ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ

Η πόλη είναι κίτρινη. Μια πόλη φτιαγμένη από άμμο. Άμμος καυτή παντού. Ο αέρας πηχτός, ζεστός. Ράγες από τρένα, ξεχασμένα, που κάποτε κυλούσαν. Μέσα στις ράγες κείτονται ψόφια περιστέρια. Μια γρια που σέρνει ένα γαϊδούρι κουτσό. Η εικόνα της τρέμει από την καυτή ατμόσφαιρα. Μια γυναίκα έγκυος, πάνω σε μια βεράντα. Η κοιλιά της είναι διάφανη και φαίνεται το έμβρυο. Έχει δόντια, και παρακολουθεί τα πάντα με μάτια άγρια. Η γυναίκα κρατάει μια πετονιά και ψαρεύει. Κάτω από την βεράντα είναι ένας βούρκος, ένα έλος πρασινοκίτρινο. Από κει βγάζει ψάρια μεγάλα,   ίσα μ’αυτην, έχουν χέρια και πόδια και ουρλιάζουν με ανθρώπινη φωνή. Τα πετάει με δύναμη και σκάνε με πάταγο το ένα πάνω στο άλλο, στο μάρμαρο της βεράντας. Σπαρταράνε εκεί για ώρα, ώσπου δεν κινούνται πια. Το έμβρυο μέσα της, γελάει χαιρέκακα. Μια παιδική χαρά μουσείο. Ένα λούνα πάρκ μισοθαμμένο στην άμμο.

Ο κυβερνήτης της πόλης βγαίνει να μιλήσει. Ανεβαίνει σε μια εξέδρα που έγινε γι’αυτό το σκοπό. Ξανθά, θαμπά, μακριά, μαλλιά, επιβλητική φωνή, μάτια σκληρά. Στο χέρι του κρατάει ένα μαστίγιο, μακρύ, χιλιόμετρα. Με μια κίνηση του, μπορεί να πάρει το κεφάλι κάποιου, στην άλλη άκρη της πόλης. Εκθειάζει τα καλά αυτής της πόλης και φτύνει υποσχέσεις στα σκονισμένα πρόσωπα των ανθρώπων, μα κανείς δεν τολμά να φέρει αντίρρηση. Δεν τολμά να σκεφτεί καν. Διαβάζει τη σκέψη κι αλίμονο σ’ αυτόν που δεν τον συμπαθεί. Κινδυνεύουν οι πάντες από το μαστίγιο του. Ακόμα και εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να νιώσεις το μαστίγιο στο λαιμό σου.

Οι άνθρωποι σκύβουν το κεφάλι και θάβουν σε βαθιές σήραγγες της ψυχής τους κάθε αντιδραστική σκέψη κι αρνητικό συναίσθημα.

Όταν μετά από καιρό, θελήσουν να τα βρουν, δεν θα υπάρχουν πια. Έχουν χαθεί. Μαζί κι η ψυχή τους. Όμως τους αρκεί, που το κεφάλι στέκεται ακόμα στους ωμούς τους.

ΑΝΝΑ

"…"

Τα ρολόγια σημαίνουν

τις χαμένες ώρες

όμως κανείς δεν τα πιστεύει.

Στα ατελείωτα σήματα κινδύνου που έστειλα

και δεν μου έχει κανείς ανταποκριθεί.

Όμως μία μέρα

θα καταλάβω

πως έφτασα μέχρι εδώ.

Έγιναν όλα πολύ γρήγορα.

Οι φίλοι μου σκόρπισαν,

άλλοι χάθηκαν στον πόλεμο.

Οι παντρεμένοι

γερνάνε πλάι σε ανθρώπους ξένους.

Καμιά φορά τα απογεύματα

σηκώνεται αγέρας.

Χτυπούν σαν τύψεις

τα παραθυρόφυλλά.

Για ποιο ωραίο σφάλμα άραγε;

Και η παιδικότητα

ένα ουράνιο σχόλιο

στο αίνιγμα να υπάρχουμε

 

Τ. Λειβαδίτης

“…”

Τα ρολόγια σημαίνουν

τις χαμένες ώρες

όμως κανείς δεν τα πιστεύει.

Στα ατελείωτα σήματα κινδύνου που έστειλα

και δεν μου έχει κανείς ανταποκριθεί.

Όμως μία μέρα

θα καταλάβω

πως έφτασα μέχρι εδώ.

Έγιναν όλα πολύ γρήγορα.

Οι φίλοι μου σκόρπισαν,

άλλοι χάθηκαν στον πόλεμο.

Οι παντρεμένοι

γερνάνε πλάι σε ανθρώπους ξένους.

Καμιά φορά τα απογεύματα

σηκώνεται αγέρας.

Χτυπούν σαν τύψεις

τα παραθυρόφυλλά.

Για ποιο ωραίο σφάλμα άραγε;

Και η παιδικότητα

ένα ουράνιο σχόλιο

στο αίνιγμα να υπάρχουμε

 

Τ. Λειβαδίτης

ΕΡΓΑΣΙΑ/ΑΝΕΡΓΙΑ

Η ανεργία δεν είναι ντροπή. Αλλά ούτε και η τεμπελιά…

Αυτό που έχουμε παρατηρήσει στο ΟΑΕΔ και είναι αρκετά έντονο, είναι πως μέσα στο χώρο αυτό οι κοινωνικές συμπεριφορές είναι συγκεκριμένες. Κατ΄ αρχήν πλανιέται μια έντονη νευρικότητά. Επίσης τα άτομα διακατέχονται από μία απροσδιόριστη αντικοινωνικότητα. Και αυτό το λέμε διότι αν στο χώρο αυτό συναντηθούν παλιοί γνώριμοι κατά περίεργο τρόπο τα βλέμματα δε θα διασταυρωθούν  και ο ένας απλά θα αγνοήσει μεθοδικά την ύπαρξη του άλλου. Και αν τελικά δεν μπορεί να αποφευχθεί η συνάντηση οι χαιρετισμοί θα είναι αμήχανοι και οι κουβέντες , αν υπάρξουν, θα είναι φειδωλές.

Γιατί άραγε;

Η απάντηση είναι μία: Ντροπή.

Υπάρχει η ντροπή της ανεργίας.

Ωστόσο για να επέλθει η ντροπή θα πρέπει πρώτα να προηγηθεί κάτι άλλο: Ταπείνωση και υποβιβασμός.

Γιατί ο άνεργος κατηγορείται αλλεπάλληλα πως ο ίδιος φταίει  για την ανεργία του.  Ότι ο ίδιος είναι υπεύθυνος για την κατάσταση του και ότι του συμβεί του αξίζει.

Τελικά είναι άχρηστος και δε προσφέρει τίποτα στον εαυτό του και τους γύρω του. Ντροπή …

Δηλαδή με συνοπτικές  διαδικασίες , συντελείται αυτό που λέμε « ποινικοποίηση της ανεργίας»

Και μαζί με τη ανεργία κατακρίνονται εκείνες οι δραστηριότητες  που την συνοδεύουν και που γεμίζουν τον «ελεύθερο» χρόνο του ανέργου. Όταν δηλαδή ο άνεργος ασχολείται με οτιδήποτε άλλο έκτος από τη  ανεύρεση εργασίας, το σχόλιο του τύπου « αντί να  πας βρεις καμιά δουλειά κάθεσαι και ασχολείσαι με μαλακίες» είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της  αντιμετώπισης του από την κυριλέ εργαζόμενη κοινωνία. Άγχος …

Εξάλλου ο ελεύθερος χρόνος του ανέργου (αλλά και του εργαζόμενου) καταχρηστικά ονομάζεται ελεύθερος γιατί είναι ταγμένος να ξεχρεώσει τις επιταγές του εμπορευματικού κόσμου που τα συμφέροντα των αγαπημένων μας αφεντικών έχουν φτιάξει.

Τελικά ο άνεργος ντρεπόμενος για την έλλειψη της μισθωτής του σκλαβιάς δεν έχει καμία διάθεση να επινοήσει, να δημιουργήσει, έστω να ονειρευτεί. Όταν ο χρόνος σταματά να χαρακτηρίζεται με οικονομικούς όρους και νόρμες, θεωρείται χρόνος νεκρός, χρόνος καταπίεση. Μιζέρια…

Δηλαδή η εργασία και η ηθική της καταδυναστεύει και την ελεύθερο χρόνο που προέρχεται  από την ανεργία.

Ο άνεργος είναι ένα μηδενικό, ένα καμένο χαρτί. Και παρόλο που δεν ανήκει στον εαυτό του, συνεχίζει να ανήκει στην εργασία. Αυτό που του ρημάζει τη ζωή, ρίχνοντάς τον στη αλλοτρίωση του εργοστασίου, της οικοδομής, του γραφείου ή οποιοδήποτε άλλου χώρου που του απομυζά την σωματική ή τη πνευματική του ενέργεια , συνεχίζει να τον ροκανίζει εξωτερικά και ο άνεργος, όπως και ο εργαζόμενος, τρομοκρατείται στην ιδέα να δοθεί και να αφιερωθεί ανεπιφύλακτα στην ευχαρίστηση μιας  ξεκούραστης και χωρίς δουλειά περιόδου.

Πάντως εμείς δε θα βγούμε να φωνάξουμε «δουλείες για όλους», ούτε θέλουμε να διεκδικήσουμε έναν υψηλότερο κατώτατο μισθό. Έχει αποδειχθεί πως αυτές οι τακτικές δεν αλλάζουν ούτε κατά ένα χιλιοστό τις ζωές μας και αφήνουν στο απυρόβλητο τις πραγματικές αιτίες  που δημιουργούν την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Δεν έχουν καταφέρει να μας πείσουν – και ούτε πρόκειται- ότι είμαστε ένα μικρό γρανάζι στην μηχανή του καπιταλισμό και για αυτό δεν θα διαμαρτυρηθούμε  χαζοδιαδηλώνοντας  για την μείωση της αγοραστικής μας δύναμης.

 

Με ή χωρίς δουλειά, η ανατροπή της μισθωτής αποκτήνωσης και η απελευθέρωση της καθημερινής μας ζωής θα παραμείνει η κύρια ασχολία μας.