Εκείνο το μήνα μπορέσαμε να ξεκινήσουμε ξανά από το τίποτα και χωρίς να λογαριάζουμε τον καιρό.
Μα ξέρανε ότι οι άνθρωποι στο δρόμο είχαν δίκιο. Καταλάβαιναν με το βέλτιστο τρόπο την πραγματική αιτία. Όχι δεν ήταν μόνο η δολοφονία του παιδιού. Δεν είναι μόνο η φτώχεια. Είναι αυτό το απροσδιόριστο κενό που πλανάτε και μετατρέπει από την προσυλλογιστική περίοδο τους ανθρώπους σε ανδρείκελα που μιλούν με λέξεις ξένες. Προσανατολισμένοι προς τον καθοδικό σωλήνα της συσκευής με το οπτικό ορίζοντα εγκλωβισμένο στην οθόνη της τηλεόρασης, με μια θλιβερή στάση υποδούλωσης, συναισθάνονται τις ανάγκες και τις ανησυχίες, όχι τις δικές τους ή των όμοιων τους, άλλα των κυριάρχων.
Βλέπουν, όχι την πραγματικότητα, άλλα διάθλασή της μέσα από διάφορα οπτικά μέσα.
Ακούν, όχι τις φωνές ή τις κραυγές, άλλα τις αναστραμμένες ανακλάσεις τους.
Δεν γεύονται, δεν αγγίζουν, δεν νοιώθουν.
Αυτά έκανε και αδρανούσε η μια μερίδα.
Η άλλη μερίδα, βρήκε το σθένος και βγήκε από τα κλουβιά, μίλησε και έπραξε. Μαζί με τους μαθητές και άλλοι. Οι απόκληροι, οι «τελειωμένοι», οι περιφρονημενοι και οι φτωχοδιάβολοι, οι κακομοίρηδες, οι αποτυχημένοι από επιλογή ή χωρίς επιλογή, οι φοβισμένοι που ποτέ δεν έδειξαν το φόβο τους, αυτοί με το μυαλό που καίει, αυτοί που έχουν τόσα να πουν αλλά ποτέ δεν είχαν πώς να τα πουν, «αυτοί που δεν κάνουν την κοινωνία να λέει: α, αυτός θα πάει μπροστά». Όλοι αυτοί που στη σύγχυση του διαλόγου ποτέ δεν είχαν πειστικά επιχειρήματα και που κανείς ποτέ δεν τους πήρε στα σοβαρά, αν και όλοι καταλάβαιναν πως είχαν δίκιο, αλλά δεν τους σύμφερε να το παραδεχτούν, γιατί αν το κάνανε θα όφειλαν να παραδεχτούν στο εαυτό τους ότι η ζωή τους είναι ένας συνδυασμός από μια γκάμα επιλογών που τους παρέχει το σύστημα, ότι είναι απατεωνίσκοι που κοροϊδεύουν τους πάντες και προσποιούνται ότι πιστεύουν τα παρόμοια ψέματα των θλιβερών τους συνοδοιπόρων.
Οι καφέδες του πρωινού, οι καφέδες του απογεύματος, τα σκορπισμένα βράδια, όλες οι ευτελείς συνήθειες, οι ανούσιες φιλικές συνεστιάσεις, οι ίντριγκες των αθροισμένων μοναξιών, οι μικροπρέπειες ημερήσιας διάταξης, η κριτική του γείτονα, οι καθημερινές εξιδανικεύσεις, τα προσωπικά προτεκτοράτα… Χάθηκαν. Σαν να ήταν ένα κακόγουστο κωμικό θεατρικό σε συνέχειες, που ίσως αν το δεις στον ύπνο θα σε ξυπνήσει κάθιδρο και μες τον τρόμο.
Οι στρατηγοί χωρίς στρατό, οι πολιτικές φωτιές με τις ξύλινες γλώσσες, οι αναλύσεις για την ανάλυση οι πρωτοπορίες, οι αόρατοι τιμονιέρηδες, οι σταλινικοί, οι μικροηγέτες που περπατούν καμαρωτά, οι ιδεολογίες και τα «θα σου πω εγώ τι πρέπει να γίνει»… Εξαερώθηκαν. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Η Ιστορία τους έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. [ Αν και αυτοί, παμπόνηροι όπως είναι, θα βρουν τρόπο να την παραβιάσουν για να επανατοποθετηθούν…]
Στο κέντρο του περιφραγμένου με σύνορα γεωγραφικό χώρου που επιβιώνουμε, ξέσπασε μια άγρια κοινωνική έκρηξη. Ταυτόχρονα και ανεξάρτητα ξέσπασαν επιθέσεις και μάχες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτού του χώρου. [ Εκείνο το σαββατόβραδο, όταν με τους ισότιμους συνοδοιπόρους κατεβαίναμε για επίθεση, κάποιοι από εμάς συνάντησαν μερικά 15χρονα να κοιτάνε με ενοχικό βλέμμα και να μας γνέφουν «μα καλά, τι είναι αυτά που κάνετε;». Γνώριμα πρόσωπα-προφανώς ήταν ο εαυτός μας πριν πολλά χρονιά. Φυσικά τα αγνοήσαμε, δεν είχαμε χρόνο. Εξάλλου μικρά παιδιά είναι, κάποια στιγμή θα καταλάβουν. Το μέλλον προμηνύεται πιο μαύρο από ποτέ. Η σημερινή εκμετάλλευση και καταπίεση θα ωχριά μπροστά στην εκμετάλλευση και καταπίεση του μέλλοντος.]
Η επιστροφή στην κανονικότητα της ομαλότητάς ή στην ομαλότητα της κανονικότητας, δεν ήταν απαραίτητα αναμενόμενη. Όμως κατέφτασε και επιβλήθηκε στην λογική της πλειοψηφίας.
Ωστόσο, οι θαυμαστές «αισχρές μειοψηφίες» δεν σιωπούν.
Το διακύβευμα είναι απλό: ονομάζεται ζωή.
Συνεπώς, η επίθεση στην ειρήνη των κυριάρχων και σε όσους την υποστηρίζουν συνεχίζεται.