Σκέψεις του Φίλιππα

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε για τον Παροξυσμό από τον αναρχικό σύντροφο Φίλιππα Κυρίτση. Ο Φίλιππας, για όσους και όσες που ενδεχομένως δεν γνωρίζουν, καταδικάστηκε το 1978 σε 9 χρόνια φυλάκισης για κατασκευή, κατοχή και απόκρυψη 8 βομβών μολότοφ. Με την ίδια κατηγορία καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκισης και η σύντροφός του Σοφία Αργυρίου. Έκτοτε, το όνομα τους αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την αλληλεγγύη στους φυλακισμένους και τους αγώνες ενάντια στις φυλακές, στις αρχές της δεκαετίας του 80. Επίσης η ρήξη του Φίλιππα με το στρατό και η άρνηση του να καταταγεί καταγράφεται στο βιβλίο «Το Τρελόχαρτο» (εκδ. Χάος και Κουλτούρα) που έχει γράψει ο ίδιος. Η ενασχόληση του με το ζήτημα της άρνησης στράτευσης συνεχίζεται μέχρι και σήμερα με συνέπεια και συνέχεια. Κατά την άποψή μας ο Φίλιππας ανήκει σε εκείνους τους παλιούς συντρόφους που η σκέψη τους δεν εγκλωβίζεται σε ιδεολογικές αγκυλώσεις και ακολουθεί την σύγχρονη κίνηση που εναντιώνεται στην σημερινή κατάσταση που ορίζουν οι κυρίαρχοι.
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
(Κάποιες σκέψεις για την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008).
Για ένα άτομο της δικής μου ηλικίας (πάνω από 50), μόνιμο κάτοικο μιας μεσογειακής χώρας με πολλά τριτοκοσμικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, το εύρος και η διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008 ήταν κάτι το απρόσμενο. Όταν είχε γίνει η εξέγερση του Νοέμβρη του 1973, η ηλικία μου και ο προαστιακός τρόπος ζωής μου δεν μου είχαν επιτρέψει να αντιληφθώ την σημασία της και έτσι, όταν τελικά κατέβηκα να δω τα πράγματα από κοντά, όλα είχαν τελειώσει. Άσχετα, όμως, από το γεγονός ότι δεν έζησα την εξέγερση του 1973 από κοντά, είμαι σίγουρος ότι, πριν από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, ήταν η πιο σημαντική εξέγερση που συγκλόνισε την Ελλάδα. Μετά από αυτά, μπορώ να πω ότι η εξέγερση του Δεκέμβρη ήταν η πρώτη μεγάλη εξέγερση που έζησα από κοντά.
Είναι φυσικό, όταν έχεις ζήσει μια τέτοια ιστορική εμπειρία, να προσπαθείς να βγάλεις κάποια συμπεράσματα, ούτως ώστε να καταλάβεις σε τι κόσμο ζεις και τι πρέπει να κάνεις για να ζήσεις, όσο το δυνατόν, λιγότερα επώδυνα την διαδρομή της ζωής σου μέσα σε αυτόν. Γιατί, κακά τα ψέματα, τέτοιες ιστορικές εμπειρίες τροποποιούν την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο και για την θέση μας μέσα σε αυτόν, ακόμα κι αν δεν θέλουμε να το ομολογήσουμε στον εαυτό μας. Τώρα το προς ποια κατεύθυνση τροποποιούν την αντίληψή μας, δηλ. αν μας κάνουν πιο αισιόδοξους και ευέλπιδες ή πιο απαισιόδοξους και απέλπιδες, εξαρτάται από την θετική ή αρνητική θέση που παίρνουμε απέναντι σε αυτά τα γεγονότα. Με λίγα λόγια, εμείς που είδαμε την εξέγερση σαν κάτι θετικό και συμμετείχαμε σε αυτήν, είναι φυσικό να μας γέμισε αισιοδοξία και ελπίδες για το παρόν και για το μέλλον, ενώ αυτοί που τάχθηκαν ενάντια στην εξέγερση, προσπάθησαν να την καταστείλουν και δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να την συκοφαντούν, είναι φυσικό να αποκόμισαν από την εξέγερση κάποια απαισιοδοξία και πολλές διαψεύσεις.
Γιατί ισχυρίζομαι ότι η εξέγερση ήταν για μένα κάτι το απρόσμενο; Ο λόγος είναι απλός: Όλη μου την ζωή την έζησα μέσα στον φόβο που προκαλεί η καθημερινή λεκτική, ψυχολογική ή και ωμή βία, που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, όπως χαρακτηρίζει τις κοινωνίες των βαλκανικών χωρών και των χωρών του τρίτου κόσμου. Μπορεί να μην υπήρξα γυναίκα, μετανάστης, τσιγγάνος, μειονοτικός ή ομοφυλόφιλος, όμως υπήρξα μαθητής σε δημόσια σχολεία, φοιτητής σε δημόσιο πανεπιστήμιο, ανειδίκευτος εργάτης, φυλακισμένος και έγκλειστος (ευτυχώς με δική μου πρωτοβουλία) σε ψυχιατρείο. Σαν μαθητής, φοιτητής, ανειδίκευτος εργάτης, φυλακισμένος και έγκλειστος σε ψυχιατρείο, γνώρισα από κοντά τον τρόμο και την αθλιότητα στην οποία εξαναγκάζονται να ζουν οι σωματικά ή κοινωνικά αδύναμοι, σε μια κοινωνία σαν την ελληνική, όπου η σεξουαλικοποιημένη βία αποτελεί εθνικό σπορ και αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής ταυτότητας του ΄Ελληνα. Έχοντας, λοιπόν, μεγαλώσει σε μια χώρα, όπου από τα πρώτα νηπιακά χρόνια σε απειλούν άμεσα ή έμμεσα ότι θα σε γαμήσουν και ότι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγεις τον βιασμό είναι να γαμάς και να δέρνεις εσύ, έχοντας δει να αμείβονται επαγγελματικά και κοινωνικά τα μεγαλύτερα ή μικρότερα καθάρματα και να εξοντώνονται με ποικίλους τρόπους τα καλύτερα παιδιά, μερικά από τα οποία ήταν φίλοι και σύντροφοί μου, και ζώντας την άχαρη ηλικία μεταξύ 50 και 60 χρονών, που ο κόσμος αρχίζει να πεθαίνει, ήταν πολύ φυσικό να μην περιμένω και να μην ελπίζω σε έναν τέτοιο ξεσηκωμό, σαν την εξέγερση του Δεκέμβρη. Το ότι έβλεπα να τελειώνει η ζωή μου σε μια κοινωνία καθαρμάτων, αν κρίνουμε από το ποιοι επικρατούν και καθορίζουν την πορεία της, χωρίς να ελπίζω αλλαγές προς το καλύτερο, παρά μόνο στο επίπεδο της προσωπικής μου καθημερινότητας, δεν σήμαινε ότι είχα προσαρμοστεί στην ιδέα ότι ο κόσμος που θα υπάρχει πάντα θα είναι ο κόσμος της ελληνικής κοινωνίας, η οποία είναι πρώτη στον ρατσισμό, στην διαφθορά, στην αστυνομική βία, στον σεξισμό, στην κακοποίηση των γυναικών, στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, στο εμπόριο ναρκωτικών κλπ. σε σχέση με τις άλλες χώρες της δυτικής και νότιας Ευρώπης. Είναι αδύνατον να προσαρμοστεί κάποιος που καταπιέζεται στην ιδέα ότι δεν θα υπάρξει ποτέ φως στο τούνελ. Προκειμένου να διατηρήσουμε «σώας τας φρένας», δηλ. να μην τρελαθούμε, πάντα θα περιμένουμε να μοιραστούμε τα βάσανά μας με άλλους ομοιοπαθείς μας και να κάνουμε κάτι από κοινού για να πολεμήσουμε αυτούς που μας καταδικάζουν σε μια καθημερινότητα που καταχρηστικά μπορούμε να την αποκαλούμε ζωή, μια που δεν μπορούμε να την αποκαλέσουμε καθημερινό θάνατο.
Αυτούς τους ομοιοπαθείς μου είδα να ξεσηκώνονται στην εξέγερση του Δεκέμβρη, να στιγματίζουν εγκλήματα και αδικίες που με αφορούν και προσωπικά, να αγωνίζονται για έναν κόσμο που με εκφράζει και να συγκρούονται με αυτούς που θεωρώ υπεύθυνους για τα βάσανα της ζωής μου. Μάλιστα, έχοντας έμμεση εμπειρία, μέσα από τις αφηγήσεις και τις περιγραφές των παιδιών μου, για τον τρόμο και την αθλιότητα που επικρατεί σήμερα στα ελληνικά δημόσια σχολεία, και άμεση εμπειρία από την αδιαφορία και την κακοήθεια δασκάλων, καθηγητών και γονέων, απέναντι στο δράμα που ζουν καθημερινά τα παιδιά στην Ελλάδα, όσα τουλάχιστον δεν ανήκουν σε σχολικές συμμορίες ή δεν είναι παιδιά μπάτσων, καθηγητών, μαφιόζων, νόμιμων εγκληματιών κ.ο.κ., οι οποίοι επιβάλλουν την τρομοκρατία των παιδιών τους μέσα στο σχολείο, θεώρησα απολύτως φυσιολογικό στην εξέγερση να πρωταγωνιστήσουν τα παιδιά και ιδιαίτερα τα παιδιά μεταναστών. Άλλωστε παιδί ήταν και ο 15χρονος Γρηγορόπουλος που δολοφονήθηκε στα Εξάρχεια από γνωστό τσαμπουκαλή της αστυνομίας, με συνέπεια η δολοφονία του να αποτελέσει αφορμή για την κοινωνική εξέγερση του Δεκέμβρη. Όπως παιδιά ή φοιτητές είναι πάντα οι περισσότεροι από αυτούς που κατεβαίνουν σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην ασυδοσία της αστυνομίας, των δικαστών και των δεσμοφυλάκων, και πέφτουν στα χέρια της αστυνομίας. Οι μεγάλοι, όταν δεν πρόκειται για μετανάστες ή κοινωνικές ομάδες που ζουν καθημερινά στο πετσί τους την βία της ελληνικής κοινωνίας και προπαντός της αστυνομίας της, στην μεγάλη πλειοψηφία τους είτε είναι συμβιβασμένοι είτε συμμετέχουν ενεργά στο καθημερινό νόμιμο κοινωνικό έγκλημα, το οποίο πλήττει τα παιδιά, τους μετανάστες, τις γυναίκες, τους τσιγγάνους, τους μειονοτικούς, τους ομοφυλόφιλους και γενικά όλους τους κοινωνικά αδύναμους.
Μολονότι ωρίμασα πνευματικά και πολιτικά σε ένα περιβάλλον στο οποίο κυριάρχησε και κυριαρχεί ο λόγος της ελληνικής αριστεράς, ποτέ κατά την διάρκεια της εξέγερσης δεν ξεγελάστηκα για να ελπίσω ότι στο πλευρό των εξεγερμένων μαθητών, φοιτητών και μεταναστών, θα κατέβαινε η ελληνική «εργατική τάξη», οι Έλληνες αγρότες, οι στρατιές των δημοσίων υπαλλήλων, των τραπεζικών, των υπαλλήλων των οργανισμών κοινής ωφέλειας κλπ. όπως γινόταν παλιά στην Ευρώπη κατά την διάρκεια των κοινωνικών εξεγέρσεων και έγινε πρόσφατα κατά την εξέγερση κατά του αιμοσταγούς δικτάτορα Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στην Σερβία. Έχοντας ζήσει αρκετά χρόνια συμμετέχοντας σε κοινωνικούς αγώνες, είχα προσωπική εμπειρία της αστικοποίησης και της αντιδραστικοποίησης των Ελλήνων εργαζομένων. Σε σχέση με την εποχή της δικτατορίας 1967-1974, που εγώ ήμουνα μαθητής του εξατάξιου γυμνασίου, οι λεγόμενες λαϊκές τάξεις γνώρισαν μιαν άνευ προηγουμένου οικονομική άνοδο η οποία, σε συνδυασμό με την μαζική μετανάστευση προς την Ελλάδα από την δεκαετία του 1990 και έπειτα, τους κατέστησε αφεντικά. Και μάλιστα χειρότερα αφεντικά απέναντι στους μετανάστες από ότι ήταν τα αφεντικά απέναντί τους, προτού γίνουν οι ίδιοι αφεντικά. Η εξέλιξη της εξέγερσης επιβεβαίωσε τις απόψεις μου, όσον αφορά την αστικοποίηση, ή μικροαστικοποίηση αν θέλετε, της ελληνικής εργατικής και αγροτικής τάξης, καθώς και των εργαζομένων του τριτογενούς τομέα, δηλ. αυτών που παρέχουν διάφορες υπηρεσίας και οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία. Οι εξεγερμένοι μαθητές και μετανάστες φτάσανε να επιτεθούν στα αστυνομικά τμήματα όλων των μεγάλων πόλεων της χώρας, όπως γίνεται στις εξεγέρσεις στον τρίτο κόσμο, και οι εργάτες, οι αγρότες και οι υπάλληλοι κάθε είδους συνέχισαν κανονικά την ζωή τους, σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
Αλλά δεν ήταν μόνο το γεγονός της εξέγερσης που αναπτέρωσε το ηθικό του κάθε «πικραμένου». Ήταν και τα όσα βγήκαν στην επιφάνεια κατά την διάρκεια της εξέγερσης. Εγώ, όταν ξέσπασε η εξέγερση ήμουνα στον Βόλο από όπου αποκόμισα τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορικές εμπειρίες, όμως συμμετείχα και στα επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας, την Δευτέρα 8 Δεκέμβρη, όταν κάηκαν οι περισσότερες τράπεζες στην Πανεπιστημίου, στην Σταδίου και στην Ακαδημίας, τους κεντρικότερους δρόμους της πρωτεύουσας. Και αυτά που βγήκαν στην επιφάνεια ήταν συνθήματα και πρακτικές που ευνοούσαν την συμμετοχή του κοινού στην διαμόρφωση της τύχης του μαζί με μια παράλληλη καταδίκη όλων των πολιτιστικών βρικολάκων του παρελθόντος, όπως η Εκκλησία, η αστυνομοκρατία, η δικαστική ασυδοσία, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, ο σεξισμός, η δημοσιογραφοκρατία, ο φασισμός κλπ. Δεν είναι μόνο τα συνθήματα και οι προκηρύξεις του Δεκέμβρη που πιστοποιούν την αλήθεια των ισχυρισμών μου. Είναι και ο τρόπος επικοινωνίας, συνεργασίας και οργάνωσης των εξεγερμένων. Οι πρακτικές της άμεσης δημοκρατίας, όπου ο καθένας, ο οποίος μπορούσε να ξεπεράσει τον φόβο του και την συστολή του, μπορούσε να μιλήσει και να ακουστεί, ήταν ο κανόνας σε όλες τις μαζώξεις των εξεγερμένων. Και όταν κάποια ύποπτα ή χαζά άτομα το «παραχέζανε» με την καταστροφική τους μανία ή βλακεία, πάντα εμφανιζόντουσαν κάποιοι να τους «βάλουν χέρι» και να τους εμποδίσουν. Και αν όχι πάντα, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές. Κοντολογίς η εξέγερση του Δεκέμβρη έδωσε σε πολλούς την ευκαιρία να δείξουν ποιοι είναι και με το μέρος τίνος συντάσσονται. Αν δηλ. αποτελούν μέρος του προβλήματος ή μέρος της λύσης.
Από την δική μου εμπειρία από την εξέγερση στον Βόλο, πέρα από την επιβεβαίωση που αποκόμισα βλέποντας να πρωταγωνιστούν οι σύντροφοί μου αναρχικοί, αποκόμισα και πρωτοφανείς εμπειρίες ταύτισης των δικών μου εχθρών με τους εχθρούς των εξεγερμένων. Στον Βόλο χτυπηθήκανε, τουλάχιστον συμβολικά, όλοι οι βρικόλακες του παρελθόντος, όπως τους αποκαλώ πιο πάνω. Μάλιστα, είχα την τύχη να παρακολουθήσω και συναυλία συμπαράστασης στους φυλακισμένους της εξέγερσης, όπου από τους ράπερ και τους χιπχοπάδες άκουσα να διατυπώνονται με τον πιο ποιητικό τρόπο οι απόψεις μου, οι ελπίδες μου και τα όνειρά μου. Αλλά και το κλίμα που επικράτησε στους χώρους της εξέγερσης ήταν ένα κλίμα ελκυστικό προς όσους ήθελαν να συμμετάσχουν. Και κάτι τελευταίο, αν όχι γι’ αυτό μικρότερης σημασίας, είναι ότι κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων που έζησα στον Βόλο, όπως και αυτών στην Αθήνα, οι κάθε είδους φασίστες που το παίζουν αγανακτισμένοι πολίτες είχανε λουφάξει ενώ κάποιο μέρος του κοινού ακόμη και χειροκροτούσε τους διαδηλωτές.
Από την άλλη πλευρά, ο συρφετός των μέσων μαζικής ενημέρωσης, σε στενή συνεργασία με την αστυνομία και τα κόμματα που καταδυναστεύουν την ελληνική δημόσια ζωή, στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον, κάνανε ότι μπορούσαν είτε για να συκοφαντήσουν την εξέγερση σαν πλιάτσικο είτε για να την εκμεταλλευτούν πολιτικά, προκειμένου να εξασφαλίσουν μια πρόωρη αλλά ευνοϊκή για τα κόμματα της αντιπολίτευσης εκλογική αναμέτρηση. Σε όσους ζήσαμε την εξέγερση τα Μ.Μ.Ε. έδειξαν ξεκάθαρα ότι στην σύγκρουση μεταξύ των κολασμένων και των παιδιών από την μια και των εκπροσώπων της βίας, του ψέματος και της αρπαχτής από την άλλη, παίρνουν ξεκάθαρα το μέρος των δεύτερων. Όμως, όσο και να προσπαθήσανε τα Μ.Μ.Ε. και τα κόμματα για να συσκοτίσουν την πραγματική εικόνα της εξέγερσης, η εξέγερση απλώθηκε σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και σε πολλές μικρές, με συνέπεια να την δει το μεγαλύτερο μέρος του κοινού με τα ίδια του τα μάτια.
Αυτήν την συσκότιση της πραγματικότητας κατάφερε η εξέγερση να κλονίσει ανεπανόρθωτα. Το επί χρόνια με το ψέμα και την βία καλλιεργούμενο παραμύθι της ειρηνικής και ευδαιμονούσας ελληνικής κοινωνίας έπαψε οριστικά να γίνεται πιστευτό, τόσο από τους εξεγερμένους και τους συμπαραστάτες τους όσο και από τους ποικίλους εχθρούς τους, όπως οι φασίστες και η εργοδοτική μαφία που εκμεταλλεύεται ασύστολα τους μετανάστες. Την θέση των ξεπερασμένων ψευδαισθήσεων πήρε μια μελετημένη επίθεση ενάντια στους εξεγερμένους, η οποία πήρε τουλάχιστον δυο μορφές: Η μία ήταν η προκλητική απουσία της αστυνομίας και της πυροσβεστικής, όταν χρειαζόντουσαν να σωθούν από τις φωτιές κτίρια ολόκληρα, ούτως ώστε το μέγεθος των καταστροφών να τρομάξει το κοινό και να παρουσιάσει σαν αναγκαίο κακό την ασυδοσία των δυνάμεων καταστολής, και η άλλη ήταν η εξαιρετική βιαιότητα της καταστολής των εξεγερμένων, τόσο από την αστυνομία, όσο και από τα δικαστήρια. Γράφτηκε ότι τουλάχιστον πενήντα μετανάστες που πιάστηκαν κατά τις πρώτες και πιο επεισοδιακές μέρες της εξέγερσης, οδηγήθηκαν στα δικαστήρια και πριν προλάβουν να ειδοποιήσουν κανέναν δικό τους ή αλληλέγγυο προς αυτούς, καταδικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και απελάθηκαν. Ακόμα και μαθητές και φοιτητές που πιάστηκαν κατά την διάρκεια της εξέγερσης, όχι μόνο κακοποιήθηκαν βάναυσα από τους μπάτσους αλλά και φυλακίστηκαν με βαριές πρωτόδικες καταδίκες ή προφυλακίστηκαν με βαρύτατες κατηγορίες, όπως η κατηγορία για τρομοκρατία. Αυτή η βάρβαρη καταστολή σε συνδυασμό με την αδιαφορία της πλειοψηφίας των Ελλήνων εργαζομένων απέναντι στην εξέγερση, οδήγησε τελικά στην σταδιακή εξασθένηση και στο σταμάτημα των κινητοποιήσεων.
«Ακόμα δεν είπαμε την τελευταία λέξη» λέει ένα σύνθημα που ακούστηκε τον Δεκέμβρη και εγώ το πιστεύω. Η εξέγερση μπορεί να κατεστάλη ή να κουράστηκαν οι εξεγερμένοι (έτσι γίνεται πάντα με τις εξεγέρσεις αργά ή γρήγορα), το ρήγμα όμως που άφησε να διαφανεί στην ελληνική κοινωνία παραμένει και θα παραμείνει αγεφύρωτο, όσο παραμένει ανεξέλεγκτη η εξουσία της κάθε είδους οικονομικής ή πολιτικής μαφίας που λυμαίνονται ασύδοτα αυτήν την χώρα. Τα πιο καταπιεσμένα θύματα του νόμιμου εγκλήματος, οι μαθητές, οι μετανάστες, οι τσιγγάνοι και οι ανασφάλιστοι και ευκαιριακά απασχολούμενοι εργαζόμενοι, έχασαν πια και την τελευταία ελπίδα διαλόγου με τους καταπιεστές τους και γνωρίζουν καλά ότι ο μόνος τρόπος για να διεκδικήσουν την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματά τους είναι μια υπόγεια δράση στα πλαίσια των λίγο-πολύ ελευθεριακών κοινοτήτων, όπως τα αυτόνομα στέκια και οι καταλήψεις στέγης, που ξεφυτρώνουν στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας σαν μανιτάρια. Αλλά και οι κάθε είδους καταπιεστές, αδυνατώντας να βάλουν φρένο στην λαιμαργία και στην ασυδοσία τους, γνωρίζουν καλά ότι η εποχή της παντοδυναμίας τους πλησιάζει στο τέλος της και γι’ αυτό έχουν ριχτεί με τα μούτρα στην καταβρόχθιση του κοινωνικού πλούτου, όσο έχουν ακόμα καιρό. Σύνθημά τους είναι το ρητό του Λουδοβίκου του 15ου, του οποίου ο γιος, ο Λουδοβίκος 16ος, οδηγήθηκε στην λαιμητόμο: «Μετά από μένα ο κατακλυσμός».
Δεν αυταπατώμαι ελπίζοντας σε μια θεαματική και ριζική κοινωνική αλλαγή. Ούτε περιμένω η οποιαδήποτε αλλαγή να έχει πολιτικά χαρακτηριστικά. Με λίγα λόγια δεν περιμένω μια επεισοδιακή πολιτική αλλαγή, όπως έγινε στην Σερβία, όταν η εξέγερση ανέτρεψε τον δικτάτορα Μιλόσεβιτς. Όμως είμαι σίγουρος ότι, όπως ατόνησε και χάθηκε ομαλά από το προσκήνιο η εξέγερση, έτσι θα ατονήσει και θα χαθεί σιγά-σιγά η ασφυκτική λαβή την οποία έχουν επιβάλει στους μη προνομιούχους οι παραπάνω αναφερθέντες βρικόλακες-στηρίγματα της καταπιεστικής πλειοψηφίας, δηλ. η Εκκλησία, η αστυνομοκρατία, η δικαστική ασυδοσία, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, ο σεξισμός, η δημοσιογραφοκρατία, ο φασισμός κλπ. Όλοι αυτοί οι βρικόλακες στηρίζουν την εξουσία τους στην αναγκαστική συναίνεση των καταπιεζόμενων, που οφείλεται στην καλλιεργημένη σε αυτούς έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης. Αυτή η συναίνεση δεν υπάρχει πια, γιατί οι καταπιεσμένοι που εξεγερθήκανε τον Δεκέμβρη ανέκτησαν την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθησή τους. Και, όντας πια λίγο-πολύ αισιόδοξοι για ένα καλύτερο μέλλον θα συνεχίσουν την αντίσταση υπόγεια, μέσα από τους ελευθεριακούς και αυτόνομους χώρους και θεσμούς. Όταν οι καταπιεσμένοι παύουν να είναι γονατιστοί, οι καταπιεστές παύουν να τους βλέπουν αφ’ υψηλού και έτσι εγκαταλείπουν την μαγκιά και το νταηλίκι που τους χαρακτηρίζει. Τότε καταλήγουν στις «τρύπες» τους, όπου π.χ. τους παρακινεί να κρυφτούν ένα γνωστό επαναστατικό τραγούδι του κορυφαίου χιπχοπά Javaspa. Από αυτές τις τρύπες εξακολουθούν να έχουν τον πρώτο λόγο, όμως ο λόγος αυτός ποντάρει στην αδυναμία των καταπιεσμένων να αυτοκυβερνηθούν και όχι στο ασύστολο ψέμα και στην ωμή βία, όπως γίνεται μέχρι τώρα στην Ελλάδα.
Ίσως να ακούγονται υπερβολικά αισιόδοξα αυτά που λέω, τουλάχιστον για τους νέους που δεν έχουν ζήσει ανεπαίσθητες, αργές αλλά ουσιαστικές αλλαγές στην κοινωνία κατά την διάρκεια μιας «μακράς ζωής». Εγώ, όμως, που είχα την τύχη ή την ατολμία για να ζήσω περισσότερο από αρκετούς συντρόφους μου, έχω δει αλλαγές που, όταν ξεκίνησα την συμμετοχή μου στους κοινωνικούς αγώνες, μου φαινόντουσαν απίστευτες για την Ελλάδα. Χαρακτηριστικά αναφέρω την εξάπλωση και την ενδυνάμωση του αναρχικού χώρου, ο οποίος με τους αγώνες τους, τους φυλακισμένους και τους νεκρούς τους, πρωταγωνίστησε στους κοινωνικές συγκρούσεις των τελευταίων δεκαετιών. Αυτό ήταν ανέλπιστο στην ελληνική μεταπολιτευτική πραγματικότητα της δεκαετίας του ΄70, όταν οι ακροαριστεροί κατεβάζανε χιλιάδες στις διαδηλώσεις, σε κάποιες φάσεις δέρνανε τους αναρχικούς, ενώ οι δικαστές προσποιούνταν ότι δεν ξέρουν τίποτα για αναρχία και καταδίκαζαν τους αναρχικούς ακόμη και για συνθήματα όπως το «Κάτω το κράτος» και την προσφώνηση «ρε» σε μπάτσο. Όπως ανέλπιστες ήταν και οι καταλήψεις, οι οποίες στην διάρκεια της δεκαετίας του 1970 είχαν εξαπλωθεί σε όλη την δυτική Ευρώπη, όμως στην Ελλάδα ξεκίνησαν το 1981 και αφού την πολιτική εξουσία είχε χάσει η «μεγάλη συντηρητική παράταξη» που κυβέρνησε την Ελλάδα επί 7 χρόνια μετά την δικτατορία. Ακόμα και οι ομοφυλόφιλοι που κατά την δεκαετία του 1970, όπως και κατά την διάρκεια της δικτατορίας, αντιμετωπιζόντουσαν σαν εγκληματίες, σήμερα μπορούν να συστήνουν συλλόγους και να διακινούν τα έντυπά τους, χωρίς να γίνονται θύματα πογκρόμ ή λιντσαρίσματος.
Ζώντας, λοιπόν, σε μια κοινωνία διασπασμένη και γεμάτη αντιθέσεις, οι οποίες μερικές φορές παίρνουν με πρωτοβουλία των κάθε είδους καταπιεστών την μορφή κοινωνικού πολέμου, και έχοντας πάρει την απόφαση να αποτελώ μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος, όταν κατά την διάρκεια της εξέγερσης είδα ότι δεν είμαι, λίγο-πολύ, μόνος αλλά υπάρχουν χιλιάδες που βλέπουν σαν εχθρούς τους ίδιους που βλέπω και εγώ, μπορώ να πω ότι αναζωογονήθηκα, ή επί το λαϊκότερο γέμισα τις μπαταρίες μου. Όπως τις μπαταρίες τους γέμισαν όλοι όσοι παλεύανε όλα αυτά τα χρόνια και βλέπανε, σιγά-σιγά, να τους εγκαταλείπουν οι ελπίδες τους και τα όνειρά τους για έναν διαφορετικό, καλύτερο κόσμο. Και το κυριότερο; Όπως αυτοί, έτσι κι εγώ, δεν περιμένουμε κάποια εντυπωσιακή κοινωνική επανάσταση για να αρχίσουμε να ζούμε σε έναν κόσμο που μας ταιριάζει περισσότερο από τον κόσμο της πλειοψηφίας. Σε αυτόν τον δικό μας κόσμο, τον κόσμο της αντίστασης, του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης, ο οποίος βγήκε στην επιφάνεια κατά την διάρκεια της εξέγερσης, θα συνεχίσουμε να ζούμε και μετά την εξέγερση και καλούμε να τον γνωρίσουν από κοντά όλοι αυτοί που έχουν χάσει κάθε ελπίδα για μια ζωή με ενδιαφέρον και όχι μια απλή, αργή, κουραστική, αποκαρδιωτική επιβίωση.
Αθήνα 6-3-2009
Φίλιππας Κυρίτσης

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΟΥΣΤ !

«Η έκφραση των ανθρώπων που κινούνται μέσα στις αίθουσες εκθέσεων ζωγραφικής προδίδει μιαν αδέξια συγκαλυμμένη απογοήτευση που εκεί μέσα δεν κρέμεται τίποτα άλλο εκτός από πίνακες.»
Βάλτερ Μπένγιαμιν, Μονόδρομος

ΝΑΙ πραγματικά, τον αύγουστο του 2008, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου νοιώσαμε δέος!
Χιλιάδες άνθρωποι βρισκόταν εκεί από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Φιλότεχνοι, διακριτικοί, ευγενικοί θεατρόφιλοι κρατώντας την περίφημη σπανακόπιτα των 4 ευρώ. Θεατρόφιλοι που στάθηκαν υπομονετικά στην ουρά της στοάς στην πανεπιστημίου ώρες να πάρουν εισιτήριο για το περίφημο καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς: Το φεστιβάλ Αθηνών.
Ένα γεγονός που επιβάλλεται να παρακολουθήσεις με δέος και ταπεινότητα, άκριτα, χωρίς ίχνος ενοχής να υπερκαταναλώσεις αχόρταγα τέχνη καταπίνοντας αμάσητη τροφή πάντα συγκατανεύοντας «Ναι…ναι ήταν υπέροχο!». Αλίμονο έρχονται σκηνοθέτες καταξιωμένοι για να ανεβάσουν την Αντιγόνη του 2056! Μα είναι υπέροχο!!
Και πράγματι ήταν!
ΉΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΟ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΤΟ ΘΑΥΜΑ!

Ήταν υπέροχο που επιτέλους αυτό το πολυάριθμο ευγενικό φιλότεχνο πλήθος εξαγριώθηκε! Μπουκάλια νερού πετάχτηκαν στην σκηνή! Υπέροχα γιουχαΐσματα και κέρματα κατέκλυσαν το αργολικό θέατρο. Επιτέλους η Επίδαυρος ήταν ζωντανή! Ελπίδα αναθάρρησε πως η τέχνη κάποια στιγμή θα πάρει την θέση που της αξίζει. Εφόσον είναι προϊόν προς πώληση, άλλο ένα καταναλωτικό αγαθό, απαραίτητο για το τέλειο παζλ του σύγχρονου, ενημερωμένου, ευαισθητοποιημένου ατόμου, της χωρίς νόημα καταναλωτικής κοινωνίας μας, ΝΑ επιστρέψει στο ταμείο και ο πελάτης θεατής -αφού έτσι ορίζεται -να ζητήσει τα λεφτά του πίσω!!!
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΟΥΣΤ!
Η τέχνη δεν είναι δέος και φιλολογικές παρλαπίπες στα σαλόνια σας.
Δεν είναι δυσκοίλια δικαιολογία για αυνανισμό και προσωπική ψυχανάλυση, για το υπερδιογκωμένο ΕΓΩ του κάθε ταλαίπωρου ανόητου καλλιτέχνη!
Στα γεγονότα του Δεκεμβρίου όλος ο κόσμος ήταν στο δρόμο, όλος ο κόσμος εκτός από τους ηλίθιους καλλιτέχνες που ήθελαν να κάνουν συμβούλια επί συμβουλίων στα ζεστά καφενεδάκια στου Ψυρρή…για να αποφασίσουν αν η τέχνη οφείλει ή όχι να έχει έρεισμα με την κοινωνία!
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΟΥΣΤ!!!
Αφήστε για λίγο τον καθρέπτη σας…Συγνώμη που σας ενοχλήσαμε και διακόψαμε την ψυχαγωγία σας στο γυαλιστερό παλλάς.
Πραγματικά ζητάμε συγνώμη.
ΔΕΝ ΘΕΛΑΜΕ ΝΑ ΔΙΑΚΟΠΟΥΝ ΤΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΣΑΣ!

ΝΑ ΚΑΟΥΝ ΘΕΛΑΜΕ!

Μια αγρινιώτισσα θεατρίνα στην αθήνα

Δε φταίει η λάμπα, φταίει το σύστημα

Προχθές, περνώντας από ένα περίπτερο ακούω ένα παιδάκι να λέει στον περιπτερά: «Θα ήθελα μια λάμπα με ισχύ 80 βατ». Κόλλησα. Μου φάνηκε παράξενο ένα παιδάκι 8 άντε 9 χρονών να αναπαράγει μια φράση με εξειδικευμένους όρους με τέτοια άνεση. Μετά φαντάστηκα το παιδάκι, λίγα λεπτά πριν, προσηλωμένο να ακούει με ευλάβεια τον πατέρα του να προσπαθεί να του διδάξει με ακρίβεια την παραπάνω έκφραση. Η προσήλωση του θα συνεχίστηκε και στο δρόμο, όπου θα σιγομουρμούριζε «μια λάμπα με ισχύ 80 βατ». Θα ήθελε σίγουρα να εντυπωσιάσει τον περιπτερά με την ακριβή ορολογία του. Ίσως επιζητούσε και μια έκφραση αποδοχής από αυτόν. Γιατί για τον πιτσιρικά ο περιπτεράς είναι σημαντικός: κατέχει ένα ρόλο στην κοινωνία. Όπως ακριβώς και οι γονείς του, ο υδραυλικός, ο δάσκαλος, ο μπάτσος, ο τηλεπαρουσιαστής… Όλοι αυτοί αποτελούν ένας προς έναν τον Κόσμο των Μεγάλων. Έναν κόσμο που τα μέλη του επικοινωνούν μεταξύ τους, σχεδόν μυστικιστικά, με κρυφούς κώδικες.
Οι μεγάλοι: τον κρίνουν, τον προσέχουν, τον ορίζουν, τον αγαπούν, τον χτυπούνε, τον κάνουν να κλαίει, προβλέπουν τι θα γίνει όταν μεγαλώσει…
Το ζήτημα όμως δεν είναι ο πιτσιρικάς. Γιατί ίσως να είναι από εκείνα τα παιδιά που την ψάχνουν αλλιώς και ασχολούνται με ότι τύχει…
Το ζήτημα είναι η δομή του Κόσμου των Μεγάλων, οι ρόλοι, τα στερεότυπα που σκιάζουν τα πάντα, άλλοτε σαν ένα μαύρο σύννεφο που αστράφτει και βροντάει και άλλοτε σαν μια πυκνή, σχεδόν παχύρρευστη ομίχλη που τυλίγει τις πόλεις, τυφλώνει, κόβει την ανάσα, θολώνει τις σκέψεις, κάνει το δρόμο να χάνεται.
Ο πιτσιρικάς θα αργήσει πολύ να διερευνήσει, εξετάσει, διακρίνει, αποκωδικοποιήσει αυτόν τον μυστήριο κόσμο.
Γιατί οι Μεγάλοι τον θέλουν για πάντα Μικρό.
Μέχρι να τελειώσει το σχολείο θα είναι μικρός. Ο πιτσιρικάς θα παραμείνει «τόσο δα μικρός» και μετέπειτα: η εφηβεία του θα παραταθεί, αν ακολουθήσει -όπως η συντριπτική πλειοψηφία- την πεπατημένη των σπουδών. Εκεί ο «μικρός» θα παρεκκλίνει γιατί ο ρόλος του φοιτητή επιτρέπει και κάποιές απότομες στροφές ακόμα και στους πιο καλούς δρόμους –αρκεί, ασφαλώς, να μη βγει από την πορεία του.
Ο στρατός όμως δεν αστειεύεται: φωνάζει, βγάζει σκουλαρίκια, κόβει μαλλιά, καίει μυαλά…
Το οικογενειακό τραπέζι, γεμάτο ενοχές και φαρμάκι, θα τον περιμένει μετά την απόλυση του με το βαθυστόχαστο ερώτημα: «και τώρα πως θα αναλάβεις τις ευθύνες σου;». Ο μικρός μαθητής, φοιτητής, φαντάρος, ξαφνικά μεταμορφώνεται βίαια και απότομα σε μέλος του Κόσμου των Μεγάλων. Νέο μέλος, χωρίς ρόλο και ταυτότητα ακόμα.
Τώρα γίνεται η ολιστική αποκωδικοποίηση. Μέχρι τώρα ήταν ατελής, μερική, επιπόλαια.
Η βία της μισθωτής σκλαβιάς δεν θα είναι πια εικονική αναφορά, αλλά απτή πραγματικότητα.
Θα μπορεί να νοιώσει της συνέπειες της στους χτύπους της καρδιάς του.
Ξάφνου ο Μικρός γίνεται Μεγάλος. Και ο ρόλος του ποιος θα είναι; Ας μη δυσκολευτεί. Είναι πανέτοιμος να ενταχθεί, να κάνει καριέρα, να παντρευτεί, να παραδοθεί αμαχητί σε όλους τους οικογενειακούς, κοινωνικούς, θεσμικούς εκβιασμούς.
Εξάλλου, αυτό κάνουν οι περισσότεροι.
Μα όχι όλοι. (Απλά κάποιοι ανυπομονούν να γκριζάρουν όλα τα μαλλιά τους, για να πάψουν επιτέλους κάποιοι να τους λένε «μα καλά, εσύ πότε θα βάλεις μυαλό;»)

Όσο για τον πιτσιρικά, αφού αγόρασε τη λάμπα, λίγο πιο κάτω συνάντησε ένα φιλαράκο του. «Πάμε στο δάσος;» είπε. «Πρέπει να πάω τη λάμπα στον πατέρα μου» απάντησε εκείνος. Αλλά μετά συμπλήρωσε «καλά την πάω μετά» και φύγανε παρέα.

EDITORIAL

11 χρόνια έχουν περάσει από την έκδοση του πρώτου μας τεύχους.

11 χρόνια και πολλά έχουν αλλάξει και διαμορφωθεί: από το λόγο μέχρι και τις θέσεις πάνω σε καίρια κοινωνικά ζητήματα.  Και αυτό είναι απόλυτα φυσικό: η δυναμικότητα του εντύπου εξελίχτηκε μαζί με εμάς. Ή πιο απλά, μεγαλώσαμε μαζί.

Πάντως, όσο και αν ψάξει κάποιος,  ιδεολογίες εδώ δεν πρόκειται να βρει. Πρώτον γιατί ο Παροξυσμός – όπως και πολλά άλλα έντυπα – παραμένει αυθεντικά ένα έντυπο δρόμου έχοντας ως κύριο λόγο ύπαρξης τη κριτική, τη παρέμβαση, τη πρόταση,  περιφρουρούμενο πάντα από μία  αδιαλλαξία  για κάθε είδους «γραμμές».

Δεύτερον, θεωρούμε την ιδεολογία συνώνυμο της αγκύλωσης. Μια ψευδαίσθηση που αρνείται προκλητικά να συγχρονιστεί με την επιταχυνόμενη κίνηση της σύγχρονής πραγματικότητας. Οποίος θέλει να κατοικεί στο γυάλινο πύργο της ιδεολογίας και να παρατηρεί τον κόσμο από το παραθύρι του, ας το κάνει. Να ξέρει όμως πως αργά ή γρήγορα το ίδιο του το κατασκεύασμα θα τον καταπλακώσει. Αν, φυσικά, δε το εγκαταλείψει πρώτα ο ίδιος…

Όσο αφορά το όνομα του περιοδικού, παραμένει απλά ένα όνομα και τίποτα περισσότερο. Και αν και δεν πολύταιριάζει με το ύφος  του εντύπου, θα το διατηρήσουμε, αφενός, γιατί έχει μεγάλη συναισθηματική αξία για  εμάς, μιας και αποτελεί ένα πολύ σημαντικό σημείο αναφοράς στις ζωές μας, και αφετέρου γιατί- με μία υπεραισιόδοξη εκτίμηση- αποτελεί ένα απειροελάχιστο μέρος του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού λόγου στην Ελλάδα.

Την τελευταία δεκαπενταετία το Αγρίνιο σε πολλά σημεία έχει μείνει το ίδιο: τα ποσοστά ανεργίας  χτυπάνε διψήφιους αριθμούς, η πλήξη βρίσκει καταφύγιο στις καταχρήσεις, οι οικογένεια κατέχει εξέχουσα θέση στους θεσμούς, οι μετανάστες παραμένουν οι φτωχοδιάβολοι και τα εξιλαστήρια θύματα της κοινωνίας, τα κτελ θησαυρίζουν από τα δρομολόγια στην Αθήνα…

Ωστόσο, σε πολλά σημεία έχει μεταμορφωθεί: οι δρόμοι έχουν φωταγωγηθεί, τα μαγαζιά εκσυγχρονίζουν τις βιτρίνες τους, τα τραπεζοκαθίσματα των καφετεριών μας έχουν πνίξει, οι μπάτσοι έφυγαν από στενάκι και έφτιαξαν μέγαρο α΄ κατηγορίας, οι φυσικές ομορφιές ( πχ παλαιός Αγ. Χριστόφορος) καταστρέφονται για να γίνουν τσιμέντο και όλη η αγρινιώτικη κοινωνία δεν μπορεί να ξεκολλήσει το βλέμμα της από την ολοκαίνουργια γηπεδάρα  του Παναιτωλικού. Το Αγρίνιο αλλάζει, αλλά εμείς επιμένουμε πως όλα θα αποκτήσουν πραγματικό νόημα στις ζωές μας, όταν οργανώσουμε και συλλογικοποιήσουμε τις αρνήσεις μας. Για αυτό και εμείς παραμένουμε εδώ, πίσω από τα οδοφράγματα Και το να στήνεις οδοφράγματα σε μία επαρχιακή πόλη δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Μπορεί εμπρός από αυτά να υπάρχουν λίγοι μπάτσοι, ελάχιστες φωτιές και καθόλου δακρυγόνα, αλλά υπάρχει αυτό το μεγάλο μέρος της κοινωνίας που είναι έτοιμο να συκοφαντήσει , να κατηγορήσει και να επιτεθεί σε οτιδήποτε θεωρήσει (ή της επιβάλλουν να θεωρήσει) ως «ηθικά μη νόμιμη κοινωνική συμπεριφορά». Και επειδή μες την κοινωνία ζούμε και αποτελούμε και μέρος της, αυτή η αντιπαράθεση είναι παρούσα συνεχώς σε όλα τα πεδία της καθημερινότητάς μας.

Στο απόλυτα εκτεθειμένο πολιτικό υποκείμενο της επαρχίας, η πολιτική επιλογή είναι και επιλογή ζωής.

Αλλά εντάξει, τι να κάνουμε; Η ζωή είναι δύσκολη …

ΚΑΛΑ ΨΩΝΙΑ…ΨΩΝΙΑ!

Τετάρτη βράδυ. H πόλη έρημη από νωρίς. μιας και τα μαγαζιά είναι κλειστά, αφού η ζωή εδώ εξαρτάται από το αν τα εμπορικά καταστήματα είναι ανοιχτά ή κλειστά. Μάλλον για αυτό θέλουν και το ελεύθερο ωράριο… Καλό πάνε να κάνουν δηλαδή οι άνθρωποι. Θέλουν να δώσουν ζωή στις πόλεις αφού οι άνθρωποι ζούνε για να καταναλώνουν εμπορεύματα. Τέλος πάντων πάει αλλού το θέμα τώρα ενώ εγώ θέλω να γράψω κάτι άλλο…

Πριν πάω σπίτι είπα να κάνω μια βόλτα από το κέντρο της πόλης χαζεύοντας τους άδειους δρόμους και τα κλειστά μαγαζιά. Περπατούσα στη Παπαστράτου και καθώς οι σκέψεις μου μπερδεύονταν με τις ματιές που έπεφταν στις μισοσκότεινες βιτρίνες με τον trendy “εξοπλισμό” και τις “προσιτές” τιμές, το βλέμμα μου έπεσε σε ένα διαφημιστικό πλακάτ μιας βιτρίνας bsb.  Και τότε ξαφνικά σταμάτησαν οι σκέψεις μου και εγώ, πλησίασα για να δω καλύτερα αυτό που διάβασα στα πεταχτά:

ΑΜΟΛΗΣΤΕ ΤΗ ΣΚΥΛΑ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΨΩΝΙΑ ΣΤΑ BSB ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΤΕ!

Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινα. Το διάβασα το ξαναδιάβασα. Όχι δεν έκανα λάθος.

Που μπορεί να φτάσει το μυαλό ενός διαφημιστή… Πως το life style ξεφτιλίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, πως το life style μοιράζει χειροπέδες στους  ανθρώπους ξεφτιλίζοντας σχέσεις, καταστάσεις, ζωές . Αυτό που μόλις είδα σκέφτηκα ότι μπορεί να μην είναι τίποτα, να είναι κάτι απλό, σε σχέση με άλλα  παρόμοια και πιο ακραία. Κι όμως αυτό πουλάει. Αυτό πουλάει και ο κόσμος  αυτό αγοράζει Το αγοράζει και γουστάρει. Έστριψα και την έκανα αμέσως από εκεί. Ξενέρωσα με όλη την life style ξεφτίλα που μας πλασάρουν όμορφα και ωραία και εμείς τη δεχόμαστε όμορφα και ωραία. Αλλά τι γκρινιάζω; Τι περίμενα να δω στις βιτρίνες; Εκτός από σκουπίδια; Περπατούσα με τα μάτια μου να αποφεύγουν τις βιτρίνες. Δεν ήθελα να δω άλλα διαφημιστικά παραληρήματα γεμίζοντας το μυαλό μου με βλακείες. Σκεφτόμουν την ατάκα που έλεγε στο τέλος ….΄΄και κερδίστε!΄΄ και έμεινα με την απορία. Δηλαδή τι θα κερδίσουν αν αμολήσουν τη σκύλα που κρύβουν μέσα τους; Κανά φίμωτρο ή κανά λουρί;

ΚΑΛΑ ΨΩΝΙΑ…….ΨΩΝΙΑ!!!

ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΤΟ ΠΑΤΟ ΤΟΥ ΒΑΡΕΛΙΟΥ

 

Το πρόβλημα με την ηθική της εργασίας είναι πως αναπαράγεται όχι μόνο από τα αφεντικά αλλά και από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Είναι μάλλον κάτι που έχει ποτίσει βαθιά την ύπαρξη των ατόμων που κινούνται στο κέντρο ή στη περιφέρεια του κοινωνικού ιστού του συγχρονου κόσμου..

Γιατί μόνον έτσι δικαιολογείται η εξουσιαστική στάση ενός παλιού εργαζομένου σε έναν νεοπροσληφθέντα συνάδελφού του. Μόνον έτσι εξηγείται ότι οι δυναμικές απεργίες έχουν τοποθετηθεί στις βιτρίνες του μουσειακού οπλοστασίου των εργατών.

Τελικά, τι ακριβώς κάνει η εργατική τάξη;

Ο κατά πολλούς και κομματικούς, φορέας της επανάστασής;

Το πάλαι ποτέ επαναστατικό υποκείμενο;

Προφανώς κάνει αυτό που κάνει και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας: κάθεται στα αυγά της. Ή, όταν δεν κάθεται στα αυγά της, αναζητεί τρόπους να ανέβει με κάθε κόστος στις υψηλότερές θέσεις της κοινωνικής ιεραρχίας. Γιατί νομίζει πως αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να της συμβεί.

Μια πολεμική βέβαια κατά της κοινωνίας συνολικά, θα ήταν παραπλανητική και άστοχή, μιας και υπάρχει ένα κομμάτι της οποίας, έχει συνείδηση της κοινωνικής πραγματικότητάς. Και μέσα σε αυτό το κομμάτι υπάρχουν οργανωμένες κινήσεις ανθρώπων που επιτειθονται με τα μέσα που επιλέγουν σε αυτά που αυτές  νοηματοδοτούν ότι δημιουργούν τα προβλήματα σε αυτό το κόσμο. Αυτό δε σημαίνει όμως πως η κοινωνία συνολικά δεν προάγει και αναπαραγάγει με υπέρμετρη αφέλεια όλες αυτές τις δομές που επιβάλλουν τα συμφέροντα των από πάνω…

Το πρόβλημα είναι συνολικό. και έγκειται στο γεγονός ότι η κοινωνία πέρα από τάξεις είναι χωρισμένη και σε μικρά ατομικά κομμάτια. Και τα μικρά αυτά κομμάτια είναι έγκλειστα σε μικρά κελιά ιδιώτευσης. Ο κάθε άνθρωπος μένει μόνος του να συμμετάσχει στην καθημερινή εμπειρία της φθοράς της βιωμένης ζωής.

Γιατί πολύ απλά φοβάται… Φοβάται το αφεντικό του, φοβάται τους μπάτσους, τους τρομοκράτες, τους αλβανούς, τους ισλαμιστές, τον τύπο από την δουλειά που θα του πει να κατέβει σε απεργία. Φοβάται τον εκάστοτε κατασκευασμένο εχθρό. Επίσης φοβάται το τι θα πει ο κόσμος.

Έτσι ο ίδιος λεηλατεί το κομμάτι της ζωής του που δεν έχουν προλάβει άλλοι να το λεηλατήσουν

Ο καθένας μόνος του λοιπόν και η κοινωνία κατατεμαχισμένη σε ολοένα και περισσότερες διαχωρισμένες σφαίρες.

Επικοινωνία;

Φυσικά και υπάρχει. Μόνο που η επικοινωνία και οι σύγχρονες κοινωνικές σχέσεις είναι διαμεσολαβημένες από εικόνες. Και όχι μόνο: ολόκληρη η κοινωνική δραστηριότητα πλαισιώνεται και αιχμαλωτίζεται από εικόνες.

Εικόνα όμως δεν είναι μόνο αυτή της τηλεόρασης, που ούτως ή άλλως παρουσιάζει τον κόσμο όπως τον θέλουν. Εικόνες είναι οι ρόλοι και τα στερεότυπα και όλες οι συμπεριφορές που προκύπτουν.

Σχολείο-(σπουδές)-δουλειά-οικογένεια είναι η πιο ομαλή πορεία. Οτιδήποτε άλλο είναι εκτροχιασμός. Μέσα από αυτή τη διαδικασία – η οποία είναι αιτία και αποτέλεσμα- οι εικόνες καταλήγουν να αποκτήσουν πραγματική υπόσταση και να αποτελέσουν το κύριο λόγο μιας επιβαλλόμενης συμπεριφοράς.

Η εικόνα του ευτυχισμένης οικογένειας που απολαμβάνει χωρίς γκρίνιές την βόλτα με το καινούριο αυτοκίνητο, είναι χιλιάδες φορές πιο βάναυση από το χτύπημα του γκλόπ του μπάτσου.

Η εικόνα του ανέμελου όμορφου νέου που απολαμβάνει τις νέες τεχνολογίες του κινητού του παρέα με την εξίσου όμορφη και ανέμελη φιλενάδα του είναι αυτή που ξεσκίζει τις ψυχές των αληθινών νέων και τους οδηγεί συλλήβδην σε κάθε λογής συμβάσεις και ψευδοεπιλογές.

Η εικόνα του τρέχω-και-δε-φτάνω μοντέρνου καριερίστα που ασχολείται επιτυχώς με την ανοικοδόμηση του μελλοντικού προσωπικού και οικογενειακού του παραδείσου είναι αυτό που τρελαίνει το 15% του ενήλικου πληθυσμού με κρίσεις άγχους και πανικό.

Η εικόνα είναι το νέο όπλο επιβολής. Ο μοντέρνος τρόπος διαχείρισης των κοινωνικών εντάσεων. Το νέο μέσο καταστολής των ανυπότακτων. Είναι αυτό που καλλιεργεί το έδαφος για να ριζώσει πιο καλά η ταξική ειρήνη.

Ουσιαστικά όμως, το πρόβλημα δεν είναι ούτε οι εικόνες ούτε η αναπαράσταση τους αυτές καθ αυτές., αλλά η κοινωνία που έχει ανάγκη αυτές τις εικόνες.

Για αυτό και οι εργάτες κάθονται στα αυγά τους. Γιατί έχουν πεισθεί ότι αυτό είναι το καλύτερο που μπορούν να κάνουν για τους εαυτούς τους…

Επιπλέον, όταν δεν κάθονται στα αυγά τους , προσπαθούν από το πάτο του βαρελιού στο οποίο βρίσκονται, να αποκτήσουν μία καλύτερη θέση στην ιεράρχηση του πάτου. Γιατί όπως φαίνεται και ο πάτος του βαρελιού έχει αποκτήσει διαστρωμάτωση.

Έτσι , λοιπόν, οι εικόνες κοροϊδεύουν, παραπλανούν, χειραγωγούν, διαφθείρουν. Και οι εκμεταλλευόμενοι και καταπιεζόμενοι δεν μπορούν ούτε να εκφραστούν, ούτε να δράσουν. Πάντως εάν αποκτούσαν πραγματικά τη θέληση και τη δυνατότητα, τότε το καπιταλιστικό σύστημα θα εξαφανιζόταν αμέσως, όπως ένας κακός εφιάλτης.

Το ερώτημα όμως παραμένει: Τώρα τι κάνουμε;

Η απάντηση σίγουρα δεν μπορεί να δοθεί από καμία ιδεολογία. Γιατί οι ιδεολογίες και οι έτοιμες λύσεις το μόνο που έχουν προσφέρει μέχρι σήμερα είναι σκοπιμότητες και τζάμπα αίμα.

Ωστόσο η Ιστορία και η κατανόηση της έχει πολλά να προτείνει. Και η εμπειρία από την κατάκτηση της καθημερινής μας ζωής ακόμη περισσότερα.

ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ

Η πόλη είναι κίτρινη. Μια πόλη φτιαγμένη από άμμο. Άμμος καυτή παντού. Ο αέρας πηχτός, ζεστός. Ράγες από τρένα, ξεχασμένα, που κάποτε κυλούσαν. Μέσα στις ράγες κείτονται ψόφια περιστέρια. Μια γρια που σέρνει ένα γαϊδούρι κουτσό. Η εικόνα της τρέμει από την καυτή ατμόσφαιρα. Μια γυναίκα έγκυος, πάνω σε μια βεράντα. Η κοιλιά της είναι διάφανη και φαίνεται το έμβρυο. Έχει δόντια, και παρακολουθεί τα πάντα με μάτια άγρια. Η γυναίκα κρατάει μια πετονιά και ψαρεύει. Κάτω από την βεράντα είναι ένας βούρκος, ένα έλος πρασινοκίτρινο. Από κει βγάζει ψάρια μεγάλα,   ίσα μ’αυτην, έχουν χέρια και πόδια και ουρλιάζουν με ανθρώπινη φωνή. Τα πετάει με δύναμη και σκάνε με πάταγο το ένα πάνω στο άλλο, στο μάρμαρο της βεράντας. Σπαρταράνε εκεί για ώρα, ώσπου δεν κινούνται πια. Το έμβρυο μέσα της, γελάει χαιρέκακα. Μια παιδική χαρά μουσείο. Ένα λούνα πάρκ μισοθαμμένο στην άμμο.

Ο κυβερνήτης της πόλης βγαίνει να μιλήσει. Ανεβαίνει σε μια εξέδρα που έγινε γι’αυτό το σκοπό. Ξανθά, θαμπά, μακριά, μαλλιά, επιβλητική φωνή, μάτια σκληρά. Στο χέρι του κρατάει ένα μαστίγιο, μακρύ, χιλιόμετρα. Με μια κίνηση του, μπορεί να πάρει το κεφάλι κάποιου, στην άλλη άκρη της πόλης. Εκθειάζει τα καλά αυτής της πόλης και φτύνει υποσχέσεις στα σκονισμένα πρόσωπα των ανθρώπων, μα κανείς δεν τολμά να φέρει αντίρρηση. Δεν τολμά να σκεφτεί καν. Διαβάζει τη σκέψη κι αλίμονο σ’ αυτόν που δεν τον συμπαθεί. Κινδυνεύουν οι πάντες από το μαστίγιο του. Ακόμα και εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να νιώσεις το μαστίγιο στο λαιμό σου.

Οι άνθρωποι σκύβουν το κεφάλι και θάβουν σε βαθιές σήραγγες της ψυχής τους κάθε αντιδραστική σκέψη κι αρνητικό συναίσθημα.

Όταν μετά από καιρό, θελήσουν να τα βρουν, δεν θα υπάρχουν πια. Έχουν χαθεί. Μαζί κι η ψυχή τους. Όμως τους αρκεί, που το κεφάλι στέκεται ακόμα στους ωμούς τους.

ΑΝΝΑ

“…”

Τα ρολόγια σημαίνουν

τις χαμένες ώρες

όμως κανείς δεν τα πιστεύει.

Στα ατελείωτα σήματα κινδύνου που έστειλα

και δεν μου έχει κανείς ανταποκριθεί.

Όμως μία μέρα

θα καταλάβω

πως έφτασα μέχρι εδώ.

Έγιναν όλα πολύ γρήγορα.

Οι φίλοι μου σκόρπισαν,

άλλοι χάθηκαν στον πόλεμο.

Οι παντρεμένοι

γερνάνε πλάι σε ανθρώπους ξένους.

Καμιά φορά τα απογεύματα

σηκώνεται αγέρας.

Χτυπούν σαν τύψεις

τα παραθυρόφυλλά.

Για ποιο ωραίο σφάλμα άραγε;

Και η παιδικότητα

ένα ουράνιο σχόλιο

στο αίνιγμα να υπάρχουμε

 

Τ. Λειβαδίτης

κειμενο Ανάπλους

Δεν είναι αρκετό να κρατάς τον κόσμο αιχμάλωτο με αλυσίδες και όπλα.

Είναι πιο εύκολο να του τσακίζεις το μυαλό

χαρίζοντάς του ψεύτικους βηματισμούς

ψεύτικες αναπνοές

ψεύτικη ζωή.

Σε μια καθημερινότητα  που είναι σχεδιασμένη να μας ελέγχει και να μας επιβάλει κάθε κίνηση, οπλισμένη με καταναγκασμούς και θεσμικούς εκβιασμούς, επιβάλλοντας τους δικούς της ρυθμούς, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να επαναλαμβάνουν με κλειστά τα μάτια την ίδια κοινοτυπία. Σε αυτή τη καθημερινότητα που μας κλέβει τον ελεύθερο χρόνο, εγκλωβίζει την επιλογή, τσακίζει κάθε αυτόνομη κίνηση του ανθρώπου και τον μετατρέπει σε ένα απρόσωπο εξάρτημα του καπιταλισμού.

Να αντιτάξουμε τους δικούς μας όρους για ζωή, χωρίς ιεραρχία και εξουσία, χωρίς διαμεσολαβητές και ειδικούς, ενάντια σε κάθε είδους ρόλων.

Να δημιουργήσουμε  εμείς τις συνθήκες και όχι οι συνθήκες την συμπεριφορά μας. Να δημιουργήσουμε χώρους όπου οι ανάγκες μας και οι επιλογές της δράσης μας θα συναντούν τις επιθυμίες μας. Χώρους επικοινωνίας, έκφρασης, αλληλεγγύης και συντροφικότητας. Μακριά από το πάγωμα της καθημερινότητας. Ανάβοντας μικρές εστίες φωτιάς ως τη μεγάλη πυρκαγιά της ελευθερίας.

Μέσα στην καθημερινότητα, η ανάγκη να ξεφύγουμε από την απάθεια έφερε σε επαφή ανθρώπους οι οποίοι κουβαλούσαν την επιθυμία για δημιουργία ενός αυτοδιαχειριζόμενου χώρου με κύρια τα χαρακτηριστικά της αντιεξουσίας, αντιεραρχίας ενάντια στη λογική του κέρδους και της ιδιοτέλειας. Ένας χώρος που θα στεγάζει τις ιδέες και τις  δράσεις μας στα πλαίσια της συνολικότερης δυναμικής για την αυτονομία και την καθολική ανατροπή αυτού του συστήματος.

Η ΠΥΡΑΜΙΔΑ

Στις 20/08/07  πραγματοποιήθηκε εκδήλωση  στον Ανάπλους με προβολή της ταινία μικρού μήκους «Πυραμίδα». Η ταινία, αποτελεί ένα φιλμικό ψυχογραφικό δοκίμια στη βία και τη καταπίεση της πατριαρχικής ελληνικής οικογένειας. Η ταινία παρουσιάζει ένα συγκεκριμένο χρονικό στιγμιότυπο από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η πρώτη είναι του αυταρχικού πατέρα –αφέντη, ο οποίος εκτελεί χρέη μπάτσου, η δεύτερη είναι της καταπιεσμένης και νευρωτικής μητέρας και η τρίτη του αλλοπρόσαλλου και τοχικοεξαρτημένου γιου, ο οποίος λειτουργεί και καθοδηγητικά ως πρότυπο για το μικρό του αδελφό. Το κοινότυπο μεσημεριανό αυτής της μικροαστικής οικογένειας ολοκληρώνεται με ένα πυροβολισμό….

Μετά το τέλος της ταινίας έγινε τοποθέτηση- εισήγηση ενός από τους δημιουργούς της ταινίας (σκηνοθεσία) και ακολούθησε συζήτηση. Λόγω του κλίματος οι πιο πολλοί από τους 60 περίπου ανθρώπους που συμμετείχαν στη εκδήλωση, τοποθετήθηκαν και πήραν μέρος στη συζήτηση. Η συζήτηση κέντραρε περισσότερο στο θεσμό της οικογένειας άλλα και σε ζητήματα περί τέχνης. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε πως η οικογένεια λειτουργεί ως μόνιμος συντελεστής καταπίεσης και δυστυχίας των ατόμων, πως απότελεί επιτακτικά τη φυσική εξέλιξη των επίλογών (παραβλέποντας το συνολικότερο καταναγκασμό), ότι η «οικογενειακή θαλπωρή» στην ουσία είναι ένα πεδίο μάχης που αναπαράγει ρόλους και πρότυπα και τελικά αφού λειτουργεί βάση συγκεκριμένων δομών, παγιώνει και την επικυριαρχία και των υπόλοιπων θεσμών πάνω στη ζωή των ατόμων.

Όσο αφορά την  τέχνή αναφέρθηκέ πως η τέχνη δεν θα έπρεπε να είναι κάτι αποκομμένο από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, πως το δίπολο «δημιουργός» – «θεατής» και γενικά οι κυρίαρχες θέσεις περί «ειδικών», «ταλέντων» και «αυθεντιών»  περιορίζουν την ελεύθερη  δημιουργική έκφραση και ότι έχει μείνει από αυτήν, την μετατρέπουν σε είδος προς πώληση.

Στη συνέχεια και μετά το πέρας της συζήτησης προβλήθηκε  το Βίντεο συντρόφων «Η Πόλη», το οποίο απότελει μία σημειολογική ανάλυση της κίνησης των ανθρώπων στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο της πόλης.

Οι συντελεστές της «Πυραμίδας» επέλεξαν να συμμετάσχει το φιλμ τους στα διάφορα φεστιβάλ μικρού μήκους που διοργανώνονται από δήμους και άλλούς φορείς σε διάφορες πόλεις (Δράμα, Πάτρα, Αθήνα). Αν και η ταινία απέσπασε αρκετά βραβεία και διακρίσεις, εμείς από την πλευρά μας δεν αναγνωρίζουμε απολύτως τίποτα θετικό σε αυτού του είδους τα φεστιβάλ. Πιστεύουμε πως το μόνο που προσφέρουν είναι διαχωρισμούς, οπισθοδρομήσεις και φυσικά εμπορευματοποίηση. Αναγνωρίζουμε όμως την πρωτοφανής θέληση των συντελεστών να γίνει η πρώτη δημόσια προβολή της ταινίας σε έναν αυτοοργανωμένο χώρο και να μοιραστούμε όλοι μαζί την χαρά της δημιουργίας.

ΜΠΙΛΙ ΕΛΙΟΤ

Η ανάγνωση ενός Φιλμ: Μπίλι Έλιοτ


Η ταινία διαδραματίζεται στο επαρχιακό βρετανικό προάστιο των μέσων της δεκαετίας του 80. Ο Μπίλι Έλιοτ ζει με τον αδελφό του ,τον πατέρα του, που είναι ανθρακωρύχοι και με την γιαγιά του. Ο πατέρας στέλνει το Μπίλι σε μαθήματα μποξ , αλλά αυτός προτιμά το μπαλέτο, φέρνοντας σε ένα εικονικό ρινγκ τους δύο αιώνιους αντιπάλους: την προκατάληψη και την επιθυμία. Παράλληλα μία άγρια απεργία  ανθρακωρύχων  φουντώνει όλο και πολύ. Τελικά παρά τις αρχικές αντιδράσεις του πατέρα και του αδελφού του και με την βοήθεια μίας καθηγήτριας χορού, ο Μπιλι θα καταφέρει τελικά να κάνει πραγματικότητα το μεγάλο του όνειρό και να γίνει χορευτής.


Οι περισσότεροι που βλέπουν τη συγκεκριμένη ταινία συλλήβδην τρέχουν να την εκθειάσουν και να αναγνωρίσουν σε αυτή μόνο το κυρίαρχο στοιχείο της: αυτό της ανυποχώρητης θέλησης για αγώνα. Όμως κάποια βασικά στοιχεία παραβλέπονται:


Α) Οι περισσότερες ταινίες του ξεπουλημένου κινηματογράφου ασχολούνται πολύ συχνά με τους «δύσκολους αγώνες». Οι κοινοτυπία είναι πως πάντα αυτοί οι αγώνες δικαιώνονται. Θα θεωρούσαμε  αληθοφανή αυτόν τον Μπίλι Έλιοτ που δε θα μπορούσε να ξεπεράσει τις δυσκολίες, που τα νεύρα του θα τσακιζόταν, που τελικά ο αγώνας του θα συντρίβονταν στο οδόφραγμα της κοινωνικής νομιμότητας. Εκεί, στην αποτυχία, θα μπορούσαμε να δούμε πόσο δυνατός θα μπορούσε να είναι ο ήρωας της ταινίας. Αντ΄ αυτού τον είδαμε να κατακλύζει τα πάλκό, να εξέχει στους καλλιτεχνικούς κύκλούς, να θριαμβεύει… Ότι συμβαίνει πάντα, δηλαδή, σε όλα τα ωραία παραμύθια.


Β) Ο Μπίλι Έλιοτ δεν ξεχωρίζει σε τίποτα από τους υπόλοιπους νέους που αδιαφορούν για το τι συμβαίνει γύρω τους. Κοιτάει μόνο προς τα μέσα του. Ενώ δίπλα του μαίνεται μία άγρια απεργία, ένας πόλεμος κανονικός, ο Μπίλι είναι απορροφημένος στο κόσμο του και το χορό. Αδιαφορεί, όχι επειδή δεν καταλαβαίνει, αλλά επειδή δεν νοιάζεται. Ο μικρόκοσμος του κυριαρχεί και οι ατομικές του ανάγκες επισκιάζουν τα πάντα


Γ) Στην ταινία ο αδερφός του Μπίλι παρουσιάζεται ως τραμπούκος επειδή είναι ταξικά συνειδητοποιημένος και συμμετέχει δυναμικά σε όλες τις διαδικασίες της απεργίας και του αγώνα, νόμιμες ή μη. Στην ταινία ο αδερφός αποτελεί το κακό στοιχείο, τον χαρακτήρα που διακατέχεται από μία απροσδιόριστη αρνητικότητα.


Δ) Ο πατέρας του Μπίλι, αρχικά παρουσιάζεται ως αντιπαθητική φιγούρα, επειδή δεν καταλαβαίνει  τα καλλιτεχνικά φετίχ του γιου του. Ακολούθως γίνεται συμπαθής όταν εγκαταλείπει την απεργία και επιστρέφει στην δουλεία για να καταφέρει να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του γιου του. Ο θεσμός δηλαδή της οικογένειας προέχει και οι ανάγκες της σηματοδοτούν όλα τα άλλα…


Ε) Ο φίλος του Μπίλι, που κρυφά είναι ερωτευμένος μαζί του, παρουσιάζεται ως αστεία καρικατούρα. Ο Μπίλι, δείχνει πως  απλά τον ανέχεται και όταν του δίνει κάποια σημασία, αυτή είναι  φευγαλέα και απαξιωτική. Με το τέλος της ταινίας η γελοιοποίηση του φίλου του ολοκληρώνεται, ενώ αποτυπώνεται παράλληλα ένα διακριτικό ρατσιστικό σχόλιο.

Η ταινία «Μπίλι Έλιοτ» είναι ένα αναμάσημα από την ανάποδη, ένα ηθικοπλαστικό θέαμα με ελευθεριάζον  περιτύλιγμα. Ο Μπιλι Έλιοτ, ως άτομο,  είναι θλιβερό και κατάπτυστο.

Όπως και όλοι οι καλλιτέχνες….

Η ΕΜΠΟΡΟΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΟΥ ΣΕΞ

 

Μία βόλτα στους δρόμους μιας πόλης μας δίνει πιο πολύ την εντύπωση αποχαλινωμένης σεξουαλικότητάς παρά σεξουαλικής καταπίεσης. Κινηματογραφικές αφίσες, διαφημίσεις, προκλητικά ρούχα, εξώφυλλα περιοδικών…. Η σεξουαλικότητα φωλιάζει παντού. Γιατί; Έπαψε μήπως να υπάρχει σεξουαλική καταπίεση; Γιατί ονειρεύεται ο πεινασμένος καρβέλια; Γιατί ο φτωχός θέλει λεφτά; Επειδή δε τους φτάνει αυτό που έχουν. Γιατί ανάβει και ξελογιάζεται τόσο εύκολά ο άνθρωπος του καπιταλισμού; Επειδή ο σεξουαλισμός του είναι πολύ λίγος. Ο φαινομενικός σεξουαλικός πληθωρισμός σκεπάζει μία κατάσταση σεξουαλικής ασιτίας.

Αυτό το βλέπουμε καθαρά από το παράδειγμα της διαφήμισης: Η έκκληση στις συνειδητές και ασυνείδητές σεξουαλικές ανάγκες δεν θα μπορούσε να έχει καμία απήχηση αν οι ανάγκες αυτές ικανοποιούνταν. Το ξελόγιασμά που κάνει η διαφήμιση είναι πάντα ένα σεξουαλικό ξελόγιασμά. Το σπορ αμάξι που το κοσμούν γυναικεία πόδια απευθύνεται πιο πολύ στις αντρικές επιθυμίες για σεξουαλική ικανότητα, παρά στις ανάγκες του για ένα μεταφορικό μέσο. Τι θα γεννούσε τέτοιες επιθυμίες σεξουαλικής ικανοποίησης , αν η ικανοποίηση ήταν κάτι το αυτονόητο;

...

Η διαφήμιση μας αποκαλύπτει ένα σπουδαίο ρόλο που παίζει στην καπιταλιστική κοινωνία η φαινομενική σεξουαλική απελευθέρωση: Η σεξουαλικότητα πρέπει να απελευθερωθεί λιγουλάκι από τα δεσμά της, για να μπορέσει η βιομηχανία να την εκμεταλλευθεί. Αν είχαμε ολοκληρωτική απώθηση και απαγόρευση, κάθε ιδέα σεξουαλικής υφής θα είχε σαν αποτέλεσμα μόνο μία εσωτερική άμυνα εναντίον του. Η σεξουαλικότητα, λοιπόν, πρέπει να επιτρέπεται για να είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί  σαν εμπόρευμα. Πρέπει να επιτρέπεται τόσο, μόνο που να φτάνει για να ασχολούνται οι άνθρωποι μαζί της  και να τρέχουν από το ένα υποκατάστατο στο άλλο. Η εξουσία πάνω στους ανθρώπου μπαίνει και με τη σεξουαλική χειραγώγηση στην ιδιωτική τους ζωή, εξωθώντας τους στο να ασχολούνται συνέχεια με τι καινούργιο θα αγοράσουν και πως θα καλλωπισθούν.

Οι εταιρείες που εμπορεύονται το σεξ βοηθάνε στο να «ελευθερωθεί» η σεξουαλικότητα με τέτοιο τρόπο, που να μπορεί να κάνει κανείς μαζί της μπίζνες.  Με τη ν φαινομενική αυτή απελευθέρωση προσφέρουν στον καπιταλισμό τριπλή υπηρεσία: α) επεκτείνουν την καταναλωτική ικανότητα των ανθρώπων β) συγκαλύπτουν την καταπίεση και γ) διαδίδουν την αυταπάτη μιας ευτυχίας που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πουθενά.

Παράλληλα με αυτή την ολοφάνερη υπομόνευση του έρωτα , το μοντέρνο κύμα του σεξ εξακολουθεί να εμπεριέχει ακόμα απροκάλυπτα στοιχεία της παλιάς καταπίεσης. Ανέπαφα μένουν  ακόμα τόσο ο γάμος και η οικογένεια όσο και η αστική έννοια να μένει κανείς πιστός στο ταίρι του, από τυπολατρία και μόνο.

....

Οι κανόνες ζωής που βάζει αυτό το νέο κύμα σεξουαλικότητάς είναι καταπιεστικοί και αυταρχικοί. Καταπιεστικοί είναι γιατί υπαγορεύουν στο καθένα πως πρέπει να είναι. Οι ιδανικές τους εικόνες μας αναγκάζουν να τις συγκρίνουμε με την ζωής μας. Αυταρχικοί είναι γιατί πίσω τους κρύβεται η κανονιστική δύναμη μιας μοντέρνας αιμοβόρας κοινωνικής οργάνωσης .Όποιος δεν υποτάσσεται , θεωρείται οπισθοδρομικός και ανόητος ή απλά σεμνότυφος.

Η μαζική χειραγώγηση, που παρουσιάζεται με το μανδύα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, είναι στην πραγματικότητα απάνθρωπή: Διεγείρει τον άνθρωπό, παραμερίζοντας επιφανειακά μερικά απαγορεύω, για να του αφαιρέσει την ελπίδα προβάλλοντας του άφραστες αναπαραστάσεις, ρόλους και στερεότυπά. Από τότε που υπάρχουν περιοδικά πορνό υπάρχουν τα ψεύτικά στήθη αλλά και τα ανυπόφορα αισθήματα κατωτερότητας. Ακόμα και εκεί δηλαδή, όπου το σύστημα μας προσποιείται το φιλελεύθερο, η μοίρα του κάθε ατόμου δεν παίζει κανένα ρόλο. Η λεγόμενη «απελευθέρωση» δεν είναι τίποτε άλλο από τη γενική κατακρεούργηση της ανθρώπινης ζωής μέσα στη κοινωνία του εμπορεύματος και της αποδοτικότητας. «Ελευθερία» σημαίνει μονάχα ότι οι παλιές μορφές εξουσίας, αντικαταστάθηκαν από νέες πιο εκλεπτυσμένες…

Ντήτερ Ντουμ-1972 (παραλλαγμένο)