Οι μεγάλοι: τον κρίνουν, τον προσέχουν, τον ορίζουν, τον αγαπούν, τον χτυπούνε, τον κάνουν να κλαίει, προβλέπουν τι θα γίνει όταν μεγαλώσει…
Το ζήτημα όμως δεν είναι ο πιτσιρικάς. Γιατί ίσως να είναι από εκείνα τα παιδιά που την ψάχνουν αλλιώς και ασχολούνται με ότι τύχει…
Το ζήτημα είναι η δομή του Κόσμου των Μεγάλων, οι ρόλοι, τα στερεότυπα που σκιάζουν τα πάντα, άλλοτε σαν ένα μαύρο σύννεφο που αστράφτει και βροντάει και άλλοτε σαν μια πυκνή, σχεδόν παχύρρευστη ομίχλη που τυλίγει τις πόλεις, τυφλώνει, κόβει την ανάσα, θολώνει τις σκέψεις, κάνει το δρόμο να χάνεται.
Ο πιτσιρικάς θα αργήσει πολύ να διερευνήσει, εξετάσει, διακρίνει, αποκωδικοποιήσει αυτόν τον μυστήριο κόσμο.
Γιατί οι Μεγάλοι τον θέλουν για πάντα Μικρό.
Μέχρι να τελειώσει το σχολείο θα είναι μικρός. Ο πιτσιρικάς θα παραμείνει «τόσο δα μικρός» και μετέπειτα: η εφηβεία του θα παραταθεί, αν ακολουθήσει -όπως η συντριπτική πλειοψηφία- την πεπατημένη των σπουδών. Εκεί ο «μικρός» θα παρεκκλίνει γιατί ο ρόλος του φοιτητή επιτρέπει και κάποιές απότομες στροφές ακόμα και στους πιο καλούς δρόμους –αρκεί, ασφαλώς, να μη βγει από την πορεία του.
Ο στρατός όμως δεν αστειεύεται: φωνάζει, βγάζει σκουλαρίκια, κόβει μαλλιά, καίει μυαλά…
Το οικογενειακό τραπέζι, γεμάτο ενοχές και φαρμάκι, θα τον περιμένει μετά την απόλυση του με το βαθυστόχαστο ερώτημα: «και τώρα πως θα αναλάβεις τις ευθύνες σου;». Ο μικρός μαθητής, φοιτητής, φαντάρος, ξαφνικά μεταμορφώνεται βίαια και απότομα σε μέλος του Κόσμου των Μεγάλων. Νέο μέλος, χωρίς ρόλο και ταυτότητα ακόμα.
Τώρα γίνεται η ολιστική αποκωδικοποίηση. Μέχρι τώρα ήταν ατελής, μερική, επιπόλαια.
Η βία της μισθωτής σκλαβιάς δεν θα είναι πια εικονική αναφορά, αλλά απτή πραγματικότητα.
Θα μπορεί να νοιώσει της συνέπειες της στους χτύπους της καρδιάς του.
Ξάφνου ο Μικρός γίνεται Μεγάλος. Και ο ρόλος του ποιος θα είναι; Ας μη δυσκολευτεί. Είναι πανέτοιμος να ενταχθεί, να κάνει καριέρα, να παντρευτεί, να παραδοθεί αμαχητί σε όλους τους οικογενειακούς, κοινωνικούς, θεσμικούς εκβιασμούς.
Εξάλλου, αυτό κάνουν οι περισσότεροι.
Μα όχι όλοι. (Απλά κάποιοι ανυπομονούν να γκριζάρουν όλα τα μαλλιά τους, για να πάψουν επιτέλους κάποιοι να τους λένε «μα καλά, εσύ πότε θα βάλεις μυαλό;»)
Όσο για τον πιτσιρικά, αφού αγόρασε τη λάμπα, λίγο πιο κάτω συνάντησε ένα φιλαράκο του. «Πάμε στο δάσος;» είπε. «Πρέπει να πάω τη λάμπα στον πατέρα μου» απάντησε εκείνος. Αλλά μετά συμπλήρωσε «καλά την πάω μετά» και φύγανε παρέα.