Οι αυτόχειρες

Ένα παλιό ποίημα του Γ. από τις σελίδες του Παροξυσμού ως μια μοναδική -και αμήχανη- άρθρωση δίπλα στις αυτοκτονίες και τις απόπειρες αυτοκτονίων των τελευταίων ημερών στην πόλη του Αγρινίου.

 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με συγκλόνιζαν. Στέκω με σεβασμό και αμηχανία μπροστά στη φυγή τους. Αδυνατώ να κατανοήσω τη πράξη τους. Νοιώθω μια νοσηρή περιέργεια για τις τελευταίες σκέψεις τους, τα μικρά και τα μεγάλα που τους απασχολούν πριν περάσουν στην άλλη πλευρά. Επιχειρώ να αφουγκραστώ τη λύπη και την απόγνωσή τους, την ήρεμη απελπισία τους. Επιχειρώ να ακολουθήσω ανάποδα τη διαδρομή τους: από το τέλος στην αιτία.
 
Πάντα κάτι μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με φόβιζαν. Με τρομάζει αυτό το βήμα να βρεθούν στο απέκεινα, να στρέψουν τα νώτα τους στη ζωή, να ακυρώσουν ότι εμείς θεωρούμε μεγαλείο της αλλά γι΄αυτούς αποδείχτηκε μνημειώδες σφάλμα. Καταργούν την ύπαρξή τους τόσο απλά όσο εμείς την αντέχουμε. Παλεύουνε για να βγουν κάτι που σ΄ εμάς μοιάζει απανεμιά.
 
Κάτι προφανώς μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με θύμωναν. Με εκμηδενίζει η δύναμή τους, το θάρρος -αυτό που φαίνεται θάρρος-, η γενναιότητα και η απουσία φόβου για κει που ταξιδεύουν. Αναρωτιέμαι ποιος εφιάλτης να τους στοιχειώνει. Πόσα λίγα πράγματα τους κρατούσαν στη ζωή και πάνε έτσι θαρραλέα στο άγνωστο.
 
Κάτι βεβαίως μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με αναστάτωναν. Ποιους δυσανάγνωστους ουρανούς κοίταζαν; Πόσο μαύρη ήταν η νύχτα τους; Πόσο τυραννική η μέρα τους; Πόσο ταραγμένος ο ύπνος τους; Πόσο ανυπεράσπιστα τα συναισθήματά τους; Πόσο καιρό ακόνιζαν τα όπλα της ευαισθησίας τους; Τι πάστα άνθρωποι είναι τέλος πάντων; Ατσάλινοι ή γυάλινοι;
 
Κάτι από αυτούς μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με γέμιζαν ενοχές. Σαν να φταίμε όλοι μας που δεν τους χωρέσαμε. Έχει κάτι περιφρονητικό η πράξη τους. Έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα και συμβιβασμοί. Κι όμως αυτοί ξεχωρίζουν: η θλίψη τους μεγαλύτερη από τη χαρά τους. Αναλαμβάνουν να κλείσουν λογαριασμούς αυτοί μόνοι σ΄ έναν κόσμο που πάντα κλέβει στο δούναι και λαβείν.
 
Κάτι μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με συγκλόνιζαν. Γνωστοί και άγνωστοι, όλοι φεύγουν μ΄ένα παράπονο που δεν το άκουσε κανείς, με λυγμούς που δεν παρηγόρησε κανείς. Οργιάζουν τόσο ήσυχα πίσω από τις λέξεις που διαλέγουν να πουν αντίο. Πότε ένα ευχαριστώ ,πότε ένα κατηγορώ, σπανίως τίποτα. Πάντα όργια από άλλες διαδρομές και για άλλες αιτίες πάντα. Όλοι κρυφοί συνομιλητές μιας άλλης ζωής, της ζωής που δεν βίωσαν. Άραγε υπήρχε πάντοτε αυτή η παρόρμηση; Πως χτίστηκε μέσα τους; Ποιες πληγές μάτωναν τη φιλήσυχη ή άγρια καθημερινότητά τους; Πότε αποφασίζουν να διασχίσουν τα σύνορα του ανείπωτου;
 
 
Στέκω πάντα με σεβασμό μπροστά στους αυτόχειρες. Μου είναι άγνωστοι και γίνονται οικείοι καθώς ανοίγουν τη πόρτα και βγαίνουν από τη ζωή σαν να είναι κάπου αλλού ο απώτερος σκοπός τους. Νικημένοι ή νικητές; Μυστήριο. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε θα γραφτεί ένα ωραίο κείμενο χωρίς ίχνος αλήθειας που ίσως αυτό να δώσει τη λύση του αινίγματος.
 
Γ.