Για τους “γύφτους”.

 

Ποδολαγνεία

 

Από τον Αντώνη Αντωνάκο.

 

[ αναδημοσίευση από τον Αδέσποτο Σκύλο]

 

Οι μοναδικοί άνθρωποι που βρίσκονται γύρω μου και με συγκινούν είναι οι γύφτοι. Λατρεύω τη γυφτιά και το βλέμμα των γύφτων. Αυτή την υγράδα από μισοσβησμένα μονοπάτια που προσπαθεί να ιχνηλατήσει τον κόσμο. Ο αστός και ο άνθρωπος της ευκολίας δεν μπορεί να καταλάβει την ψυχή του γύφτου. Την επίγνωση τού εαυτού του έξω από κανόνες και συμπεριφορές. Η αναρχία τού γύφτου είναι ουσιαστική. Θέλει απ’ την εξουσία των νοικοκυραίων το ελάχιστο περίσσευμα. Τίποτε άλλο. Γι’ αυτό η μεγαλύτερη τέχνη του είναι η ζητιανιά. Και το πλιάτσικο. Και το εμπόριο τιμαλφών. Και πολλές φορές η κλεψιά. Ο γύφτος είναι κοινωνικός επαναστάτης, ούτε μισθωτός, ούτε έμπορος, ούτε σκλάβος, ούτε αφέντης. Έξω απ’ τις κοινωνικές νόρμες. Ο γύφτος επινοεί ιστορίες, είναι μυθομανής και ψεύτης. Περνάει τη ζωή του στο τεράστιο σπίτι της φύσης. Χωρίς εμβόλια, χωρίς πόσιμο νερό, χωρίς εκπαίδευση. Στην καρότσα ενός φορτηγού ή σ’ ένα τσαντίρι. Οι γύφτοι προσεύχονται γονατιστοί μπροστά στην παναγία μα στην πραγματικότητα λατρεύουν το φίδι που πατά με το πόδι της. Κι όταν φιλούν το σταυρό, ευχαριστούν τη βροχή που ποτίζει τη γη. Οι γύφτοι τραγουδούν και χορεύουν, ως γνήσιοι σφετεριστές του Πλατωνικού αμοραλισμού, μακριά απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της εργασίας. Ο Χίτλερ τους τίμησε και με το παραπάνω. Το ίδιο και οι συμπατριώτες μου ελληναράδες που τους φτύνουν και τους κλωτσούν, πιστεύοντας πως αυτή η φυλή με το σκούρο δέρμα και το σκοτεινό παρελθόν έχει το έγκλημα μέσα στο αίμα της. Καταραμένοι και αιώνια περιπλανώμενοι, με μοναδικό σπίτι τους το δρόμο. Τον Αύγουστο του 1944, σχεδόν τρεις χιλιάδες Τσιγγάνοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, μέσα σε μια νύχτα, έγιναν στάχτη στις αίθουσες αερίου του Άουσβιτς. Το ένα τέταρτο των Τσιγγάνων της Ευρώπης χάθηκε εκείνα τα χρόνια της βαρβαρότητας. Ποιος αλήθεια ρώτησε να μάθει γι’ αυτούς; Σε ποια ιστορία πέρασε το δικό τους ολοκαύτωμα; Ποιος έστησε έστω και ένα μνημείο γι’ αυτούς; Ποιος ζήτησε αποζημιώσεις για τα δικά τους βασανιστήρια; Και ποιος προσπαθεί να συνεχίσει το θεάρεστο έργο του Αδόλφου; Τώρα που εμείς οι ταχτοποιημένοι λευκοί ταμπουρωθήκαμε στις πατρίδες μας και στην φυλετική μας καθαρότητα αγναντεύουμε απ’ το παράθυρο του γιωταχή μέρη που έχει φιλήσει με το στόμα του ο Σατανάς. Ο Γύφτος, που πλένει τα πόδια της αγαπημένης του εκεί που θα φυτρώσει κάποτε ο ήλιος.

 

Για τον άστεγο αναρχικό ποιητή Κορνήλιο Λουλούδη.

 

K._Louloudis_1955-2014

 

Χτες 16 Αυγούστου 2014 στις 2 παρά τέταρτο το μεσημέρι βρέθηκε νεκρός στην οδό Πατριάρχου Γρηγορίου στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών ο παλιός μου φίλος και συγκρατούμενος κατά την περίοδο 1978-1981, που βρισκόμουνα στην φυλακή για πολιτικούς λόγους, Κορνήλιος Λουλούδης. Το έμαθα από την αστυνομία, η οποία βρήκε πάνω του το τηλέφωνό μου. Η αστυνομία έψαχνε για συγγενείς για να αναλάβουν την κηδεία. Μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί κανένας.

 

Ο Κορνήλιος Λουλούδης τα τελευταία πέντε χρόνια, τουλάχιστον, ήτανε άστεγος και έμενε σε κάποιο ερείπιο στα Εξάρχεια. Δεν είχε στον ήλιο μοίρα και έτρωγε από τα συσσίτια του Δήμου Αθηναίων ή από τα περισσεύματα που του έδινε μια καλή γυναίκα από ένα εστιατόριο των Εξαρχείων. Ποιος ήταν ο Λουλούδης και γιατί γράφω γι αυτόν;

 

Ο Κορνήλιος Λουλούδης ήταν ένας από τους ποινικούς κρατούμενους που μέσα στη φυλακή γνωρίστηκαν με αναρχικούς της δεκαετίας του 1970, όπως και ο σκοτωμένος από την αστυνομία το 1987 Μιχάλης Πρέκας, ο οποίος ήταν φίλος του Λουλούδη και μέσα στην φυλακή συνεργαζόντουσαν στο φτιάξιμο εργόχειρων για να βρίσκουν λεφτά για τα τσιγάρα τους και τα είδη πρώτης ανάγκης. Εγώ τον γνώρισα από έναν άλλο συγκρατούμενο μου, που ήταν μέσα για ληστεία τράπεζας με ομήρους, τον Θόδωρο Τσουβαλάκη. Ο Λουλούδης τότε ήταν 23 χρονών αλλά είχε γνωρίσει τις φυλακές και τα βασανιστήρια από πολύ μικρότερος, κατά την διάρκεια της εφτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας 1967-1974. Καταγόταν από την Καβάλα, αλλά πολύ μικρός είχε έρθει στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του και η φτώχεια τον οδήγησε στις φυλακές ανηλίκων της οδού Βουλιαγμένης. Το 1982 βρέθηκε στην ίδια φυλακή (φυλακές Πάτρας) μαζί με τον Μιχάλη Πρέκα, τον Θόδωρο Τσουβαλάκη και τον αναρχικό Θόδωρο Πισιμίση, που υπήρξε αυτός που καταδικάστηκε στην μεγαλύτερη ποινή φυλάκισης από τους καταληψίες που συλληφθήκανε κατά την εκκένωση της πρώτης κατάληψης κτιρίου από αντιεξουσιαστές που έγινε στην Αθήνα, της κατάληψης της οδού Βαλτετσίου 60 (αν δεν κάνω λάθος). Μαζί και με άλλους δύο κρατούμενους, τους οποίους είχα γνωρίσει κι εγώ, από τους οποίους ο ένας ήταν από το Ιράκ, ο Λουλούδης, ο Πισιμίσης, ο Τσουβαλάκης και οι άλλοι είχαν κατέβει σε απεργία πείνας. Ο Λουλούδης τότε ήταν ήδη πολιτικοποιημένος και είχε βρει στον αναρχισμό την μόνη κοινωνική θεωρία που δεν τον έβλεπε σαν πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Άλλωστε ήταν σκεπτόμενος άνθρωπος και όσο ήταν στην φυλακή έγραφε εκατοντάδες ποιήματα, αρκετά από τα οποία αποτελούσαν σκληρή κριτική για το κοινωνικό σύστημα. Είχε επίσης ταλέντο στο σχέδιο και γι αυτό μαζί με τα ποιήματα ζωγράφιζε και διάφορα έγχρωμα διακοσμητικά σχέδια. Ακόμα και τα γράμματα του ήταν τόσο όμορφα λες και είχαν βγει από μεσαιωνικό χειρόγραφο.

 

Το 1983, ο Λουλούδης βγήκε για μια ακόμη φορά από την φυλακή και προσπάθησε να επιβιώσει εργαζόμενος σε επαγγέλματα για πρώην φυλακισμένους. Διατήρησε όμως τις επαφές του με τον αναρχικό χώρο και κατά την δεκαετία του 1980 έβγαζε χειρόγραφα περιοδικάκια, όπως «Το κουρδοκέλι», τα οποία το φωτοτυπούσε σε πολλά αντίτυπα και το μοίραζε στα Εξάρχεια. Στον στρατό δεν υπηρέτησε γιατί όταν παρουσιάστηκε γρήγορα κατάφερε να απαλλαγεί για λόγους ψυχικής υγείας. Κάποιες φορές μπήκε στην φυλακή για μικροαδικήματα, όπως τότε που έκατσε ένα μήνα γιατί πιάστηκε χωρίς εισιτήριο και δεν πήγε να πληρώσει το πρόστιμο, όμως τον περισσότερο καιρό ήταν έξω. Όσο ήταν έξω συνέχισε να γράφει ποιήματα που τα κυκλοφορούσε με τα περιοδικάκια του. Εκτός από τα περιοδικάκια που έβγαζε, είχε γνωριστεί και με δημοσιογράφους και είχε κάνει καταγγελίες για τις συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές. Τα γραφεία της εφημερίδας «Η Αυγή» ήταν ο χώρος, όπου προτιμούσε να κινείται.

 

Δεν ήταν, όμως ο άνθρωπος που μπορούσε να στεριώσει σε μια δουλειά. Σε κάποια φάση δούλευε σαν κλητήρας στο δημαρχείο της γενέτειράς του της Καβάλας αλλά απολύθηκε όταν βρήκε την ατζέντα του Δημάρχου και γνωστοποίησε το περιεχόμενο της στους πολιτικούς του αντιπάλους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σκάνδαλο. Η ανέχεια τον οδήγησε να επιχειρήσει και μια μεγάλη ένοπλη ληστεία. Μαζί με κάποιον άλλο χτυπήσανε ένα κέντρο διανομής των Ελληνικών Ταχυδρομείων σε κάποια συνοικία του Πειραιά (1998), όμως πιαστήκανε μετά από το ανθρωποκυνηγητό που εξαπέλυσε η αστυνομία. Για αυτήν την ληστεία, πέρα από το άγριο ξύλο που έφαγε από την αστυνομία, έκατσε 7 χρόνια στην φυλακή.

 

Νομίζω από εκείνη την φυλάκιση κι έπειτα δεν ξαναμπήκε στη φυλακή. Όμως δεν ξαναδούλεψε κιόλας με συνέπεια να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του σε έσχατη ένδεια. Συνέχισε να γράφει ποιήματα και να συχνάζει σε δημοσιογραφικά γραφεία αλλά μόλις πριν λίγους μήνες καταφέραμε και βγάλαμε κάποια από αυτά σε βιβλίο με τον τίτλο «Το μαύρο κουτί της φυλακής». Έζησε αρκετά (1955-2014) για να δει τα ποιήματά του τυπωμένα. Αλλά δεν τον ενδιέφερε πια. Μήνες περάσανε μετά την εκτύπωσή τους μέχρι να τον ξαναβρώ να του τα δώσω. Ήξερε ότι ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για αυτά που αυτός θεωρούσε σημαντικά. Το έβλεπε άλλωστε από την αποτυχία των προσπαθειών μου για να κάνω γνωστό το έργο του, όπως ήταν το μπλογκ «Το μαύρο κουτί της φυλακής» που του είχα φτιάξει. Δεν έπαυε πάντως να πιστεύει στην Αναρχία. Ίσως γιατί αυτή ήταν η μόνη που τον έκανε να αισθάνεται αξιοπρέπεια, οσοδήποτε και διαφορετικός να ήταν ο τρόπος της ζωής του.

 

Ο Κορνήλιος Λουλούδης, ο άστεγος αναρχικός ποιητής έφτασε επιτέλους στην κορυφή του Γολγοθά του, που ανέβαινε μόνος του όλα αυτά τα χρόνια, όπως έχω ξαναγράψει τόσο παλιά όσο το 1987, στο βιβλίο μου «Το τρελόχαρτο». Δεν πέθανε στον σταυρό αλλά στον δρόμο, όπως πεθαίνουν οι καταραμένοι ποιητές και συγγραφείς, σαν την Κατερίνα Γώγου, τον Θέμο Κορνάρο, τον Λέοντα Τολστόι, στο παρελθόν. Όπως και η Κατερίνα, έτσι κι αυτός μπορεί να επιδίωξε έναν τέτοιο θάνατο από την ταπεινωτική μεταχείριση την οποία επιφυλάσσουν για τους αστέγους στα νοσοκομεία. Ίσως γι αυτό δεν δέχτηκε να βγάλει βιβλιάριο απορίας, όπως τον παρακαλούσα. Πέθανε μόνος του, όπως ήθελε να μένει πάντα, εξαιτίας της αξιοπρέπειας του που τον εμπόδιζε να συνδέει την ζωή του με τις ζωές των άλλων. Στο πρόσωπό του η ελληνική κοινωνία απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι, αν δεν έχει κάποιος λεφτά, αυτός δεν έχει γι αυτήν μεγαλύτερη αξία από ένα αδέσποτο σκυλί. Και για μένα προσωπικά, η ζωή του αστέγου που έζησε ο Λουλούδης και ο θάνατός του στο δρόμο, απόδειξαν πόσο ελάχιστα πράγματα μπόρεσα να κάνω από αυτά που έλεγα στον Λουλούδη για να ελπίσει στην Αναρχία, όταν ήμασταν νέοι, στις πάλαι ποτέ φυλακές της Αίγινας.

 

Φίλιππας Κυρίτσης

 
Κοιμάμαι σαν ασβός…
 

Λόγω του ότι

το ποινικό μου μητρώο

είναι βεβαρυμένο

και χρώματος σκούρο, γκρίζο,

μαύρο, κατάμαυρο,

η πολιτεία, το ελληνικό κράτος,

μ' έχει αποκλείσει

από το κοινωνικό γίγνεσθαι

από το "υγιές κοινωνικό σύνολο"!

 

Κοιμάμαι σαν ασβός,

νυφίτσα, σαν κουνάβι,

τυφλοπόντικας μέσα σε χόρτα

με χαρτόνια και φελιζόλ,

ψάχνω σκουπιδοτενεκέδες

κάτι να βρω να φάω,

κάθε ξημέρωμα

καινούργιος εφιάλτης,

το μέλλον μου

χωρίς κοντάρι άλτης!

 

 
Louloudis
 

I come and stand at every door…

 

Ποίημα του Ναζιμ Χικμετ στα τούρκικα, αγγλικά και ελληνικά, που αναφέρεται στην ασύλληπτη καταστροφική ενεργεία που εκλύθηκε από την βόμβα στην Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου του 1945, ώρα 8:15 το πρωί…

 

 

I COME AND STAND AT EVERY DOOR

I come and stand at every door
but no-one hears my silent tread
I knock and yet remain unseen
for I am dead, for I am dead

 

I’m only seven although I’ve died
in Hiroshima long ago
I’m seven now as I was then
when children die they do not grow

 

My hair was scorched by swirling flame
my eyes grew dim, my eyes grew blind
Death came and turned my bones to dust
and that was scattered by the wind

 

I need no fruit, I need no rice
I need no sweet, nor even bread
I ask for nothing for myself
for I am dead, for I am dead

 

All that I ask is that for peace
you fight today, you fight today
so that the children of this world
may live and grow, and laugh and play

 

 

 

Η απόδοση στα Ελληνικά:

Έρχομαι και στέκομαι έξω από κάθε πόρτα,
Αλλά κανείς δεν ακούει τα αθόρυβα βήματά μου,

Κτυπώ αλλά εξακολουθώ να είμαι αθώρητη,
Επειδή είμαι πεθαμένη, επειδή είμαι πεθαμένη.

 

Είμαι μόλις επτά χρονώ μολονότι έχω πεθάνει,

Στη Χιροσίμα εδώ και πολύ καιρό,

Είμαι και τώρα επτά χρονώ όπως και τότε,
επειδή τα παιδιά που πεθαίνουν, δεν μεγαλώνουν.

 

Τα μαλλιά μου καήκαν από ανεμοστρόβιλο φωτιάς,

Τα μάτια μου θαμπώσανε κι έχασα το φως,

Ο θάνατος ήρθε και μετάτρεψε τα κόκκαλα μου σε στάχτη,

Που σκορπίστηκε από τον αέρα.

 

Δεν χρειάζομαι φρούτα, δεν θέλω ρύζι,
Δεν έχω ανάγκη από γλυκά, ούτε κι από ψωμί,

Δεν ζητώ τίποτα για μένα,

Επειδή είμαι νεκρή, επειδή είμαι νεκρή.

 

Αυτό που ζητώ είναι για την ειρήνη,

Να πολεμήσετε σήμερα, να πολεμήσετε σήμερα,
Έτσι που τα παιδιά αυτού του κόσμου,

Να μπορούν να ζουν, να μεγαλώνουν, να γελούν και να παίζουν

 

 

 Kız Çocuğu

Kapıları çalan benim
kapıları birer birer.
Gözünüze görünemem
göze görünmez ölüler.

 

Hiroşima’da öleli
oluyor bir on yıl kadar.
Yedi yaşında bir kızım,
büyümez ölü çocuklar.

 

Saçlarım tutuştu önce,
gözlerim yandı kavruldu.
Bir avuç kül oluverdim,
külüm havaya savruldu.

 

Benim sizden kendim için
hiçbir şey istediğim yok.
Şeker bile yiyemez ki
şâat gibi yanan çocuk.

 

Çalıyorum kapınızı,
teyze, amca, bir imza ver.
Çocuklar öldürülmesin,
şeker de yiyebilsinler

Δημοσιεύτηκε από Αναρχία και Ζωή

ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ.

 

Η πόλη είναι κίτρινη. Μια πόλη φτιαγμένη από άμμο. Άμμος καυτή παντού. Ο αέρας πηχτός, ζεστός. Ράγες από τρένα, ξεχασμένα, που κάποτε κυλούσαν. Μέσα στις ράγες κείτονται ψόφια περιστέρια. Μια γρια που σέρνει ένα γαϊδούρι κουτσό. Η εικόνα της τρέμει από την καυτή ατμόσφαιρα. Μια γυναίκα έγκυος, πάνω σε μια βεράντα. Η κοιλιά της είναι διάφανη και φαίνεται το έμβρυο. Έχει δόντια, και παρακολουθεί τα πάντα με μάτια άγρια. Η γυναίκα κρατάει μια πετονιά και ψαρεύει. Κάτω από την βεράντα είναι ένας βούρκος, ένα έλος πρασινοκίτρινο. Από κει βγάζει ψάρια μεγάλα,   ίσα μ’αυτην, έχουν χέρια και πόδια και ουρλιάζουν με ανθρώπινη φωνή. Τα πετάει με δύναμη και σκάνε με πάταγο το ένα πάνω στο άλλο, στο μάρμαρο της βεράντας. Σπαρταράνε εκεί για ώρα, ώσπου δεν κινούνται πια. Το έμβρυο μέσα της, γελάει χαιρέκακα. Μια παιδική χαρά μουσείο. Ένα λούνα πάρκ μισοθαμμένο στην άμμο.

 

Ο κυβερνήτης της πόλης βγαίνει να μιλήσει. Ανεβαίνει σε μια εξέδρα που έγινε γι’αυτό το σκοπό. Ξανθά, θαμπά, μακριά, μαλλιά, επιβλητική φωνή, μάτια σκληρά. Στο χέρι του κρατάει ένα μαστίγιο, μακρύ, χιλιόμετρα. Με μια κίνηση του, μπορεί να πάρει το κεφάλι κάποιου, στην άλλη άκρη της πόλης. Εκθειάζει τα καλά αυτής της πόλης και φτύνει υποσχέσεις στα σκονισμένα πρόσωπα των ανθρώπων, μα κανείς δεν τολμά να φέρει αντίρρηση. Δεν τολμά να σκεφτεί καν. Διαβάζει τη σκέψη κι αλίμονο σ’ αυτόν που δεν τον συμπαθεί. Κινδυνεύουν οι πάντες από το μαστίγιο του. Ακόμα και εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να νιώσεις το μαστίγιο στο λαιμό σου.

 

Οι άνθρωποι σκύβουν το κεφάλι και θάβουν σε βαθιές σήραγγες της ψυχής τους κάθε αντιδραστική σκέψη κι αρνητικό συναίσθημα.

 

Όταν μετά από καιρό, θελήσουν να τα βρουν, δεν θα υπάρχουν πια. Έχουν χαθεί. Μαζί κι η ψυχή τους. Όμως τους αρκεί, που το κεφάλι στέκεται ακόμα στους ωμούς τους.   

A.

Marvel (7)

 

ΚΑΠΟΙΑ ΜΕΡΑ…

 
Κάποια μέρα θα γίνω χαμαιλέοντας.
 
Κάποια μέρα τα χρώματα των ρούχων μου
θα δίνουν τη χροιά των αισθημάτων μου.
 
Λευκό, όταν η αγνότητα μου με γυμνώνει.
Κίτρινο, όταν το μίσος μου φτάνει στα όρια του.
Κόκκινο, όταν το αίμα μου είναι πιο ορμητικό από τις επιθυμίες μου.
Μαύρο, όταν η μοναξιά μου είναι πιο κρύα από το θάνατο.
 
Και άλλες μέρες, με μωβ, πράσινο, μπορντό, μπλε, το καθένα στη μοναξιά του και το καθένα σε συνδυασμό με τα άλλα, σαν ένα τεράστιο παγώνι, σαν ένας κλόουν για να διασκεδάζουν οι περαστικοί.
 
Κάποια μέρα θα γίνω αηδόνι.
 
Κάποια μέρα θα γίνω κοράκι.
 
Κάποια μέρα θα εκφράζω τα αισθήματα μου με νότες.
 
Κάποια μέρα θα εκφράζω τα αισθήματα μου κραυγές.
 
Ντο αγνότητας, λα μίσους, φα ορμής, μι μοναξιάς.
 
Και άλλες μέρες, με ρε, σολ, σι με υφέσεις και διέσεις,
η κάθε μέρα στη μοναξιά της και η κάθε μια σε συνδυασμό με τις άλλες, 
σαν ένα τεράστιο πεντάγραμμο, στο οποίο οι νότες τις έχει τοποθετήσει ένα μικρό παιδί,
σαν ένα ζητιάνο με ακορντεόν που χλευάζουν οι περαστικοί για την ασυνέχεια της μουσικής του.
 

Κραχ

%

 

Ένας τόπος γίνεται κομμάτια

και όλοι προσπαθούν να υπολογίσουν

την νέα τάξη.

 

Μονάχα η μνήμη της καρδιάς

που αγάπησε

δεν θα μπορέσει ποτέ

να αποσιωπήσει τον πόνο.

 

Μέχρι ο πόνος αυτός

να διεκδικήσει αναπόφευκτα

το μερίδιο του.

enaetsi.wordpress.com

Το Δώρο

 

Θαρρώντας πως αυτή ήταν ένα δώρο

άρχισαν νωρίς – νωρίς να την καλλωπίζουν.

 

Της γυάλισαν το χαμόγελο

της χαμήλωσαν τα μάτια

την έκαναν να ‘χει  τ’ αυτιά της στο τηλέφωνο.

Της σγούρυναν τα μαλλιά και της ίσιωσαν τα δόντια.

Της δίδαξαν να θάβει τις επιθυμίες της.

Της γλύκαναν τη φωνή και την ανάγκασαν κόβοντάς της

τα φτερά να λέει πάντα «ναι».

 

«Αυτό το κουτί έχει το όνομα μου επάνω»,

είπε ο άνδρας, «είναι για μένα».

 

Κανείς δεν ξαφνιάστηκε.

 

Όσο  αυτοί αντάλλασαν φιλιά

και ‘κάναν τα στραβά μάτια,

αυτός το πήρε σπίτι του.

Το έβαλε ψηλά σ’ ένα τραπέζι,

 απ’ όπου οι φίλοι του μπορούσαν να το περιεργαστούν.

«Χόρεψε, χόρεψε πιο γρήγορα», της έλεγαν.

Ο άνδρας βυθίστηκε μέσα της

και χάραξε την στάμπα του πιο βαθιά.

 

Αργότερα,

την έβαλε σ’ ένα χειρουργικό κρεβάτι,

λέγοντας «σπρώξε, σπρώξε πιο δυνατά»,

λέγοντάς της

«αυτό ακριβώς που ήθελα, μου έκανες ένα γιο».

 

Carole Oles, Το Δώρο

Βραχωρίτικο*

 

Μάνα μου, βραχωρίτισσα, με το λερό φουστάνι

το κόκκινο, που τόκανε σταχτύ σαν καταχνιά

η μαύρη κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,

όλα της τα φαρμάκωσες, μεδούλι και καρδιά…

 

Μάνα μου, καπνοφύτισσα, του Ζαπαντιού δουλεύτρα,

στο φύτεμα, στο σκάλισμα πρώτη στην αργατιά,

σ' άρπαξεν ο πατέρας μου παιδούλα καρδιοκλέφτρα

και σε κλειδωμαντάλωσε στην πιο βαρειά σκλαβιά.

 

Μέσα στην καπνοθάλασσα πνίγηκε ο έρωτάς σας

κι ο γάμος σας δεν σούδωσε καμιά ξαποστασιά.

Γεύτηκες πίκρες και καΰμούς κι απ' τη σκληρή δουλειά σας

πλούτισαν έμποροι τρανοί γεμάτοι αναλγησιά.

 

Τη ζήση σου όλη πέρασες μέσα στα καπνοτόπια,

αγέλαστη κι ακούραστη, χωρίς καμιά χαρά.

τ' άγια σου χέρια τ' άπλωνες, γύρα σ' όλα τα τόπια,

φρουρός, προστάτης της σοδειάς. Μάνα σ' όλα μπροστά,

 

στο μάζεμα, στ' αρμάθιασμα, στο γύρισμα στη λιάστρα

και για βαντάκιασμα θαμπά σαν έπεφτε δροσιά.

Στο πάστρεμα, στο ζύμωμα, στο φούρνο και στη γάστρα

χρόνια και χρόνια δούλεψη χωρίς ανάσα μια.

 

Και τα παιδιά, που ερχόντανε τόνα κοντά από τάλλο

– κι όλο κορίτσια, ανάθεμα, που θέλανε προικιά –

κι οι θέρμες κι οι αναβροχές κι άλλο κακό μεγάλο

κι απ' το χαλάζι πιο τρανό, η μαύρη απουλησιά.

 

Και του πατέρα η αναμελιά και των παιδιών τα βίτσια,

οι πόλεμοι κι ο θάνατος κι η μαύρη κατοχή,

οι φυλακές, οι τράπεζες, οι φόροι, τα κορίτσια,

σε σένα πάνου σπάγανε, ατράνταχτη ψυχή…

 

Με το φαρμάκι στην καρδιά και με το βαχ στο στόμα,

 τα ολανθισμένα νιάτα σου ρέψανε στη δουλειά.

 Μεσ στο χωράφι γέρασες και πολεμάς ακόμα,

 ως τη στερνή σου την πνοή, να ζήσει η φαμελιά.

 

Μάνα μου, αρχόντισσα χλωμή του μόχτου και του πόνου,

δαχτυλιδάκια γαλανά κι ονείρατα γλυκά,

τα δάκρυα σου γίνουνται κι ο ιδρώς όλου του χρόνου

δίχως για σένα διάφορο να μένει στα στερνά.

 

Μάνα μου, βραχωρίτισσα, ο μόχτος ο δικός σου

χαρίζει τέτοιαν ευωδιά περίσσεια στο φυτό,

που γίνεται στο κάπνισμα – το δάκρυ το πικρό σου –

παρηγοριά και δύναμη κι ελπίδα στο φτωχό.

 

Μάνα μου, καπνοφύτισσα, το κλαρωτό φουστάνι

κατάμαυρο σου τόβαψε, μουντό σαν καταχνιά,

η πικρή κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,

όλα της τα φαρμάκωσες ζήση, ψυχή, καρδιά…

 

* To Αγρίνιο λεγόνταν παλια και Βραχώρι.

 

Το ποιήμα είναι του Πάνου Χατζόπουλου από την συλλογή "Αιτωλικά", Αθήνα 1967. Ο Πάνος Γ. Χατζόπουλος, ανιψιός του ποιητή Κων/νου Χατζόπουλου, γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1919 και πέθανε στην Αθήνα το 1976.

μαγνητισμοί

 

Η Επαρχία, η πόλη που μένω,

είναι θλιβερή.

Θα την ήθελα λίγο πιο μελαγχολική,

έστω καταθλιπτική.

Και κάθε φορά

που προσεγγίζω τον κόσμο

ένα βήμα εγώ

δυο αυτός πίσω.

Παράξενο;

Αλλά την βρήκα την απάντηση!

Περικλείομαι

από αντίστροφο μαγνητικό πεδίο.

Και ο κόσμος φορά πανοπλία!

ΧΑ ΧΑ!

Και τόσο καιρό μου διέφευγε!

 

Για την οικογένεια… (χρονιάρες μέρες που είναι)

 

 

 

«Αχ, μικρέ μου, ποτέ δε θα απαλλαγείς από αυτή την αίσθηση. Είσαι ένοχος! Κάθε φορά που θα βγαίνεις από το σπίτι σου, θα αισθάνεσαί πίσω σου ένα επικριτικό βλέμμα που θα σου φωνάζει να γυρίσεις! Θα τριγυρνάς στο κόσμο σαν σκύλος δεμένος μ’ ένα μακρύ λουρί! Κι ακόμα κι όταν θα’ σαι μακριά, θα αισθάνεσαι πάντα το κολάρο της οικογένειας στο λαιμό σου! (Σαρλ Μπωντλαίρ, θα έχεις φτάσει σαράντα χρονών κι ακόμα θα φοβάσαι τη μητέρα σου!)»

Μίλαν  Κούντερα, Η ζωή είναι Αλλού, 1973

 

«Αλλά αν ποτέ μπορέσω να ξαναβρώ το σθένος και τη ζέση που είχα ορισμένες φορές, θα εκτονώσω το θυμό μου με βιβλία τρομακτικά. Θα’ θελα να ξεσηκώσω εναντίων μου όλο το ανθρώπινο γένος».

Σαρλ Μπωντλαίρ, Επιστολή στη μητέρα του,1867

Θα κλείσω το παράθυρο

 

ir

 

Τον κρατούσε όλο το βράδυ αγκαλιά. Μην τυχόν κινηθεί και τον ξυπνήσει. Να ξεκουραστεί εκεί. Να μην περάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο μακριά της. Να τον κρατήσει λίγο ακόμα. Να μην ακούει τους χτύπους του ρολογιού. Να τον ακούσει να αναπνέει. Να τον χαϊδέψει απαλά κάτω από τη μπλούζα. Να τον ησυχάσει. Να του ψιθυρίσει ένα όνειρο. Να του μιλήσει σιγανά για ένα παιδί. Να ακούει την καρδιά του. Να κολυμπάνε σε βαθιά θάλασσα. Να μην φτάνουν οι ήχοι του δρόμου και οι σειρήνες. Να μην ακουμπάνε τα δάχτυλα τους στο έδαφος. Να βουτάνε με μια ανάσα. Να μην ακούνε τις φωνές. Να μην αλυχτάνε τα σκυλιά. Να σταματήσει η νύχτα. Να μην ακούει τις σκέψεις της. Να μη φοβάται άλλο. Να περάσει τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά της. Να την αγγίξει τυχαία. Να ακουμπά το κεφάλι του στο στήθος της. Να μην τον ξαναδεί να αγωνιά για κανέναν. Να τον βλέπει να χαμογελάει. Να δει τη σκιά του στην πόρτα. Να του ζεστάνει τα χέρια. Να του σιδερώσει το πουκάμισο. Να του φιλήσει τα χείλια. Να περάσει τα δαχτυλά της από το λακάκι στο λαιμό του. Να την κρατήσει απ’τη μέση. Να νιώσει την ανάσα του στο προσωπό της. Να του πει ένα μυστικό. Να τσακωθούνε για ψήλου πήδημα. Να της κρατήσει μούτρα. Να του τηλεφωνήσει ντροπαλά. Να πάνε στη συναυλία.  Να τον νιώσει δίπλα της. Να πιούνε κρασί. Να γελά ζαλισμένη. Να κοιμηθεί μεθυσμένος. Να μην ξημερώσει η επόμενη μέρα. Να μην υπάρχει σκοτάδι. Να μην φύγει. Να σταματήσει τον χρόνο. Να τον κλείσει στα χέρια της. Να γίνουν τα χέρια της τοίχος. Να γίνει το κορμί της ασπίδα. Να γίνει το κορμί της φωτιά. Να γίνει ύαινα. Να τους καταπιεί. Να μην τον δούνε. Να μην τον ξέρουν. Να μην τολμήσουν. Να μην τον πλησιάσει κανείς.

 

Τον κρατούσε όλο το βράδυ αγκαλιά. Στο πεζοδρόμιο. Ακίνητη. Μην της τον πάρουν.

 

http://jaquou.wordpress.com/