Είστε υπέρ ή κατά;

 

Η ΑΠΟΦΑΣΗ


Είστε υπέρ ή κατά;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι.

 

Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί, πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε.
Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή.
Παιδιά, γυναίκες, έντομα.
Βλαβερά φυτά, χαμένες ώρες, δύσκολα πάθη, χαλασμένα δόντια, μέτρια φιλμ.
Κι αυτό θα σας βασάνισε ασφαλώς.

 

Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν.
Έστω με ναι ή όχι.
Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση.


Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε τις ασχολίες σας, να διακόψτε τη ζωή σας, τις προσφιλείς εφημερίδες σας, τις συζητήσεις στο κουρείο, τις Κυριακές σας στα γήπεδα.
 

Μια λέξη μόνο.
Εμπρός λοιπόν:Είστε υπέρ ή κατά ;
Σκεφτείτε το καλά. Θα περιμένω.

 

Μ. Αναγνωστάκης

Οι αυτόχειρες

Ένα παλιό ποίημα του Γ. από τις σελίδες του Παροξυσμού ως μια μοναδική -και αμήχανη- άρθρωση δίπλα στις αυτοκτονίες και τις απόπειρες αυτοκτονίων των τελευταίων ημερών στην πόλη του Αγρινίου.

 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με συγκλόνιζαν. Στέκω με σεβασμό και αμηχανία μπροστά στη φυγή τους. Αδυνατώ να κατανοήσω τη πράξη τους. Νοιώθω μια νοσηρή περιέργεια για τις τελευταίες σκέψεις τους, τα μικρά και τα μεγάλα που τους απασχολούν πριν περάσουν στην άλλη πλευρά. Επιχειρώ να αφουγκραστώ τη λύπη και την απόγνωσή τους, την ήρεμη απελπισία τους. Επιχειρώ να ακολουθήσω ανάποδα τη διαδρομή τους: από το τέλος στην αιτία.
 
Πάντα κάτι μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με φόβιζαν. Με τρομάζει αυτό το βήμα να βρεθούν στο απέκεινα, να στρέψουν τα νώτα τους στη ζωή, να ακυρώσουν ότι εμείς θεωρούμε μεγαλείο της αλλά γι΄αυτούς αποδείχτηκε μνημειώδες σφάλμα. Καταργούν την ύπαρξή τους τόσο απλά όσο εμείς την αντέχουμε. Παλεύουνε για να βγουν κάτι που σ΄ εμάς μοιάζει απανεμιά.
 
Κάτι προφανώς μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με θύμωναν. Με εκμηδενίζει η δύναμή τους, το θάρρος -αυτό που φαίνεται θάρρος-, η γενναιότητα και η απουσία φόβου για κει που ταξιδεύουν. Αναρωτιέμαι ποιος εφιάλτης να τους στοιχειώνει. Πόσα λίγα πράγματα τους κρατούσαν στη ζωή και πάνε έτσι θαρραλέα στο άγνωστο.
 
Κάτι βεβαίως μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με αναστάτωναν. Ποιους δυσανάγνωστους ουρανούς κοίταζαν; Πόσο μαύρη ήταν η νύχτα τους; Πόσο τυραννική η μέρα τους; Πόσο ταραγμένος ο ύπνος τους; Πόσο ανυπεράσπιστα τα συναισθήματά τους; Πόσο καιρό ακόνιζαν τα όπλα της ευαισθησίας τους; Τι πάστα άνθρωποι είναι τέλος πάντων; Ατσάλινοι ή γυάλινοι;
 
Κάτι από αυτούς μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με γέμιζαν ενοχές. Σαν να φταίμε όλοι μας που δεν τους χωρέσαμε. Έχει κάτι περιφρονητικό η πράξη τους. Έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα και συμβιβασμοί. Κι όμως αυτοί ξεχωρίζουν: η θλίψη τους μεγαλύτερη από τη χαρά τους. Αναλαμβάνουν να κλείσουν λογαριασμούς αυτοί μόνοι σ΄ έναν κόσμο που πάντα κλέβει στο δούναι και λαβείν.
 
Κάτι μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με συγκλόνιζαν. Γνωστοί και άγνωστοι, όλοι φεύγουν μ΄ένα παράπονο που δεν το άκουσε κανείς, με λυγμούς που δεν παρηγόρησε κανείς. Οργιάζουν τόσο ήσυχα πίσω από τις λέξεις που διαλέγουν να πουν αντίο. Πότε ένα ευχαριστώ ,πότε ένα κατηγορώ, σπανίως τίποτα. Πάντα όργια από άλλες διαδρομές και για άλλες αιτίες πάντα. Όλοι κρυφοί συνομιλητές μιας άλλης ζωής, της ζωής που δεν βίωσαν. Άραγε υπήρχε πάντοτε αυτή η παρόρμηση; Πως χτίστηκε μέσα τους; Ποιες πληγές μάτωναν τη φιλήσυχη ή άγρια καθημερινότητά τους; Πότε αποφασίζουν να διασχίσουν τα σύνορα του ανείπωτου;
 
 
Στέκω πάντα με σεβασμό μπροστά στους αυτόχειρες. Μου είναι άγνωστοι και γίνονται οικείοι καθώς ανοίγουν τη πόρτα και βγαίνουν από τη ζωή σαν να είναι κάπου αλλού ο απώτερος σκοπός τους. Νικημένοι ή νικητές; Μυστήριο. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε θα γραφτεί ένα ωραίο κείμενο χωρίς ίχνος αλήθειας που ίσως αυτό να δώσει τη λύση του αινίγματος.
 
Γ.

Για την οικογένεια… (χρονιάρες μέρες που είναι)

 

 

 

«Αχ, μικρέ μου, ποτέ δε θα απαλλαγείς από αυτή την αίσθηση. Είσαι ένοχος! Κάθε φορά που θα βγαίνεις από το σπίτι σου, θα αισθάνεσαί πίσω σου ένα επικριτικό βλέμμα που θα σου φωνάζει να γυρίσεις! Θα τριγυρνάς στο κόσμο σαν σκύλος δεμένος μ’ ένα μακρύ λουρί! Κι ακόμα κι όταν θα’ σαι μακριά, θα αισθάνεσαι πάντα το κολάρο της οικογένειας στο λαιμό σου! (Σαρλ Μπωντλαίρ, θα έχεις φτάσει σαράντα χρονών κι ακόμα θα φοβάσαι τη μητέρα σου!)»

Μίλαν  Κούντερα, Η ζωή είναι Αλλού, 1973

 

«Αλλά αν ποτέ μπορέσω να ξαναβρώ το σθένος και τη ζέση που είχα ορισμένες φορές, θα εκτονώσω το θυμό μου με βιβλία τρομακτικά. Θα’ θελα να ξεσηκώσω εναντίων μου όλο το ανθρώπινο γένος.»

Σαρλ Μπωντλαίρ, Επιστολή στη μητέρα του,1867

21

 

Μακελεμένες δακρυγονούχες ανάσες

αγκαλιάζουν τα πνευμόνια όλων.

 

Σπρωξίδι.

 

Κάποιοι πέφτουν.

 

Αμπαλαρισμένους τους στρατίζουν στη χάψη

της σιδερόφρακτή τους κολυμβήθρας.

 

Εκεί που στοχεύουν να θάψουν ζωντανή

την εξεγερμένη φωνή.

 

Όχι να την στομώσουν παροδικά,

αλλά να την φονέψουν επαγγελματικά.

 

Να ξεμπερδέψουν μαζί της οριστικά,

στέλνοντας το μήνυμα.

 

Γιάννης

Άραξε τώρα. Πάρε τις ανάσες σου. Πέφτω εγώ στη θέση σου.

 

Ένας αναγνώστης (;) του ιστοχώρου του παροξυσμού μας έστειλε με mail 46 άτιτλα ποιήματά του λέγοντας: «Αν σας αρέσουν τα ποιηματάκια διαδώστε τα». Τον ρωτήσαμε αν μπορούμε να αρχίσουμε να τα δημοσιεύουμε στον παρόν ιστοχώρο και αν ναι, πώς να τα υπογράφουμε. Σύντομη η απάντηση του: «Με μεγάλη μου χαρά σύντροφοι. Όσο για την υπογραφή το Γιάννης αρκεί. Καλά κουράγια».

Ξεκινάμε, λοιπόν, δημοσιεύοντας ανακατεμένα τρία από τα ποιήματά του Γιάννη…

 

35

Κάθε αράδα που διαβάζεις εδώ

δεν είναι για τα μούτρα σου,

είναι για την πάρτη του.

Σ' αυτόν που κολύμπησε χωρίς μπρατσάκια

τη μοναξιά του στ' ανοιχτά.

Πολεμώντας όμως μόνος

τους έγινες ο εύκολος στόχος.

Στο τέλος,

οι νερουλόμπατσοι αυτού του κόσμου σ' απέβαλλαν

Μαγκιά σου.

Άραξε τώρα.

Πάρε τις ανάσες σου.

Πέφτω εγώ στη θέση σου.

Εξαρχής σ' αυτήν τη μάχη στην είχανε στημένη.

Αν στα μάτια τους ήσουν διαρκώς πίσω μια χεριά

στα δικά μου,είσαι ένα μήκος σώματος ζωής μπροστά.

Πια,ένα μένει στις κουφάλες

να πνίξουν το φουνταριστό μας,

το όνειρο μας.

 

29

Ματιές ξυράφια.

Ανείπωτα συναισθήματα.

Άγουρα φερσίματα

εξωραϊσμένα με μοναχικά γελάκια

κι ανέξοδη προσποίηση.

Όλα στο βωμό της συγκαλυμμένης εγωπάθειας

και του γαμημένου καθωσπρεπισμού.

 

24

Χαιρετούρες.

Φόλες ματιές.

Κάλπικα φερσίματα.

Μια τυπική ρεβεράντζα προς άγρα εντυπώσεων.

Σκατόψυχα λογύδρια,

με σωρό φιοριτούρες και ανέξοδα ταξίματα.

Οι λαοπρόβλητοι πολιτευτάδες μας,

κάθε που τανύζουν τις σκεβρωμένες ράχες τους

κρύβοντας το κετεντέδικο τους παράστημα,

ξεδιπλώνουν τη μπινέδική τους μαθητεία

στα νάματα των τσανακογλειφτών τους επικοινωνιολόγων.

Τι τον περάσατε τον κόσμο

και σβαρνίζετε αυτάρεσκα

τις καυχησιάρικες ματιές σας πάνω του

ξερνώντας γλυκερίνη?

Βγάλτε τον αγλέουρα και δείτε το καθαρά,

λακέδες είστε που τσεπώνετε μεροκάματο

στο μαγκανοπήγαδο της ψηφοθηρίας.

Τι έγινε;

 

 

 

Τι έγινε; Πόσες ώρες χρειάζονται για να γίνει μια πληροφορία γεγονός. Τόσες όσες χρειάζεται ο καθένας, για να χωρέσει το γεγονός σε κάποιο σημείο του κορμιού του. Συνήθως ενυπάρχουν μικρά, διάσπαρτα κομμάτια στο σβέρκο, στα μάτια, στην καρδιά , στα γόνατα,  στο στομάχι, ώσπου όλα μαζί συναντιούνται και συνθέτουν το γεγονός. Αργεί να ολοκληρωθεί γιατί το εμποδίζει η άρνηση ενός βαθύτερου ενστίκτου αναπροσαρμογής της πραγματικότητας. Αυτή είναι η πραγματική δυσκολία, όταν αντιμετωπίζεις κάτι που ξαφνικά αλλάζει τα δεδομένα. Μερικές φορές, όσο πιο κοντά είσαι στο να υποδεχτείς το γεγονός, τόσο πιο έντονα είναι τα σημάδια της πάλης μεταξύ του πριν και του μετά. Ξέρεις ότι, είναι απλά μια αντίδραση στη δράση, μα συμβαίνει τόσο ακούσια σαν μέρος ενός προσχεδιασμένου τελετουργικού.

 

 

   Όσο εσύ κάθεσαι σε ένα τραπέζι παρέα με έναν φίλο απολαμβάνοντας καφέ, τσιγάρο και μια συζήτηση περί ανθρωπίνων ψυχισμών και των ασχολιών τους, κάποιος χωρίς καμιά προειδοποίηση χάνει τη ζωή του. Περνάς ξυστά απ’ την πληροφορία, μα αποστρέφεις το βλέμμα σε μια προσπάθεια να μην σχηματιστεί το παραμικρό γεγονός μέσα σου.

 

 

Εξάλλου είμαστε πια τόσο εξοικειωμένοι με παρόμοιες εικόνες, που δεν χρειάζεται παρά ένα γνέσιμο δυσαρέσκειας, για να αρχειοθετήσεις ένα ακόμη άσχημο περιστατικό στο μπαφιασμένο χρονοντούλαπο. Ώσπου το γεγονός σε βρίσκει.

 

Είτε θες είτε όχι, ζητά το μερίδιο του στο σχηματισμό της νέας αλήθειας. Αδιαφορεί για το πόσο έτοιμος είσαι. Το γεγονός έχει συμβεί και δεν μπορεί να σε περιμένει.

           

  Τι έγινε; Ανέμενες να συμβεί όχι με κάποια βεβαιότητα αλλά με ένα αμυδρό ζωγραφιστό χαμόγελο φυλαγμένο για την περίσταση. Και τώρα είσαι εδώ και δεν μένει παρά αυτό το παρόν σε σχηματισμό και αέναη εξέλιξη. Κι όμως έχεις ήδη σηκώσει το επόμενο πόδι. Θυμάμαι, όσο μπορώ. Ολοένα και πιο πολύ γίνεται και ξανά γίνεται. Δεν μπορείς ποτέ να  προετοιμάζεσαι για κάτι τόσο όμορφο.

 

 Τι έγινε; Όσα γινόταν πάντα Η αλήθεια και το ψέμα. Όλα και τίποτα. Ομόκεντροι κύκλοι που μεγαλώνουν ως τον αφανισμό τους. Ζητάς βοήθεια μα πάντα κάποιος θα αργεί και κάποιος θα στέκεται σε μια σπείρα που ξεμακραίνει.

 

 

Η αλήθεια και το ψέμα, ο έρωτας και η αποξένωση, τα σημάδια του πολέμου και κάμποσο λίπος από τον καιρό της ειρήνης.

 

Παρακμάζουσες κοινωνίες σε νάρκη χειμερία, σαν λαμπιόνια τα μάτια ανοιγοκλείνουν στις επιθυμίες και σβήνουν.

 

Το πίσω μέρος του κεφαλιού μου είναι μουδιασμένο. Η σοφία δεν χαρίζεται. Πρέπει να μάθεις να υπομένεις και να επιμένεις.

 

Ποτέ  δεν θα γίνει ολοκληρωτικά/ τι χαρά.

 

Πολιτικές…

 

 

Πολιτικές



Ήταν που ήταν λιγοστό το καλόκαίρι στη έρημο,

τώρα βάλθηκαν να καταστρέψουν και τις οάσεις.


Μα τα υπολόγισάν όλα σώστα…

 

Απ΄ ότι φαίνεται δακρύζει ο χειμώνας στις ερήμους!

Ποιήμα του Α., Αγρίνιο

 


Κάποτε

Κάποτε
σφύριζα και περπατούσα ανέμελα
νομίζοντας δικούς μου
τους μεγάλους δρόμους

Έκλαιγα βέβαια κιόλας,
Όμως για ασήμαντες αιτίες,

Κι είχα μητέρα διαρκώς παρούσα
που έκρυβε το κακό:

Σφούγγισε τα δάκριά σου,
Και πήγαινε να παίξεις
Έχεις καιρό για κλάματα,
Μου έλεγε στοχαστικά
μα δεν την καταλάβαινα…

(Καλύτερα να μίλαγε ξεκάθαρα)

Νωρίς πρέπει να μαθαίνουν τα παιδιά:

Σιδερένια γροθιά κάτω
από τρυφερά σαγόνια

Ο κόσμος!

ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ

Η πόλη είναι κίτρινη. Μια πόλη φτιαγμένη από άμμο. Άμμος καυτή παντού. Ο αέρας πηχτός, ζεστός. Ράγες από τρένα, ξεχασμένα, που κάποτε κυλούσαν. Μέσα στις ράγες κείτονται ψόφια περιστέρια. Μια γρια που σέρνει ένα γαϊδούρι κουτσό. Η εικόνα της τρέμει από την καυτή ατμόσφαιρα. Μια γυναίκα έγκυος, πάνω σε μια βεράντα. Η κοιλιά της είναι διάφανη και φαίνεται το έμβρυο. Έχει δόντια, και παρακολουθεί τα πάντα με μάτια άγρια. Η γυναίκα κρατάει μια πετονιά και ψαρεύει. Κάτω από την βεράντα είναι ένας βούρκος, ένα έλος πρασινοκίτρινο. Από κει βγάζει ψάρια μεγάλα,   ίσα μ’αυτην, έχουν χέρια και πόδια και ουρλιάζουν με ανθρώπινη φωνή. Τα πετάει με δύναμη και σκάνε με πάταγο το ένα πάνω στο άλλο, στο μάρμαρο της βεράντας. Σπαρταράνε εκεί για ώρα, ώσπου δεν κινούνται πια. Το έμβρυο μέσα της, γελάει χαιρέκακα. Μια παιδική χαρά μουσείο. Ένα λούνα πάρκ μισοθαμμένο στην άμμο.

Ο κυβερνήτης της πόλης βγαίνει να μιλήσει. Ανεβαίνει σε μια εξέδρα που έγινε γι’αυτό το σκοπό. Ξανθά, θαμπά, μακριά, μαλλιά, επιβλητική φωνή, μάτια σκληρά. Στο χέρι του κρατάει ένα μαστίγιο, μακρύ, χιλιόμετρα. Με μια κίνηση του, μπορεί να πάρει το κεφάλι κάποιου, στην άλλη άκρη της πόλης. Εκθειάζει τα καλά αυτής της πόλης και φτύνει υποσχέσεις στα σκονισμένα πρόσωπα των ανθρώπων, μα κανείς δεν τολμά να φέρει αντίρρηση. Δεν τολμά να σκεφτεί καν. Διαβάζει τη σκέψη κι αλίμονο σ’ αυτόν που δεν τον συμπαθεί. Κινδυνεύουν οι πάντες από το μαστίγιο του. Ακόμα και εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να νιώσεις το μαστίγιο στο λαιμό σου.

Οι άνθρωποι σκύβουν το κεφάλι και θάβουν σε βαθιές σήραγγες της ψυχής τους κάθε αντιδραστική σκέψη κι αρνητικό συναίσθημα.

Όταν μετά από καιρό, θελήσουν να τα βρουν, δεν θα υπάρχουν πια. Έχουν χαθεί. Μαζί κι η ψυχή τους. Όμως τους αρκεί, που το κεφάλι στέκεται ακόμα στους ωμούς τους.

ΑΝΝΑ

“…”

Τα ρολόγια σημαίνουν

τις χαμένες ώρες

όμως κανείς δεν τα πιστεύει.

Στα ατελείωτα σήματα κινδύνου που έστειλα

και δεν μου έχει κανείς ανταποκριθεί.

Όμως μία μέρα

θα καταλάβω

πως έφτασα μέχρι εδώ.

Έγιναν όλα πολύ γρήγορα.

Οι φίλοι μου σκόρπισαν,

άλλοι χάθηκαν στον πόλεμο.

Οι παντρεμένοι

γερνάνε πλάι σε ανθρώπους ξένους.

Καμιά φορά τα απογεύματα

σηκώνεται αγέρας.

Χτυπούν σαν τύψεις

τα παραθυρόφυλλά.

Για ποιο ωραίο σφάλμα άραγε;

Και η παιδικότητα

ένα ουράνιο σχόλιο

στο αίνιγμα να υπάρχουμε

 

Τ. Λειβαδίτης

"…"

Τα ρολόγια σημαίνουν

τις χαμένες ώρες

όμως κανείς δεν τα πιστεύει.

Στα ατελείωτα σήματα κινδύνου που έστειλα

και δεν μου έχει κανείς ανταποκριθεί.

Όμως μία μέρα

θα καταλάβω

πως έφτασα μέχρι εδώ.

Έγιναν όλα πολύ γρήγορα.

Οι φίλοι μου σκόρπισαν,

άλλοι χάθηκαν στον πόλεμο.

Οι παντρεμένοι

γερνάνε πλάι σε ανθρώπους ξένους.

Καμιά φορά τα απογεύματα

σηκώνεται αγέρας.

Χτυπούν σαν τύψεις

τα παραθυρόφυλλά.

Για ποιο ωραίο σφάλμα άραγε;

Και η παιδικότητα

ένα ουράνιο σχόλιο

στο αίνιγμα να υπάρχουμε

 

Τ. Λειβαδίτης