αυτός το πήρε σπίτι του.

Το έβαλε ψηλά σ’ ένα τραπέζι,

 απ’ όπου οι φίλοι του μπορούσαν να το περιεργαστούν.

«Χόρεψε, χόρεψε πιο γρήγορα», της έλεγαν.

Ο άνδρας βυθίστηκε μέσα της

και χάραξε την στάμπα του πιο βαθιά.

Αργότερα,

την έβαλε σ’ ένα χειρουργικό κρεβάτι,

λέγοντας «σπρώξε, σπρώξε πιο δυνατά»,

λέγοντάς της

«αυτό ακριβώς που ήθελα, μου έκανες ένα γιο».

 

Carοle Oles ''   το δώρο'