Βραχωρίτικο*

 

Μάνα μου, βραχωρίτισσα, με το λερό φουστάνι

το κόκκινο, που τόκανε σταχτύ σαν καταχνιά

η μαύρη κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,

όλα της τα φαρμάκωσες, μεδούλι και καρδιά…

 

Μάνα μου, καπνοφύτισσα, του Ζαπαντιού δουλεύτρα,

στο φύτεμα, στο σκάλισμα πρώτη στην αργατιά,

σ' άρπαξεν ο πατέρας μου παιδούλα καρδιοκλέφτρα

και σε κλειδωμαντάλωσε στην πιο βαρειά σκλαβιά.

 

Μέσα στην καπνοθάλασσα πνίγηκε ο έρωτάς σας

κι ο γάμος σας δεν σούδωσε καμιά ξαποστασιά.

Γεύτηκες πίκρες και καΰμούς κι απ' τη σκληρή δουλειά σας

πλούτισαν έμποροι τρανοί γεμάτοι αναλγησιά.

 

Τη ζήση σου όλη πέρασες μέσα στα καπνοτόπια,

αγέλαστη κι ακούραστη, χωρίς καμιά χαρά.

τ' άγια σου χέρια τ' άπλωνες, γύρα σ' όλα τα τόπια,

φρουρός, προστάτης της σοδειάς. Μάνα σ' όλα μπροστά,

 

στο μάζεμα, στ' αρμάθιασμα, στο γύρισμα στη λιάστρα

και για βαντάκιασμα θαμπά σαν έπεφτε δροσιά.

Στο πάστρεμα, στο ζύμωμα, στο φούρνο και στη γάστρα

χρόνια και χρόνια δούλεψη χωρίς ανάσα μια.

 

Και τα παιδιά, που ερχόντανε τόνα κοντά από τάλλο

– κι όλο κορίτσια, ανάθεμα, που θέλανε προικιά –

κι οι θέρμες κι οι αναβροχές κι άλλο κακό μεγάλο

κι απ' το χαλάζι πιο τρανό, η μαύρη απουλησιά.

 

Και του πατέρα η αναμελιά και των παιδιών τα βίτσια,

οι πόλεμοι κι ο θάνατος κι η μαύρη κατοχή,

οι φυλακές, οι τράπεζες, οι φόροι, τα κορίτσια,

σε σένα πάνου σπάγανε, ατράνταχτη ψυχή…

 

Με το φαρμάκι στην καρδιά και με το βαχ στο στόμα,

 τα ολανθισμένα νιάτα σου ρέψανε στη δουλειά.

 Μεσ στο χωράφι γέρασες και πολεμάς ακόμα,

 ως τη στερνή σου την πνοή, να ζήσει η φαμελιά.

 

Μάνα μου, αρχόντισσα χλωμή του μόχτου και του πόνου,

δαχτυλιδάκια γαλανά κι ονείρατα γλυκά,

τα δάκρυα σου γίνουνται κι ο ιδρώς όλου του χρόνου

δίχως για σένα διάφορο να μένει στα στερνά.

 

Μάνα μου, βραχωρίτισσα, ο μόχτος ο δικός σου

χαρίζει τέτοιαν ευωδιά περίσσεια στο φυτό,

που γίνεται στο κάπνισμα – το δάκρυ το πικρό σου –

παρηγοριά και δύναμη κι ελπίδα στο φτωχό.

 

Μάνα μου, καπνοφύτισσα, το κλαρωτό φουστάνι

κατάμαυρο σου τόβαψε, μουντό σαν καταχνιά,

η πικρή κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,

όλα της τα φαρμάκωσες ζήση, ψυχή, καρδιά…

 

* To Αγρίνιο λεγόνταν παλια και Βραχώρι.

 

Το ποιήμα είναι του Πάνου Χατζόπουλου από την συλλογή "Αιτωλικά", Αθήνα 1967. Ο Πάνος Γ. Χατζόπουλος, ανιψιός του ποιητή Κων/νου Χατζόπουλου, γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1919 και πέθανε στην Αθήνα το 1976.

μαγνητισμοί

 

Η Επαρχία, η πόλη που μένω,

είναι θλιβερή.

Θα την ήθελα λίγο πιο μελαγχολική,

έστω καταθλιπτική.

Και κάθε φορά

που προσεγγίζω τον κόσμο

ένα βήμα εγώ

δυο αυτός πίσω.

Παράξενο;

Αλλά την βρήκα την απάντηση!

Περικλείομαι

από αντίστροφο μαγνητικό πεδίο.

Και ο κόσμος φορά πανοπλία!

ΧΑ ΧΑ!

Και τόσο καιρό μου διέφευγε!

 

Για την οικογένεια… (χρονιάρες μέρες που είναι)

 

 

 

«Αχ, μικρέ μου, ποτέ δε θα απαλλαγείς από αυτή την αίσθηση. Είσαι ένοχος! Κάθε φορά που θα βγαίνεις από το σπίτι σου, θα αισθάνεσαί πίσω σου ένα επικριτικό βλέμμα που θα σου φωνάζει να γυρίσεις! Θα τριγυρνάς στο κόσμο σαν σκύλος δεμένος μ’ ένα μακρύ λουρί! Κι ακόμα κι όταν θα’ σαι μακριά, θα αισθάνεσαι πάντα το κολάρο της οικογένειας στο λαιμό σου! (Σαρλ Μπωντλαίρ, θα έχεις φτάσει σαράντα χρονών κι ακόμα θα φοβάσαι τη μητέρα σου!)»

Μίλαν  Κούντερα, Η ζωή είναι Αλλού, 1973

 

«Αλλά αν ποτέ μπορέσω να ξαναβρώ το σθένος και τη ζέση που είχα ορισμένες φορές, θα εκτονώσω το θυμό μου με βιβλία τρομακτικά. Θα’ θελα να ξεσηκώσω εναντίων μου όλο το ανθρώπινο γένος».

Σαρλ Μπωντλαίρ, Επιστολή στη μητέρα του,1867

Θα κλείσω το παράθυρο

 

ir

 

Τον κρατούσε όλο το βράδυ αγκαλιά. Μην τυχόν κινηθεί και τον ξυπνήσει. Να ξεκουραστεί εκεί. Να μην περάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο μακριά της. Να τον κρατήσει λίγο ακόμα. Να μην ακούει τους χτύπους του ρολογιού. Να τον ακούσει να αναπνέει. Να τον χαϊδέψει απαλά κάτω από τη μπλούζα. Να τον ησυχάσει. Να του ψιθυρίσει ένα όνειρο. Να του μιλήσει σιγανά για ένα παιδί. Να ακούει την καρδιά του. Να κολυμπάνε σε βαθιά θάλασσα. Να μην φτάνουν οι ήχοι του δρόμου και οι σειρήνες. Να μην ακουμπάνε τα δάχτυλα τους στο έδαφος. Να βουτάνε με μια ανάσα. Να μην ακούνε τις φωνές. Να μην αλυχτάνε τα σκυλιά. Να σταματήσει η νύχτα. Να μην ακούει τις σκέψεις της. Να μη φοβάται άλλο. Να περάσει τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά της. Να την αγγίξει τυχαία. Να ακουμπά το κεφάλι του στο στήθος της. Να μην τον ξαναδεί να αγωνιά για κανέναν. Να τον βλέπει να χαμογελάει. Να δει τη σκιά του στην πόρτα. Να του ζεστάνει τα χέρια. Να του σιδερώσει το πουκάμισο. Να του φιλήσει τα χείλια. Να περάσει τα δαχτυλά της από το λακάκι στο λαιμό του. Να την κρατήσει απ’τη μέση. Να νιώσει την ανάσα του στο προσωπό της. Να του πει ένα μυστικό. Να τσακωθούνε για ψήλου πήδημα. Να της κρατήσει μούτρα. Να του τηλεφωνήσει ντροπαλά. Να πάνε στη συναυλία.  Να τον νιώσει δίπλα της. Να πιούνε κρασί. Να γελά ζαλισμένη. Να κοιμηθεί μεθυσμένος. Να μην ξημερώσει η επόμενη μέρα. Να μην υπάρχει σκοτάδι. Να μην φύγει. Να σταματήσει τον χρόνο. Να τον κλείσει στα χέρια της. Να γίνουν τα χέρια της τοίχος. Να γίνει το κορμί της ασπίδα. Να γίνει το κορμί της φωτιά. Να γίνει ύαινα. Να τους καταπιεί. Να μην τον δούνε. Να μην τον ξέρουν. Να μην τολμήσουν. Να μην τον πλησιάσει κανείς.

 

Τον κρατούσε όλο το βράδυ αγκαλιά. Στο πεζοδρόμιο. Ακίνητη. Μην της τον πάρουν.

 

http://jaquou.wordpress.com/