Καιρός να εφεύρουμε νέα «χαγιάτια»…

 

 

 

 

«…Αχ! Αυτό το πατόφυλλο!

Πόσο σκύψιμο, πόσο γδάρσιμο απ’ το χώμα!

Κι ύστερα το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο χέρι. Είχε μια έντονη μυρωδιά το πρωί με τη δροσιά αυτό το πικρό λουλούδι του καπνού, που έφερνε ναυτία σε εμάς τα παιδιά.»

(Απόσπασμα από εργασία μαθητών του Γενικού Λυκείου της Κατούνας Αγρινίου, δημοσιευμένη στο βιβλίο «Καπνός, Πηγή πλούτου και πόνου για την Αιτωλοακαρνανία»)

 

Και αφού μάζευαν τον καπνό από τα καπνοχώραφα, τον έβαζαν στα τσόλια ή τις καλάθες, τον κουβαλούσαν στις πλάτες τους ή με καρότσι και τον άδειαζαν στο χαγιάτι. Τα χαγιάτια, ως ημιυπαίθριοι χώροι με σκέπαστρο,  ήταν οι κύριοι χώροι αρμαθιάσματος του καπνού. Στην μέση, υπήρχε ο σωρός με τα καπνόφυλλα και γύρω-γύρω και καθισμένοι κάτω βρίσκονταν ο κόσμος που τον αρμάθιαζε με τις βελόνες φύλλο-φύλλο. Στη συνέχεια, έπαιρναν τις αρμάθες και μία-μία τις άπλωναν στις λιάστρες. Με απλωμένα πανιά προστάτευαν τις αρμάθες από την βροχή και με τα νάιλον μετέτρεπαν τις λιάστρες σε φούρνους για να ξεραθεί συντομότερα ο καπνός. Μετά από μέρες και νωρίς το πρωί, όπου ο καπνός θα ’ταν μαλακός από την δροσιά και δεν θα τρίβονταν, φτιάχναν τα βαντάκια, τα κρεμούσαν γύρω-γύρω στο σπίτι για να τα φτιάξουν αργότερα δέματα.

 

Όλη η οικογένεια καθόταν από το πρωί έως το βράδυ και αρμάθιαζε. Έρχονταν όμως και άλλοι. Φίλοι, συγγενείς, γείτονες… Έστω και για λίγη ώρα, να αρμαθιάσουν καμία αρμάθα, να παροτρύνουν για κανένα διαλειμματάκι («κατσό»), να μάθουν κανά κουτσομπολιό. Υπήρχε σίγουρα και ένα τρανζίστοράκι που έπαιζε αδιαλείπτως τις τελευταίες 80s ή 90s κυκλοφορίες (φρενογκάζ η μουσική), με διακοπές για χρονογραφήματα, ειδήσεις και αφιερώσεις για «τα παιδία που αρμαθιάζουν». Γύρω απ’ το χαγιάτι, τα μικρά παιδιά έκαναν σχέδια στο πάτωμα με τα κοτσάνια, τα λίγο μεγαλύτερα ψευτοβοηθούσαν. Μερικά άλλα χασομέραγαν ή κυνήγαγαν κότες…

 

Στο χαγιάτι κανένας δεν μπορούσε να κρυφτεί και τίποτα δεν έμενε κρυφό. Ο καθένας έλεγε τα προβλήματα του, εξομολογούταν τα πάθη του, καλαμπούριζε, σχολίαζε, ζητούσε υποστήριξη… Και όλα αυτά με καταβρώμικα χέρια από την κόλλα των καπνόφυλλων, με δάκτυλα γεμάτα κοψίματα απ’ τις βελόνες αρμαθιάσματος, με πατούσες σκληρές από το ξυπόλυτο περπάτημα. Δύσκολη δουλειά η παραγωγή καπνού. Δύσκολη και ανθυγιεινή.

 

Τα χαγιάτια, όμως, έχουν μείνει στην θύμηση ως χώροι συνάντησης και επικοινωνίας για την τοπική κοινωνία του Αγρινίου. Ως κοινοί τόποι επαφής. Τα αγροτόσπιτα μπορεί να είχαν μικρή ή και μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, το εσωτερικό τους όμως δεν έμοιαζε με τον σημερινό «ιερό» ιδιωτικό χώρο.

 

 

Σαφώς και τότε ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Και φαγωμάρα υπήρχε και ρουφιανιά και πατριαρχική δομή και φυλετικός καταμερισμός της εργασίας και όλες οι μορφές κοινωνικής παθογένειας που υπάρχουν και σήμερα. Εντούτοις, τότε η κοινωνία είχε περισσότερα κοινά, υπήρχε περισσότερη ζεστασιά, περισσότερο πάθος. Και πολύ περισσότερα λερωμένα χέρια από την χειρονακτική δουλειά. Το τελευταίο είναι και το πιο σημαντικό. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 τα λερωμένα ντόπια χέρια όλο και πιο πολύ λιγόστευαν. Όλο κι περισσότεροι αλβανοί εργάτες δούλευαν στα καπνά, όλο και περισσότεροι ντόπιοι κάθονταν κάτω από τον ίσκιο και επέβλεπαν. Σε λίγα χρόνια, εγγράφτηκε στην μνήμη όλων ότι τελειώσαμε με την βρώμα του καπνού.


Και ενώ κάθε καλοκαίρι το κέντρο το Αγρινίου ήταν σκέτη έρημος (οι δημόσιοι υπάλληλοι έφευγαν για διακοπές, οι αγρότες δούλευαν), σιγά-σιγά τα ουζερί, τα καφενεία και οι καφετέριες άρχισαν να δουλεύουν και κατά την θερινή περίοδο. Λογικό, αφού οι αλβανοί δούλευαν στα χωράφια των ντόπιων. Οι αγρότες, όμως, χαλάρωσαν πολύ. Ξεχάσανε τους αγώνες των αγροτών και των καπνεργατών ενάντια στην εκμετάλλευση που γινόταν εις βάρος τους από τους καπνέμπορους και καπνοβιομηχάνους. Ξέχασαν την εξέγερση των καπνοπαραγωγών Ξηρομέρου και Βάλτου το ’62, τις απεργίες και τον αιματηρό Αύγουστο του ’26. Ξέχασαν και τους νεκρούς τους από αυτές τις μάχες. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, άφησαν να φύγει η παραγωγή από την πόλη, με αντάλλαγμα ένα ποσοστό επιδοτήσεων για κάποια χρόνια. Ξεπούλημα δηλαδή. Όσοι θέλησαν να αντισταθούν σε αυτή την απόφαση, τραμπουκίστηκαν από την πλειοψηφία.

 

Τα χωράφια παρατήθηκαν στην μοίρα τους, οι νέοι έφυγαν για πολυετείς σπουδές και οι δρόμοι του κέντρου παρέμειναν γεμάτοι με κόσμο και το καλοκαίρι. Κυρίως, όμως, τα χέρια έμειναν καθαρά και οι σκληρές πατούσες μαλάκωσαν. Άτυχη συγκυρία! Αυτήν την περίοδο, τελειώνουν οι αγροτικές επιδοτήσεις. Τώρα τα χέρια πρέπει να ξαναλερωθούν. Και όχι απαραίτητα σε αγρινιώτικα χωράφια. Μπορεί και κάπου έξω από τα σύνορα.

 

Όσο για τους αλβανούς εργάτες «που τα κονόμησαν και κάνανε περιουσίες» όπως ξεστομίζουν με τόση χαιρεκακία μερικοί, να πούμε ότι φρόντισαν να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά. Υποθέτουμε, πως η κρίση στην Ελλάδα για κάποιους από αυτούς, φαινόταν αναμενόμενη. Σίγουρα, θα ξέρουν κάτι περισσότερο όλοι αυτοί που πέρασαν νύχτα τα σύνορα με τις σφαίρες να σφυρίζουν γύρω τους…

 

Για την φασιστική επίθεση στην κατάληψη του κτίριο της Βαλβείου Βιβλιοθήκης στο Μεσολόγγι

 

Κάντε κλικ πάνω στις φωτο για μεγέθυνση. Για περισσότερες πληροφορίες εδω

 

 

1010659_4711936051124_309978015_n            

 

7893_4687551761532_2059781057_n

Δήλωση διωκόμενων Ολικών Αρνητών Στράτευσης σχετικά με τα αυτόφωρα

Σε περίπτωση που νομίζατε ότι κάτι καταφέρατε…

(προς στρατολόγους, στρατοδίκες, μιλιταριστές και πάσης φύσεως εξουσιαστές)

 

Επειδή γενικά δε συμπαθούμε τους μονολόγους και σίγουρα απεχθανόμαστε όταν η εξουσία νομίζει ότι μπορεί να μιλά μοναχή της, είναι (ξανά) καιρός να πούμε κι απ’ τη μεριά μας 2 κουβέντες.

 

Τον τελευταίο χρόνο αποφασίσατε πως είμαστε αρκετά ενοχλητικοί κι έπρεπε να μας κάνετε πέρα, να κυνηγήσετε δειγματοληπτικά εμάς, μήπως τρομάξουν κι οι άλλοι. Μας στείλατε κλήσεις για δικαστήρια και μας καταδικάσατε, φροντίσατε να μας καλέσετε για στράτευση όσες φορές γινόταν, νομίζοντας ότι η πίεση αυτή θα αποδώσει και θα έχετε το πάνω χέρι, μας επιδώσατε ραβασάκια με πρόστιμα που θα τα έλεγε οποιοσδήποτε παράλογα ακόμα και σε εποχές παχιών αγελάδων. Αφού όλα αυτά δε βγήκαν, το φτάσατε στα άκρα, εισβάλατε στην καθημερινότητά μας και μας αρπάξατε βίαια από αυτήν, μας δέσατε, μας προφυλακίσατε και μας περνάτε αυτόφωρα.

 

Φυσικά ήσασταν σίγουροι πως όλα αυτά θα ήταν αρκετά, πως κάπου θα σπάγαμε, πως θα έπεφταν οικογένειες, φίλοι, συνάδελφοι να μας συνετίσουν και να μας πουν ότι όλο αυτό είναι μια “νεανική τρέλα” ή οτιδήποτε άλλο ακίνδυνο για εσάς, την εξουσία, το μιλιταρισμό σας και την υπόσχεση απόλυτης τάξης και πειθαρχίας που θέλετε μέσα κι έξω από το στρατό σας.

 

Ξέρετε ήδη ότι πέσατε έξω.

 

Πέσατε έξω, γιατί δεν εκτιμήσατε σωστά – αφού ποτέ δεν είχατε την τύχη να τη μάθετε- τη δύναμη του συλλογικού αγώνα, ακόμα κι αν όλες αυτές οι διώξεις μοιάζουν καθαρά εξατομικευμένες. Δε μάθατε από το παρελθόν πως η δύναμη της επίθεσής σας γυρνάει πίσω και μας πεισμώνει κι έτσι, κάθε φορά που μας χτυπάτε, είναι για εμάς και τους/τις συντρόφους/ισσές μας μια υπέροχη ευκαιρία να διαδώσουμε πλατύτερα και να ζυμώσουμε βαθύτερα τις ιδέες μας.

 

Πέσατε έξω, γιατί φυσικά και δε γνωρίζετε τι σημαίνει αλληλεγγύη, πώς κρατάει έναν άνθρωπο όρθιο, όταν φαίνεται μόνος απέναντι στην εξουσία, πώς μπορεί κανείς όταν τη δέχεται, να νιώθει ότι στο εδώλιο στέκεται με χιλιάδες μαζί, στο κελί έχει όλους/ες του τους/τις συντρόφους/ισσες. Γιατί δεν έτυχε ποτέ να μάθετε πως η μεγαλύτερη αλληλεγγύη για εμάς είναι να συμμερίζονται και να συμμετέχουν κι άλλοι στον αγώνα μας κι έτσι αναρωτιέστε πώς γίνεται, ενώ προσπαθείτε να μας εξαφανίσετε να γινόμαστε περισσότεροι.

 

Πέσατε έξω, γιατί μας υποτιμήσατε, γιατί θεωρήσατε πως μόνο στο πόδι και στα καφενεία λέγονται αυτά, σάμπως δεν ξέρατε πως πάντα υπάρχουν άνθρωποι που εννοούν βαθιά το καθετί που λένε δημόσια. Γιατί δεν καταλάβατε λέξη από όσα έχουμε πει τόσες φορές και θα ξαναπούμε άλλη μία: η επιλογή της ολικής άρνησης στράτευσης δεν είναι συγκυριακή, δεν είναι τυχαία, δεν είναι παιχνίδι. Είναι συνειδητή πολιτική απόφαση και διαρκής στάση ζωής. Είναι επιλογή που μας την ορίζει η πολιτική και κοινωνική μας συγκρότηση, οι αξίες και η συνείδησή μας. Και γι’ αυτό αποτελεί για εμάς υποχρέωση πολύ βαθύτερη και πιο επιτακτική από τους νόμους σας, το στρατό σας και τους καταναγκασμούς που προσπαθείτε με κάθε τρόπο να επιβάλλετε.

 

Δεν αισθανόμαστε θύματα μιας αναβαθμισμένης καταστολής σε μια περίοδο πλατιάς κοινωνικής κατάρρευσης, εκφασισμού κοινωνίας και εξουσίας και αυταρχικής διακυβέρνησης. Καταλαβαίνουμε, όμως, πια ότι ο στρατός, οι μιλιταριστές και η εξουσία μας αναγνωρίζουν ως αντιπάλους κι εχθρούς. Χαιρόμαστε γι’ αυτό, γιατί ακριβώς έτσι είναι.

 

Δεν πρόκειται να κρυφτούμε, να αλλάξουμε δρόμο ή να τρελαθούμε (όσο πολύ κι αν το θέλετε). Θα κρατηθούμε ακέραιοι και θα συνεχίσουμε, εμείς μαζί με τόσους άλλους, μέχρι την κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας, μέχρι την κατάργηση συνόρων και στρατών. Κι αν μας προτιμάτε στα στρατοδικεία σας, εμείς επιμένουμε να δίνουμε τα ραντεβού μας στους δρόμους και στους αγώνες.

 

Μενέλαος Εξίογλου – Μιχάλης Τόλης

18 Ιουνίου 2013

Σαλονίκη – Γιάννινα

 

ΥΓ. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να ειπωθεί κάποτε στον “ελληνικό λαό”, στο όνομα και για την ασφάλεια του οποίου γίνονται οι διώξεις μας, πόσο τελικά κοστίζει το κάθε αυτόφωρο show. Γιατί, με τόσους μπάτσους, οχήματα, διμοιρίες, ασφαλίτες, μεταγωγικά, παρατεταμένα αυτόματα, φύλακες στα κρατητήρια να ασχολούνται με την αφεντιά μας, πρόκειται σίγουρα για υπερπαραγωγή. Σε πόσες μέρες λειτουργίας ενός σχολείου που είναι για συγχώνευση ή ενός κέντρου υγείας που καταργείται αντιστοιχεί τελικά η επίδειξη πυγμής και εκδικητικότητάς σας;

 

ΥΓ2. Σε μια υπόθεση εργασίας, στην οποία αύριο καταργούνταν η υποχρέωση στράτευσης, πόσοι αλήθεια πιστεύετε ότι θα ήταν πρόθυμοι, πεισμένοι και με αρκετή “αγάπη για την πατρίδα τους” για να καταταχθούν εθελοντικά;