Αναδημοσίευση απο "Άνθος του Κακού"
Ώστε ο Άιχμαν έκανε το καθήκον του, όπως είπε πολλές φορές στο δικαστήριο· υπάκουε όχι απλώς σε διαταγές αλλά στο νόμο του κράτους, εκτός απ’ το να εκτελεί αυτά που θεωρούσε «καθήκοντα ενός νομοταγούς πολίτη», είχε ενεργήσει και σύμφωνα με διαταγές ανωτέρων του.
Το παραπάνω απόσπασμα αναφέρεται στον υπεύθυνο εξόντωσης χιλιάδων εβραίων στη ναζιστική Γερμανία, τον Άιχμαν. Ο Άιχμαν ήταν ένας στυγνός δολοφόνος, ταυτόχρονα ήταν απλά ένας δημόσιος υπάλληλος που συμμετείχε, ως ένα ακόμα γρανάζι, σ’ ένα από τα τελειότερα εγκλήματα όλων των εποχών. Για να στηθεί ένα τέλειο έγκλημα χρειάζεται είτε ο δολοφόνος να είναι ένας ανώνυμος μηχανισμός ή το θύμα να είναι ένα άτομο το οποίο ουσιαστικά δεν υπάρχει. Τα τελειότερα εγκλήματα τα καταστρώνει πάντα ο κρατικός μηχανισμός, διότι ο εγκληματίας είναι γενικά απρόσωπος ενώ ταυτόχρονα έχει χίλια πρόσωπα· ο Άιχμαν είναι πλέον μια ιστορική φιγούρα που συμβολίζει τον σαδισμό μιας εγκληματικής δράσης η οποία προκύπτει μέσα από την αδράνεια της συνείδησης απέναντι στις εντολές θανάτου που έρχονται από μια αόριστη αρχή, την εξουσία. Ο Γιώργος, ο Γιάννης, ο Πέτρος είναι λιμενικοί, σίγουρα δεν ιστορικές φιγούρες αλλά επίσης σίγουρα είναι στυγνοί δολοφόνοι και εγκληματίες, ταυτόχρονα είναι και απλοί δημόσιοι υπάλληλοι. Το βράδυ της Δευτέρας γύρισαν στο σπίτι εξουθενωμένοι να παίξουν με τα παιδιά τους, να φάνε ένα πιάτο ζεστό φαί. Η δολοφονία που διέπραξαν πριν λίγες ώρες δεν είναι δολοφονία, αν και εξ’ αιτίας της δράσης τους σκοτώθηκαν μια ντουζίνα παιδάκια με τις μανάδες τους. Το κράτος και ο μηχανισμός του όχι μόνο δεν θα ζητήσουν εξηγήσεις αλλά θα καλύψουν τα γρανάζια που εκτελούν τις δολοφονικές προσταγές. Ταυτόχρονα τα θύματα δεν υπάρχουν, κι αν δεν στράβωνε τελευταία στιγμή η «δουλειά», το μεροκάματο θα ‘βγαινε καθαρό. Μια λιτή ανακοίνωση περί ναυαγίου όπου δεν διασώθηκε κανείς θα μετέτρεπε τη δολοφονία σε «ανθρωπιστική» τραγωδία, όλα θα ήταν περίφημα. Ποιός θα αμφισβητήσει το ίδιο το κράτος; Οι Γερμανοί κάποτε σαν τέλειωσε ο πόλεμος έμαθαν να λένε: βλέπαμε τον καπνό αλλά δεν μπορούσαμε να υποψιαστούμε τι είναι.
Αυτή την ανοησία αναμασούσε κάποιος ολιγόνους. Ήταν καταφανώς ψέμματα· όλοι ήξεραν. Οι πιο έξυπνοι σκαρφίστηκαν το εξής: μα ήταν κρατική πολιτική, τι μπορούσαμε να κάνουμε εμείς; Σήμερα, στην Ελλάδα κάποιοι πανηγυρίζουν για την μαζική δολοφονία, είναι οι φασίστες. Οι περισσότεροι κάνουν πως αγνοούν, είναι οι δεξιοί δημοκράτες. Κάποιοι κατασκευάζουν το άλλοθι των δολοφόνων μιλώντας για μεταναστευτικό πρόβλημα, είναι οι σοσιαλδημοκράτες και οι ρεφορμιστές, όμως όλοι γνωρίζουν. Ακόμη και οι χρυσαυγίτες πιστεύουν την αφήγηση των προσφύγων, απλά επικροτούν την πράξη των δολοφόνων. Όλοι ξέρουν ότι υπάρχουν στρατόπεδα συγκέντρωσης σήμερα στην Ελλάδα, είναι η προίκα της δημοκρατίας στον φυσικό της διάδοχο σε περιόδους «ανωμαλίας», στον φασισμό. Στο ίδιο βιβλίο της Άρεντ απ’ όπου και το αρχικό απόσπασμα, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, καταγράφονται τα τρία στάδια που εμπνεύστηκαν οι ναζί για τη λύση του εβραϊκού προβλήματος. Το πρώτο στάδιο ήταν η απέλαση, το δεύτερο η συγκέντρωση και το τρίτο η θανάτωση. Είναι προφανές ότι επίκληση όχι -ίσως- στο κάδρο του Χίτλερ αλλά στην «διαχείριση ανθρώπινων πόρων» που θεμελίωσε, δεν κάνει μόνο η Χ.Α. αλλά και η κυβέρνηση Σαμαρά. Η σύγκλιση πλέον του ναζισμού με την καπιταλιστική δημοκρατία δεν έγκειται σε κάτι άλλο πέρα από το πρόταγμα του φόνου. Το καινοφανές, βέβαια, που εισήγαγε η ναζιστική Γερμανία δεν ήταν τα μαζικά εγκλήματα κατά ανθρώπων και ο εγκλεισμός τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αυτά είχαν ήδη υπάρξει με τα γνωστά εγκληματικά αποτελέσματα από τις δημοκρατικές δυνάμεις, με προεξάρχουσα κυρίως τη Μ. Βρετανία στην Αφρική κατά τη διάρκεια των πολέμων των Μπόερς, όπου κλείστηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης το σύνολο του άμαχου πληθυσμού. Τα θύματα αυτά όμως εξαιρούνταν από το σύστημα διευθέτησης προβλημάτων της Ευρώπης, ζούσαν στις αποικίες, όπου όλα είναι δυνατά. Οι ναζί αυτή τη συνθήκη ανέτρεψαν μεταφέροντας το έγκλημα από την περιφέρεια και τις αποικίες στο κέντρο της Ευρώπης. Τον ίδιο ρόλο έχει η Χρυσή Αυγή σε σχέση με την δημοκρατική κυβέρνηση, όσο η τελευταία θα δολοφονεί μαζικά πρόσφυγες και μετανάστες στα σύνορα, οι νεοναζί θα μεταφέρουν τον πόλεμο και τις δολοφονίες στο κέντρο της μητρόπολης, προσπερνώντας τα πρώτα δύο χρονοβόρα στάδια της απέλασης και της συγκέντρωσης. Εάν το παράδειγμα του «ξένιου Δία» δεν ήταν αρκετά πειστικό τα μαχαίρια των ναζί αποτελούν μια πιο άμεση «λύση». Η επανεμφάνιση τους άλλωστε στο Κερατσίνι με την συνοδεία της αστυνομίας για να επιτεθούν στο «Ρεσάλτο», δείχνει ότι το κράτος ποτέ δεν θα παρατήσει το παρακράτος απροστάτευτο στο έλεος των αντιστεκομένων. Η μαζική δολοφονία που διέπραξε το ελληνικό κράτος, η οποία τελέστηκε υπό τις παροτρύνσεις της ελληνικής κυβέρνησης και την συναίνεση των ευρωπαίων εταίρων επιβεβαιώνει εκείνη την «απειλή» βουλευτού της Ν.Δ. προς τους ναζί βουλευτές, ότι «κουμάντο εδώ κάνουμε εμείς». Το σχόλιο αυτό πέρα από την αποδόμηση του σκεπτικού που εξέφραζαν τότε οι ναζί το οποίο εμπερικλείεται στην λαϊκή ρήση «έμαθα και μαστορεύω και γαμώ το μάστορή μου», καταδεικνύει πλέον κάτι πολύ βαθύτερο και πιο ουσιαστικό προς όλους: οι ναζί είναι χρήσιμοι για το ελληνικό κράτος όσο κρατούν τα ελάχιστα προσχήματα, π.χ. να δολοφονούν κυρίως μετανάστες, όμως το κράτος είναι το παν, καθότι συν τοις άλλοις είναι εξαιρετικά πιο αποτελεσματικό. Πόσα χρόνια θα χρειάζονταν οι ναζί για να ξεκοιλιάσουν καμιά ντουζίνα παιδάκια και τις μανάδες τους; Ίσως όχι τόσα πολλά όσο φανταζόμασταν εάν αναλογιστούμε ότι ένα εκφασισμένο τμήμα της κοινωνίας έχει πείσει τον εαυτό του ότι ο καπνός των σύγχρονων Άουσβιτς είναι από καραμελωμένα κουλουράκια, ή ότι «τα μπουρίνια είναι συνηθισμένο φαινόμενο το Γενάρη στο Αιγαίο». Ίσως πολλά περισσότερα χρόνια θα χρειαζόντουσαν, κι ίσως δεν τα κατάφερναν ποτέ εάν αναλογιστούμε ότι οι μαχόμενοι άνθρωποι, οι αντιφασίστες σ’ όλη την Ελλάδα με όλους τους τρόπους φροντίζουν επιμελώς να κόβουν τα χέρια των δολοφόνων από τη ρίζα. Όπως και να ‘χει το ελληνικό κράτος χρειάστηκε κανα δίωρο, μερικούς ναζί καμουφλαρισμένους με στολή δημόσιου υπαλλήλου και μια γρήγορη βάρκα, μπόλικη κοινωνική συναίνεση και μια εντολή σιωπητηρίου στο βόθρο των ΜΜΕ.
Μια υποσημείωση, αν και οι οριενταλιστικές προσεγγίσεις δεν είναι χρήσιμες συνήθως, ή ακόμη είναι και αντιδραστικές, εδώ θα κάνουμε μια παρέκβαση. Για την σχέση Ιταλών-Ελλήνων λένε συχνά una faccia una razza, παρόλα αυτά οι Ιταλοί είναι επίσης γνωστοί ως μεγάλοι απατεώνες, προφανώς εκεί έγκειται και η μέρα κροκοδείλου ή αλλιώς η μέρα εθνικού πένθους που κήρυξαν οι εκεί δολοφόνοι για να «τιμήσουν» τους δολοφονημένους της Λαμπεντούζα. Εδώ ο κυνισμός των Βαλκανίων δεν επέτρεψε τέτοια φληναφήματα, -και καλύτερα εδώ που τα λέμε, γιατί η υποκρισία αποπροσανατολίζει- δεν υπάρχει λοιπόν χρόνος για θρήνο στα νότια βαλκάνια, η κυβέρνηση αρχίζει τις απελάσεις των «παρανόμων», κάποιοι πανηγυρίζουν, προφανώς πιστεύουν ότι τώρα πια τα πνιγμένα παιδάκια δεν θα φαν τη δουλειά των δικών τους παιδιών στις νέες θέσεις εργασίας που ανοίγει η κυβέρνηση στις γωνιές των δρόμων και γύρω απ’ τα φανάρια. Κάποιοι άλλοι δε βλέπουν το λόγο να θρηνήσουν, η καθημερινότητά τους δεν τέμνεται με μια μαζική δολοφονία κι ας μαθαίνουν για καθημερινούς ανομολόγητους φόνους μέσα στα μικροαστικά σπιτάκια που καταρρέουν. Και κάποιοι, τέλος με την σοφία του ραγιά δε θρηνούν, περιμένουν καρτερικά τους επόμενους, τους επόμενους νεκρούς, το επόμενο φορτίο που θα παραλάβει ο Γιώργος, ο Γιάννης, ο Πέτρος για να κάνουν την κουραστική δουλειά τους. Κι όταν καταφέρουν θα βυθίσουν το φορτίο δίχως ίχνη, θα ξεφυσήσουν…«το μεροκάματο να βγαίνει».
Σε μας μένει να βάλουμε σε τούτο τον κόσμο φωτιά.