Ποδολαγνεία
Από τον Αντώνη Αντωνάκο.
[ αναδημοσίευση από τον Αδέσποτο Σκύλο]
Οι μοναδικοί άνθρωποι που βρίσκονται γύρω μου και με συγκινούν είναι οι γύφτοι. Λατρεύω τη γυφτιά και το βλέμμα των γύφτων. Αυτή την υγράδα από μισοσβησμένα μονοπάτια που προσπαθεί να ιχνηλατήσει τον κόσμο. Ο αστός και ο άνθρωπος της ευκολίας δεν μπορεί να καταλάβει την ψυχή του γύφτου. Την επίγνωση τού εαυτού του έξω από κανόνες και συμπεριφορές. Η αναρχία τού γύφτου είναι ουσιαστική. Θέλει απ’ την εξουσία των νοικοκυραίων το ελάχιστο περίσσευμα. Τίποτε άλλο. Γι’ αυτό η μεγαλύτερη τέχνη του είναι η ζητιανιά. Και το πλιάτσικο. Και το εμπόριο τιμαλφών. Και πολλές φορές η κλεψιά. Ο γύφτος είναι κοινωνικός επαναστάτης, ούτε μισθωτός, ούτε έμπορος, ούτε σκλάβος, ούτε αφέντης. Έξω απ’ τις κοινωνικές νόρμες. Ο γύφτος επινοεί ιστορίες, είναι μυθομανής και ψεύτης. Περνάει τη ζωή του στο τεράστιο σπίτι της φύσης. Χωρίς εμβόλια, χωρίς πόσιμο νερό, χωρίς εκπαίδευση. Στην καρότσα ενός φορτηγού ή σ’ ένα τσαντίρι. Οι γύφτοι προσεύχονται γονατιστοί μπροστά στην παναγία μα στην πραγματικότητα λατρεύουν το φίδι που πατά με το πόδι της. Κι όταν φιλούν το σταυρό, ευχαριστούν τη βροχή που ποτίζει τη γη. Οι γύφτοι τραγουδούν και χορεύουν, ως γνήσιοι σφετεριστές του Πλατωνικού αμοραλισμού, μακριά απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της εργασίας. Ο Χίτλερ τους τίμησε και με το παραπάνω. Το ίδιο και οι συμπατριώτες μου ελληναράδες που τους φτύνουν και τους κλωτσούν, πιστεύοντας πως αυτή η φυλή με το σκούρο δέρμα και το σκοτεινό παρελθόν έχει το έγκλημα μέσα στο αίμα της. Καταραμένοι και αιώνια περιπλανώμενοι, με μοναδικό σπίτι τους το δρόμο. Τον Αύγουστο του 1944, σχεδόν τρεις χιλιάδες Τσιγγάνοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, μέσα σε μια νύχτα, έγιναν στάχτη στις αίθουσες αερίου του Άουσβιτς. Το ένα τέταρτο των Τσιγγάνων της Ευρώπης χάθηκε εκείνα τα χρόνια της βαρβαρότητας. Ποιος αλήθεια ρώτησε να μάθει γι’ αυτούς; Σε ποια ιστορία πέρασε το δικό τους ολοκαύτωμα; Ποιος έστησε έστω και ένα μνημείο γι’ αυτούς; Ποιος ζήτησε αποζημιώσεις για τα δικά τους βασανιστήρια; Και ποιος προσπαθεί να συνεχίσει το θεάρεστο έργο του Αδόλφου; Τώρα που εμείς οι ταχτοποιημένοι λευκοί ταμπουρωθήκαμε στις πατρίδες μας και στην φυλετική μας καθαρότητα αγναντεύουμε απ’ το παράθυρο του γιωταχή μέρη που έχει φιλήσει με το στόμα του ο Σατανάς. Ο Γύφτος, που πλένει τα πόδια της αγαπημένης του εκεί που θα φυτρώσει κάποτε ο ήλιος.