ΑΠΕΛΠΙΖΟΜΑΙ…

….απελπίζομαι, μα δε γονατίζω/ όμως, να, μερικές φορές λυγίζω.

Συνταράσσεται το είναι μου/ πάλλεται η καρδιά μου

και ξέρω πως ακόμα είμαι στην αρχή.

Δε με νοιάζει αν θ’ αντέξω/ ξέρω όμως, όπως και να’ χει,

ως το τέλος θα παλέψω.

Για μια ζωή που πίστεψα/ κ’ αγάπησα παράφορα

και για κάμποσα που σ’ εσάς φαινοντ’ αδιάφορα.

Μονάχος μου ή μ’ αλλουνούς/ θα φτερουγίσω για μακριά

γνωρίζοντας πως το πρωί/ θα είναι όλα σκοτεινά.

Μα πάντα θα νυχτώνει και θα χαράζει/ μες των ανθρώπων τις ψυχές /

θα σβήνουν και θ’ ανάβουν οι φωτιές.

Έτσι κάθε μέρα θα κουβαλάει μέσα της την προηγούμενη

και κάθε νύχτα δε θα’ χει τίποτα ν’ αφήσει πίσω της .

Θ’ αλλάξει μόνον ο καιρός, τα πρόσωπα κ’ οι τόποι

πάντα θα ψάχνουμε για νέους τρόπους και για κατάλληλους ανθρώπους.

Φορτωμένα θα έχουμε στις πλάτες μας /ανάγκες, ελπίδες κ’ όνειρα/ μα το καράβι θα κυλά/ αφήνοντας απόνερα.

Μέσα μας θα’ ναι ερημιά μαζί και κοσμοχαλασιά

σε μια ζωή που σφυρίζει/ και πίσω δε γυρίζει.

Μεσισσολοϊ αχολογά μέσα στης πόλης τα στενά/ τα οσφρήζομαι βαδίζοντας στα σκοτεινά.

Θέλω να λύσω τη θηλιά/ που’ χω μέσ’ το μυαλό μου/ μήπως και μάθω τελικά τι είναι δικό μου. Σκέφτομαι πως το μόνο που θα’ θελα τώρα είναι να σταματήσω να σκέφτομαι

όχι για να πάψω να πονάω, άλλα για να μπορέσω

να ξαναγαπήσω κάτι που ν’ αξίζει

και όχι να γυαλίζει

Για τι ότι γυαλίζει σε τυφλώνει και αδρανή σε καθηλώνει.

Γ.

…..

«Αχ, μικρέ μου, ποτέ δε θα απαλλαγείς από αυτή την αίσθηση. Είσαι ένοχος! Κάθε φορά που θα βγαίνεις από το σπίτι σου, θα αισθάνεσαί πίσω σου ένα επικριτικό βλέμμα που θα σου φωνάζει να γυρίσεις! Θα τριγυρνάς στο κόσμο σαν σκύλος δεμένος μ’ ένα μακρύ λουρί! Κι ακόμα κι όταν θα’ σαι μακριά, θα αισθάνεσαι πάντα το κολάρο της οικογένειας στο λαιμό σου! ( Σαρλ Μπωντλαίρ, θα έχεις φτάσει σαράντα χρονών κι ακόμα θα φοβάσαι τη μητέρα σου!)»

Μίλαν  Κούντερα, Η ζωή είναι Αλλού, 1973


«Αλλά αν ποτέ μπορέσω να ξαναβρώ το σθένος και τη ζέση που είχα ορισμένες φορές, θα εκτονώσω το θυμό μου με βιβλία τρομακτικά. Θα’ θελα να ξεσηκώσω εναντίων μου όλο το ανθρώπινο γένος.»

Σαρλ Μπωντλαίρ, Επιστολή στη μητέρα του,1867