Κάποιες σκέψεις από το Δεκέμβρη του 2008


Συνεπείς οι πράξεις, μα σκόρπιες οι σκέψεις

 

Ναι, σε πολλούς είναι οικεία αυτή η αίσθηση: Να λες μια ζωή «έχω καιρό» και ξαφνικά να βρίσκεσαι εκεί που ο καιρός έχει τελειώσει. Να βρίσκεται σε μια νεκρά ζώνη. Το αίσθημα του κενού.

Εκείνο το μήνα μπορέσαμε να ξεκινήσουμε ξανά από το τίποτα και χωρίς να λογαριάζουμε τον καιρό.


Ένα άγχος και μια ταραχή χτύπησε το κοινωνικό σώμα που έχει συνηθίσει να περιφέρεται από κλουβί σε κλουβί με το γνωστό ανάλαφρο αίσθημα ξεπεσμού… Οι  πόρτες άνοιξαν… Και το αμήχανο ερώτημα στριφογύριζε στα μυαλά τους: «Τι να κάνω τώρα;». Βέβαια μεταξύ τους δεν συζητούν τέτοια πράγματα, ως φυσική συνέπεια της σύγχρονης ιδιώτευσης. Όσοι έμειναν στο πόστο τους, παρακαλούσαν κάθε μέρα να τελειώσει αυτό το πράγμα. Καμιά φορά μάλιστα άκουγες κάποιους περαστικούς, κάποιες που αγόραζαν τα λαχανικά τους, κάποιους που άλλαζαν το κανάλι, κάποιες που φώναζαν το ατίθασο γιό τους, να σιγοψιθυρίζουν: «Θεέ μου σε παρακαλώ, καν΄το να σταματήσει!». Ήθελαν να συνεχίσουν την καθημερινή τους διαπραγμάτευση που γεμίζει κάποιες ώρες την φρίκη της καθημερινότητας. Ήθελαν να συνεχίσουν την προδιαγραμμένη τους πορεία. Όπως και όταν σηκώνεσαι βράδι, το σώμα κοιμισμένο, μόνο του βρίσκει το δρόμο στο σκοτάδι αλάνθαστα για ένα ποτήρι νερό, να πάει κάτω τ’ όνειρο.

 Μα ξέρανε ότι οι άνθρωποι στο δρόμο είχαν δίκιο. Καταλάβαιναν με το βέλτιστο τρόπο την πραγματική αιτία. Όχι δεν ήταν μόνο η δολοφονία του παιδιού. Δεν είναι μόνο η φτώχεια. Είναι αυτό το απροσδιόριστο κενό που πλανάτε και μετατρέπει από την προσυλλογιστική περίοδο τους ανθρώπους σε ανδρείκελα που μιλούν με λέξεις ξένες. Προσανατολισμένοι προς τον καθοδικό σωλήνα της συσκευής με το οπτικό ορίζοντα εγκλωβισμένο στην οθόνη της τηλεόρασης, με μια θλιβερή στάση υποδούλωσης, συναισθάνονται τις ανάγκες και τις ανησυχίες, όχι τις δικές τους ή των όμοιων τους, άλλα των κυριάρχων.



Βλέπουν, όχι την πραγματικότητα, άλλα διάθλασή της μέσα από διάφορα οπτικά μέσα.

Ακούν, όχι τις φωνές ή τις κραυγές, άλλα τις αναστραμμένες ανακλάσεις τους.

Δεν γεύονται, δεν αγγίζουν, δεν νοιώθουν.

Αυτά έκανε και αδρανούσε η μια μερίδα.


 Η άλλη μερίδα, βρήκε το σθένος και βγήκε από τα κλουβιά, μίλησε και έπραξε. Μαζί με τους μαθητές και άλλοι. Οι απόκληροι, οι «τελειωμένοι», οι περιφρονημενοι και οι φτωχοδιάβολοι, οι κακομοίρηδες, οι αποτυχημένοι από επιλογή ή χωρίς επιλογή, οι φοβισμένοι που ποτέ δεν έδειξαν το φόβο τους, αυτοί με το μυαλό που καίει, αυτοί που έχουν τόσα να πουν αλλά ποτέ δεν είχαν πώς να τα πουν, «αυτοί που δεν κάνουν την κοινωνία να λέει: α, αυτός θα πάει μπροστά». Όλοι αυτοί που στη σύγχυση του  διαλόγου ποτέ δεν είχαν πειστικά επιχειρήματα και που κανείς ποτέ δεν τους πήρε στα σοβαρά, αν και όλοι καταλάβαιναν πως είχαν δίκιο, αλλά δεν τους σύμφερε να το παραδεχτούν, γιατί αν το κάνανε θα όφειλαν  να παραδεχτούν στο εαυτό τους ότι η ζωή τους είναι ένας συνδυασμός από μια γκάμα επιλογών που τους παρέχει το σύστημα, ότι είναι απατεωνίσκοι που κοροϊδεύουν τους πάντες και προσποιούνται ότι πιστεύουν τα παρόμοια ψέματα των θλιβερών τους συνοδοιπόρων.


 Οι καφέδες του πρωινού, οι καφέδες του απογεύματος, τα σκορπισμένα βράδια, όλες οι ευτελείς συνήθειες, οι ανούσιες φιλικές συνεστιάσεις, οι ίντριγκες των αθροισμένων μοναξιών, οι μικροπρέπειες ημερήσιας διάταξης, η κριτική του γείτονα, οι καθημερινές εξιδανικεύσεις, τα προσωπικά προτεκτοράτα… Χάθηκαν. Σαν να ήταν ένα κακόγουστο κωμικό θεατρικό σε συνέχειες, που ίσως αν το δεις στον ύπνο θα σε ξυπνήσει κάθιδρο και μες τον τρόμο.

 

Οι στρατηγοί χωρίς στρατό, οι πολιτικές φωτιές με τις ξύλινες γλώσσες, οι αναλύσεις για την ανάλυση οι πρωτοπορίες, οι αόρατοι τιμονιέρηδες, οι σταλινικοί, οι μικροηγέτες που περπατούν καμαρωτά, οι ιδεολογίες και τα «θα σου πω εγώ τι πρέπει να γίνει»… Εξαερώθηκαν. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Η Ιστορία τους έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. [ Αν και αυτοί, παμπόνηροι όπως είναι, θα βρουν τρόπο να την παραβιάσουν για να επανατοποθετηθούν…]

Στο κέντρο του περιφραγμένου με σύνορα γεωγραφικό χώρου που επιβιώνουμε, ξέσπασε μια άγρια κοινωνική έκρηξη. Ταυτόχρονα και ανεξάρτητα ξέσπασαν επιθέσεις και μάχες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτού του χώρου. [ Εκείνο το σαββατόβραδο, όταν με τους ισότιμους συνοδοιπόρους κατεβαίναμε για επίθεση, κάποιοι από εμάς συνάντησαν μερικά 15χρονα να κοιτάνε με ενοχικό βλέμμα και να μας γνέφουν «μα καλά, τι είναι αυτά που κάνετε;». Γνώριμα πρόσωπα-προφανώς ήταν ο εαυτός μας πριν πολλά χρονιά. Φυσικά τα αγνοήσαμε, δεν είχαμε χρόνο. Εξάλλου μικρά παιδιά είναι, κάποια στιγμή θα καταλάβουν. Το μέλλον προμηνύεται πιο μαύρο από ποτέ. Η σημερινή εκμετάλλευση και καταπίεση θα ωχριά μπροστά στην εκμετάλλευση και καταπίεση του μέλλοντος.]

 

Η επιστροφή στην κανονικότητα της ομαλότητάς ή στην ομαλότητα της κανονικότητας, δεν ήταν απαραίτητα αναμενόμενη. Όμως κατέφτασε και επιβλήθηκε στην λογική της πλειοψηφίας.

 Ωστόσο, οι θαυμαστές «αισχρές μειοψηφίες» δεν σιωπούν.

Το διακύβευμα είναι απλό: ονομάζεται ζωή.

Συνεπώς, η επίθεση στην ειρήνη των κυριάρχων και σε όσους την υποστηρίζουν συνεχίζεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Για την αστική ταυτότητα και το ξεπέρασμά της

 

 

«…Έκανα νεύματα για να τραβήξω την προσοχή των περαστικών και –Σταματήστε μια στιγμή!-φώναξα- κάτι δεν πάει καλά!  Όλα είναι λάθος! Κάνουμε παράλογα πράγματα! Πού θα καταλήξουμε;

Ο κόσμος σταμάτησε γύρω μου, με κοίταζε περίεργα. Εγώ έμενα εκεί στη μέση, έκανα νεύματα, πάσχιζα να εξηγήσω, να τους κάνω συμμέτοχους στην αναλαμπή που με είχε κυριεύσει: κι έμεινα σιωπηλός.

-Λοιπόν;-ρώτησε ο κόσμος-τι θέλετε να πείτε; Όλα είναι στη θέση τους. Όλα πάνε όπως έπρεπε να πηγαίνουν. Το κάθε πράγμα είναι συνέπεια ενός άλλου πράγματος. Εμείς δεν βλέπουμε τίποτα παράλογο ή αδικαιολόγητο.»

 Ίταλο Καλβίνο, Η Αναλαμπή

 

 

 

Η αστική ταυτότητα και οι ρόλοι

 


Oι άνθρωπο που ζουν στις πόλεις (μικρές ή μεγάλες) σημαίνει ότι ζουν σε ένα αστικό περιβάλλον, με την αστική του ηθική, τις αστικές του αντιλήψεις για την ζωή, το αστικό του σύστημα αξιών, τις αστικές του συμπεριφορές…


Ο κόσμος αυτός είναι ριζωμένος μέσα στα άτομα και έχει εσωτερικευθεί συναισθηματικά.

Οι εσωτερικεύσεις αυτές σχηματίζουν ένα μεγάλο μέρος από την ταυτότητα του ατόμου. Η ταυτότητα αυτή στην ουσία δεν είναι μια υποκειμενική μορφοποίηση, αλλά μια επιβαλλόμενη ταυτότητα, η λεγόμενη «αστική ταυτότητα». Με τον όρο «αστική ταυτότητα» εννοείτε η αυτόματη προσαρμογή -που ξετυλίγεται σαν κάτι αυτονόητο- στον ρόλο που επιβάλει το κοινωνικό περιβάλλον για τον καθένα και την καθεμία.

 

Η αστική ταυτότητα συνδέεται αναπόσπαστα με τους εναλλασσόμενους ρόλους που καθημερινά υποδυόμαστε. Οι στενοχώριες μας, τα άγχη και γενικότερα ο παραλογισμός των ασυναίσθητων πράξεων μας-όταν κινούμαστε μηχανικά μες στους χώρους που ζούμε- προέρχονται τις περισσότερες φορές από μια επιτακτική αναγκαιότητα να υποδυθούμε ψεύτικα πρόσωπα, εχθρικά προς τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Για παράδειγμα, όταν βρισκόμαστε σε ένα νέο κοινωνικό περιβάλλον, η αμηχανία που αρχικά υπάρχει, ξεκινάει από το ανασφάλεια για τον θα παίξουμε σωστά ή όχι τους ρόλους που το περιβάλλον αυτό ορίζει. Όπως ακριβώς και ο ηθοποιός που πρωτοβγαίνει στην θεατρική σκηνή. Το πώς θα χειριστεί αργότερα τους ρόλους εξαρτάται από το πόσο καλός ηθοποιός είναι πάνω στη σκηνή των αποδεκτών κοινωνικά συμπεριφορών.

Κάποιοι προσπαθούν να αποβάλουν αυτήν την αστική ταυτότητα και να αναπτυχθεί μια νέα υποκειμενική, φτιαγμένη από το ίδιο το άτομο. Η επιλογή αυτή όμως συναντά εμπόδια τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά.

 


Εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια για το ξεπέρασμά της

 Τα εξωτερικά εμπόδια είναι η ίδια η κοινωνία. Η διαδικασία συγκρότησης της κοινωνικής ταυτότητας είναι μια κοινωνική διεργασία. Η ταυτότητα των ανθρώπων και η κοινωνική τους διαφοροποίηση, δεν συγκροτείται στη βάση υποκειμενικών χαρακτηριστικών, αλλά είναι μια κοινωνική κατασκευή. Τα άτομα δεν είναι ελεύθερα να γίνουν αυτό που τα ίδια θα αποφασίσουν να γίνουν. Η κοινωνία επιβάλλει περιορισμούς στα ίδια και τη ζωή τους. Χαρακτηριστικά όπως το φύλο, η ηλικία, το χρώμα δέρματος, η καταγκαστική εργασία, ο τόπος κατοικίας ή προέλευση κλπ., είναι κοινωνικά καθορισμένα, πολιτικά και πολιτισμικά νοηματοδοτημένα.


Τα εσωτερικά εμπόδια συνδέονται άμεσα με την σχέση του ατόμου με την πρώτη του οικογένεια, δηλαδή με τους γονείς του ή τους ανθρώπους που τον κηδεμόνευαν. Οι συναισθηματικοί δεσμοί με τις σχέσεις γονιού – παιδιού από μικρή ηλικία όλο και συνδέουν κάθε τόσο με το επιβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον που θέλει να ξεφύγει. Αυτό γίνεται και μέσω των απαγορεύσεων που ξεκινούν από μικρή ηλικία και θεσμοθετούνται στο σχολείο. Οι ατεκμηρίωτες απαγορεύσεις και οι ακατανόητοι κανόνες διαμορφώνουν σιγά-σιγά έναν άνθρωπο που μαθαίνει να μην ρυθμίζει ο ίδιος την ζωή του, αλλά να ρυθμίζεται έξω από αυτόν από τιμωρά αυταρχικά πρόσωπα που κρατάνε εξουσία στα χέρια τους.


Η αναφορά στη οικογένεια γίνεται μιας και η οικογένεια, ως θεσμός, επιδρά στο άτομο δημιουργώντας μια ισχυρή εξάρτηση που το ίδιο το σύστημα την εκμεταλλεύεται για να την συγκινησιακή δέσμευση του ατόμου με κάθε εξουσία.


Δεν είναι τυχαίο πως οι περισσότεροι θεσμοί στηρίζονται στο πεδίο εξάρτησης του ατόμου από την οικογένεια. Πόσες φορές έχουμε ακούσει «δεν γουστάρω να πάω στρατό αλλά θα το κάνω για να μην στενοχωρήσω τους γονείς μου»; Ενώ εθιμοτυπικά και μόνο η διάρκεια θητείας στο στρατό αποτελεί εξέχον γεγονός της διαδρομής μιας οικογένειας. Δεν είναι τυχαίο πως στο πανίσχυρο θεσμό του σχολείου, η οικογένεια εμφανίζεται σε κάθε πτυχή των δραστηριοτήτων του: Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων, Ενημέρωση Γονέων, Αναλυτικός Έλεγχος υπογεγραμμένος από τον κηδεμόνα, «Έλα αύριο με τον κηδεμόνας σου», Σχολική Εορτή παρουσία κηδεμόνων, «Δεν φταις εσύ φταίνε οι γονείς που σε καλομάθανε» κτλ .Το ίδιο ισχύει και για το θεσμό της εκκλησίας και για την μισθωτή σκλαβιά.

Θεσμός της οικογένειας εισβάλει και επιδρά σε όλους τους θεσμούς και σε συνδυασμό με αυτούς, αφήνει ένα αυτόματο πιλότο στην συνείδηση του ατόμου για να τον οδηγεί αλάθητα στους δρόμους της εξουσίας και των καταναγκασμών.

 

 Ψευδοστηρίγματα και προϋποθέσεις

 Ορισμένοι βρίσκουν στήριγμα στην επιλογή τους για το ξεπέρασμα της αστικής ταυτότητας, με διάφορους τρόπους: ένα «επαναστατικό» φιλμ, μια διαδήλωση, λόγια τρίτων κτλ Η αστική ταυτότητα όμως δεν μπορεί να ξεπεραστεί και τόσο εύκολα. Καταφέρνει και ξετρυπώνει με την πρώτη αφορμή και το άτομο επιστρέφει (αν και στιγμιαία) πάλι στην αφετηρία. Μια χαρακτηριστική αστική ταυτότητα μπορεί να αναδυθεί με μιας και μετά από μια επίμονη προσπάθεια. Πχ στον περιπτερά, όταν αυτός πει ένα αστείο που περικλείει όλες τις κοινές προκαταλήψεις κι όμως η αντίδραση είναι απλώς ένα γέλιο με μια συμπαραδήλωση αποδοχής. Ή στο αφεντικό, όταν προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για την μικρή μας καθυστέρηση στη δουλεία, ενώ κανονικά αυτός θα έπρεπε να απολογηθεί που μας εκμεταλλεύεται κάθε μέρα.


 

 


 Η προσαρμογή στην αστική ταυτότητα δεν γίνεται από όλους απρόσκοπτα, αυτονόητα και μηχανικά.  Υπάρχει μια συνείδηση πολλές φορές βαριά που σιγοψυθιρίζει πως κανονικά θα οφείλαμε να συμπεριφερθούμε αλλιώς. Αλλά δεν το κάνουμε. Γιατί; Από φόβο. Στις περιπτώσεις αυτές η υποκειμενική μας ταυτότητα θα σήμανε μην υποταχθούμε στις αστικές προσδοκίες και να συμπεριφερθούμε σύμφωνα με τις επιθυμίες μας και τις εν δυνάμει επιλογές μας. Με λίγα λόγια, να σπάσουμε τις αλυσίδες με συνείδηση και χωρίς φόβο.


 Η διάκριση της αστικής ταυτότητας από την υποκειμενική ταυτότητα, έχει την πρώτιστη σημασία.

Το να αντιληφθεί κανείς με την λογική το παράλογο της αστική καταναγκαστικής συμπεριφοράς καθώς και να καταφέρει να κανείς κριτική σε αυτή, αποτελούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για το πέρασμα από την αστική ταυτότητα στην δικιά του υποκειμενική, αλλά από μονές τους αυτές δεν φτάνουν, γιατί αλλιώς ο δυτικός κόσμος θα ήταν γεμάτος από επαναστατημένους ανθρώπους.

 

 

Οι αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες

Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά και πολύ πιο έντονα στην περίπτωση των κοινωνικών ομάδων που δέχονται κοινωνικό αποκλεισμό ή έχουν «παρανομοποιηθεί». Σε αυτή την περίπτωση ρυθμίζεται και ο χώρος γύρω τους με κατάλληλο τρόπο ώστε «να μείνουν εκεί που είναι», δηλαδή στο πάτο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης.


 Η χωρική διαφοροποίηση, δηλαδή η επιβαλλόμενη αστική ανθρωπογεωγραφία, είναι ένας από αυτούς τους μηχανισμούς θεσμοθέτησης της διαφοράς, της κοινωνικής ανισότητας με σκοπό τον αποκλεισμό. Η εκπαίδευση και το σύστημα των φυλακών, ανήκουν επίσης στην ίδια κατηγορία μηχανισμών. Ο χώρος, νοηματοδοτεί και οργανώνει τις κοινωνικές σχέσεις, επιβάλλοντας συγκεκριμένες ερμηνείες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και αυτά που συμβαίνουν γύρω μας.


Στο πλαίσιο αυτό οι κοινωνικές ομάδες που δεν πληρούν τα πρότυπα του λόγου της κυριαρχίας, χαρακτηρίζονται ως «απόβλητες» και στιγματίζονται, ενώ μέσα από στερεότυπα για τον τρόπο ζωής τους, που προβάλλονται καθημερινά από τα μμε, οι ομάδες αυτές περιθωριοποιούνται, γκετοποιούνται και απομονώνονται και τελικά καταλήγουν να αναπαράγουν οι ίδιες την επιβαλλόμενη εικόνα τους.


Αυτές οι κοινωνικά, αποκλεισμένες ομάδες, υφίσταντο τις συνέπειες συγκεκριμένων χωρικών ρυθμίσεων και θεσμικών πρακτικών, που παγιώνουν την πλήρη απομόνωση τους από τον υπόλοιπο αστικό ιστό. Πρακτικές και ρυθμίσεις που προσπαθούν στο μέτρο του δυνατού να μην έρθουν σε επαφή οι «προστατευόμενες» εύπορες κοινωνικές ομάδες με τους κοινωνικά «απόβλητους» παρίες του αστικού χώρου. Τελικά η συμπεριφορά τους ποινικοποιείται και γίνεται αντικείμενο αστυνομικής και κρατικής καταστολής. (Σε διαφορετική προσέγγιση με ίδια όμως συμπεράσματα θα λέγαμε πως ο διάχυτος  κοινωνικός ρατσισμός συναντά τον θεσμιμένο ρατσισμό.)

 

  

Άρνηση και ρήξη

Για όλους όσους ζουν και κινούνται στο κυρίαρχο αστικό τοπίο η αντίφαση ανάμεσα στις ατομικές ανάγκες και στις κοινωνικές απαιτήσεις είναι παρούσα σε κάθε σημείο του χωροχρόνου τους: μια φωνή μες στο μυαλό, προσποιούμενη την χροιά της φωνής της συνείδησης, προστάζει και ορίζει: «η δουλειά είναι χαρά», «στο στρατό δεν πάνε οι δειλοί», «μεγάλωσες για τέτοια», «πρέπει να εξελιχθείς επαγγελματικά». Είναι η φωνή της επιβαλλόμενης κοινωνικής ηθικής και των προσταγών της -που κάποιες τάσεις της ψυχολογίας την ονομάζουν «Υπερεγώ».

 

Ξεπερνώντας τις διαταξικές ουμανιστικές θέσεις περί ευτυχίας, τα αφομοιωμένα, προσαρμοσμένα προς κατανάλωση, προτάγματα του τύπου «Ζήσε την ζωή σου» (be happy αφασία), τις διανοουμενίστικες ευαισθησίες βολεμένων, μπορούμε να εκτιμήσουμε πως η σύνθεση της δικιά μας υποκειμενικής ταυτότητας για την ατομική και συλλογική χειραφέτηση, ξεκινά με την άρνηση των ρόλων και συνεχίζει με ρήξη με τους θεσμούς της εξουσίας.


Μάταιος ο δρόμος κάποιου που αναζητά την ταυτότητα του, την στιγμή που βρίσκεται οικιοθελώς βαθιά μέσα στα πεδία ελέγχου των θεσμών. Η αναζήτηση του συνεχώς παραπλανάται από σειρήνες, κουδούνια, ξυπνητήρια, ψαλμούς, συμβουλές, διαγγέλματα, συνεδρίες…


Οι αρνήσεις πάντα αγγίζουν με απόρριψη την αστική ταυτότητα και τους παρελκόμενους ρόλους. Αν οι «αποτυχημένοι» χειρίζονται μέτρια τους ρόλους τους, οι απροσάρμοστοι τους αρνούνται συστηματικά. Όσοι επεξεργάζονται την πρακτική αυτής της άρνησης, εκτρέποντας την ροή του καθημερινού τεμαχισμένου χρόνου, ανακαλύπτουν ξανά τη ζωή και αργά ή γρήγορα εγκαταλείπουν μια για πάντα την αστική τους ταυτότητα.

 

 

Να γκρεμίσουμε τους εθνικούς μύθους!

 

 

Η εθνική «μας» ιστορία βρίθει από ψεύδη, αποσιωπήσεις και ουκ ολίγες είναι οι περιπτώσεις που τα γεγονότα αναστρέφονται ολοκληρωτικά. Η εθνική ιστορία έχει κλειδαμπαρώσει την πόρτα του σκοτεινού της υπογείου που βρίσκονται θαμμένες ιστορίες γενοκτονιών, σφαγών και φρικαλεοτήτων. Και παρ’ όλα αυτά οι παρελάσεις συνεχίζουν να παρελαύνουν, υπό την στήριξη των χειροκροτητών τους, ενώ τα μνημεία που δοξάζουν ιερά εγκλήματα και ενδόξους φονιάδες, στέκουν αγέχωρα στο τοπίο των πόλεων και των χωριών.

 

Στις 22 Σεπτεμβρίου 1821 ελληνικές δυνάμεις, με αρχηγό τον Θ. Κολοκοτρώνη, καταλαμβάνουν την Τριπολιτσά και επί τρεις μέρες εκτέλεσαν το «ιερό χρέος» τους, δηλαδή σφαγίασαν 32.000 αμάχους τούρκους και εβραίους -άντρες, γυναίκες, παιδιά και βρέφη.

 

Στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, ο Διονύσιος Σολωμός αφιέρωσε 39 κεντρικές στροφές ομολογώντας την σφαγή της Τριπολιτσάς.

Ιδού δύο από αυτές :

 

Κοίτα χέρια απελπισμένα

Πως θερίζουνε ζωές

Χάμου πέφτουνε κομμένα

Χέρια, πόδια, κεφαλιές, (στροφή 64η)

 

Και παλάσκες και σπαθία

Με ολοσκόρπιστα μυαλά,

Και με ολόσχιστα κρανία

Σωθικά λαχταριστά. (στροφή 65η)

 

 

Η παραχάραξη της ιστορίας είναι το μεγαλύτερο όπλο του εθνοφασισμού.

Δεν υπάρχουν «ιστορικές αναγκαιότητες», παρά μόνο εθνικοί στρατοί που εξοντώνουν μέχρι να αλληλοεξοντωθούν.

Για την ημέρα της γυναίκας….

 

Ποιήμα από παροξυσμό τεύχος 3 ( έτος 2000)

 

 

 

 

Και άλλο  ένα ποίημα ….

 

Θαρρώντας πως αυτή ήταν ένα δώρο

άρχισαν νωρίς – νωρίς να την καλλωπίζουν.

Της γυάλισαν το χαμόγελο

της χαμήλωσαν τα μάτια

την έκαναν να ‘χει  τ’ αυτιά της στο τηλέφωνο.

Της σγούρυναν τα μαλλιά και της ίσιωσαν τα δόντια.

Της δίδαξαν να θάβει τις επιθυμίες της.

Της γλύκαναν τη φωνή και την ανάγκασαν κόβοντάς της

τα φτερά να λέει πάντα «ναι».

«Αυτό το κουτί έχει το όνομα μου επάνω»,

είπε ο άνδρας, «είναι για μένα».

Κανείς δεν ξαφνιάστηκε.

Όσο  αυτοί αντάλλασαν φιλιά

και ‘κάναν τα στραβά μάτια,

αυτός το πήρε σπίτι του.

Το έβαλε ψηλά σ’ ένα τραπέζι,

 απ’ όπου οι φίλοι του μπορούσαν να το περιεργαστούν.

«Χόρεψε, χόρεψε πιο γρήγορα», της έλεγαν.

Ο άνδρας βυθίστηκε μέσα της

και χάραξε την στάμπα του πιο βαθιά.

Αργότερα,

την έβαλε σ’ ένα χειρουργικό κρεβάτι,

λέγοντας «σπρώξε, σπρώξε πιο δυνατά»,

λέγοντάς της

«αυτό ακριβώς που ήθελα, μου έκανες ένα γιο».

 

Carοle Oles ''   το δώρο'