Το facebook, ο ναρκισσισμός, η αποξένωση και η αόρατη εργασία.

 

paros14fin

 

[από τις σελίδες του 14ου τεύχους του εντύπου “Παροξυσμός”]

 

Αυτήν την στιγμή το «facebook» σημειώνει ρεκόρ επισκεψιμότητας με τον αριθμό των χρηστών να ξεπερνά επίσημα το ένα δισεκατομμύριο. Η αρχική ιδέα της δημιουργίας αυτού του πανίσχυρου δικτύου βασίστηκε στην δυνατότητα μετατροπής μιας διαδικτυακής σχέσης σε άμεση ή έμμεση ερωτική/σεξουαλική σχέση. Δυο άγνωστοι άνθρωποι, μεταφέρονται από τον «πραγματικό» κόσμο στο εικονικό κόσμο του διαδικτύου, γνωρίζονται εκεί με την προσδοκία να επιστρέψουν στον «πραγματικό» κόσμο και να σμίξουν … Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι ανεξαρτήτως αποτελέσματος, η επιστροφή αυτή σπανίως συντελείται και ο χρήστης μένει εγκλωβισμένος στο αχανές χωροχρόνο του διαδικτύου, καρφωμένος στην οθόνη του υπολογιστή, νομίζοντας πως κοινωνικοποιείται, ταξιδεύει, συμμετέχει, δρα πολιτικά… Όλα αυτά συντελούνται στο σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον, όπου οι άνθρωποι απομονώνονται και διαφέρουν όλο και περισσότερο ο ένας απ’τον άλλον και ταυτόχρονα μετατρέπονται σε ουδέτερα ομοιογενή στοιχεία. Ο καθένας και η καθεμία έχει την δυνατότητα να διαλέξει στυλ και άποψη μέσα από μια γκάμα επιλόγων προχωρώντας παράλληλα και στην κατάλληλη κατανάλωση εμπορευμάτων. Το αποτέλεσμα είναι οι έννοιες της ύπαρξης, του νοήματος και της ταυτότητας να γίνονται αντιληπτές μόνο μέσα από τη σκοπιά του εμπορεύματος.

 

Το facebook, ως μέσο, εμπεριέχει διάφορες μορφές επικοινωνίας, διαμεσολαβημένης πάντα, μιας και ανάμεσα των χρηστών υπάρχει ως επικοινωνιακό μέσο ο υπολογιστής και οι λειτουργίες του facebook. Αν θέλαμε με δυο λέξεις να περιγράψουμε την συμπεριφορά του μέσου χρήστη του facebook, θα επιλέγαμε τις λέξεις «ναρκισσισμός» και «εγωισμός». Ο ναρκισσισμός και ο εγωισμός ανατροφοδοτούνται από διάφορες επιλογές του facebook. Παράδειγμα ο «Τοίχος» (wall) προσκαλεί τον χρήστη να γράψει τί σκέφτεται ("Τι σκέφτεστε;") και τους φίλους του να γράψουν κάτι στον χρήστη ("Γράψτε κάτι …"). Από την πλευρά του χρήστη το μήνυμα που θα γράψει είναι αυτοαναφορικό, μια έκκληση προς παρατήρηση και κοινωνική σχέση. Οι φίλοι του μπορούν να του κάνουν «like», επιβραβεύοντας τον, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι ο χρήστης αποκτά ένα ρόλο και μια σημασία στην κοινωνία. Από ένα σημείο και μετά ο χρήστης ανεβάζει μηνύματα, τραγούδια, βίντεο και φωτογραφίες τα οποία επιδιώκει να είναι τα πλέον αποδεκτά στους ψηφιακούς του φίλους. Πολλά από αυτά ίσως να μην τον εκφράζουν ή να μην έχουν ιδιαίτερη σημασία για αυτόν, αλλά προωθούνται λόγω της αποδοχής που μπορεί να έχουν σε μια μερίδα των φίλων του, φτιάχνοντας ένα προφίλ που απέχει από την πραγματικότητα του χρήστη. Έτσι, το προφίλ του facebook αποτελεί συνήθως ένα ασυνάρτητο μωσαϊκό στο οποίο ο Μπακούνιν βρίσκεται δίπλα στο Game of Throne, διάσημοι ποδοσφαιριστές δίπλα στους Ζαπατίστας, ένα ανέκδοτο να διαδέχεται τη φωτογραφία μιας δολοφονίας και ο σπάιντερ-μαν να παίρνει την θέση ενός αστέγου… Το ασυνάρτητο αυτό ψηφιακό μωσαϊκό φυσικά αντικατοπτρίζει και τη σημερινή κατάσταση κοινωνικής αφασίας και εγωπάθειας που κυριαρχεί.

 

Τελικά, ο χρήστης μετατρέπεται σε ηθοποιό επί σκηνής, ενώ οι υπόλοιποι χρήστες στο κοινό του. Ο χρήστης καθορίζει την δραστηριότητά του στο facebook σε σχέση με το τί θέλει το υποτιθέμενο κοινό του. Πλέον, ο χρήστης διακατέχεται από μια αγωνία να παίξει τον ρόλο του, να φτιάξει το προφίλ του, να προωθήσει τις ιδέες του, να πει την γνώμη του επί παντός επιστητού, να επιβάλει την αισθητική και την άποψη του, να δώσει την παράστασή του, να γίνει κάποιος. Και όλα αυτά καρφωμένος πάντα στην οθόνη του pc του ή του tablet του.

 

Εδώ, μπορούμε να πούμε, πως ο χρήστης μπορεί να μην είναι ικανοποιημένος από την ίδια την καθημερινότητά του και το facebook να λειτουργεί ως υποκατάστατο το οποίο αναστέλλει κάθε κίνηση για αλλαγή, μιας και η «άλλη» επιθυμητή καθημερινότητα εκπληρώνεται μέσα από αυτό.

 

Τελικά ο χρήστης αποξενώνεται, με το «φαίνεσθαι» να απέχει πολύ από το «είναι». Από τη μια αισθάνεται ψεύτικος -λόγω της εικόνας που προωθεί- και από την άλλη θεωρεί τον πραγματικό εαυτό σαν κάτι μικρό και ασήμαντο. Ο ναρκισσισμός και ο εγωισμός εντείνουν τον φόβο της απόρριψης και η κοινωνία και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων προβάλλουν εχθρικά και απειλητικά προς τον χρήστη.

 

Κάνοντας την παραπάνω μικρή αναφορά για το πως οι λειτουργίες του facebook επηρεάζουν τον ίδιο τον χρήστη, δεν μπορούμε έτσι απλά να καταλήξουμε σε μια δαιμονοποίηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των τεχνολογιών επικοινωνίας. Ούτε πιστεύουμε πως όποιος διαβάσει αυτό το κείμενο, θα εγκαταλείψει την αγαπημένη του διαδικτυακή ασχολία. Ας συνειδητοποιήσουμε, όμως, την αποξένωση και το χάσιμο που προκαλεί αυτό το μέσο, αλλά και την εκμετάλλευση που κρύβει.  Και ένα μέσο με ένα δις χρήστες και τόσες δυνατότητες, δεν είναι δυνατόν να μην βασίζεται στην εκμετάλλευση. Όλη αυτή την παραγωγική δύναμη του facebook, σίγουρα δεν την δημιουργεί ο Zuckerberg. Εμείς, οι εργάτες και οι εργάτριες αυτού του κόσμου την δημιουργούμε. Και μάλιστα, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, εργαζόμαστε άμισθα καθημερινά για το facebook καθώς και για άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Συγκεκριμένα, το facebook εγκολπώνει κάθε μέρα περιεχόμενα, γνώσεις, συναισθήματα ακόμα και σχέσεις από όλους τους χρήστες. Τούτος ο πλούτος του facebook δεν παράγεται από τον Zuckerberg, αλλά από όλους τους χρήστες του. Κάθε μέρα ο Zuckerberg, πουλά αυτήν την εργασία των χρηστών -την οποία ποτέ δεν αμείβει-, μετατρέποντας την σε κέρδος για τον ίδιο. Κοντολογίς, η ψηφιακή κοινότητα του facebook παράγει πληροφορία (γούστα, καταναλωτικές συνήθειες, τάσεις αγοραστικές) που πακετάρονται με την μορφή στατιστικών στοιχείων και πωλούνται σε άλλους, όπως επίσης χρησιμοποιούνται σε διαφημίσεις και προσφορές όλων των ειδών.

 

Ένα δις και κάτι ψιλά εκατομμύρια άνθρωποι που χρησιμοποιούν αυτήν την στιγμή το facebook,  το κάνουν λόγω της ανάγκης για επικοινωνία στον πραγματικό κόσμο και για τον αντίστοιχο μετασχηματισμό του. Το πρόβλημα είναι ότι οι δυνατότητες των χρηστών εγκλωβίζονται στο ψηφιακό κόσμο και τείνουν να υποκαταστήσουν τις αδιαμεσολάβητες μορφές επικοινωνίας. Επίσης, η συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών πιστεύει ότι του παρέχουν μια δωρεάν δυνατότητα, ενώ στην πραγματικότητα είναι αντικείμενο κοροϊδίας και εκμετάλλευσης. Συνεπώς, ας συνειδητοποιήσουμε πως το facebook μας αποξενώνει και ενσωματώνει εκμετάλλευση. Είναι ένα φαραωνικό ψηφιακό έργο που κάθε μέρα οικοδομείται από την δικιά μας αόρατη εργασία. Ας αποκτήσουμε την επίγνωση και ας δούμε πως οι αγαπημένες ψηφιακές ασχολίες, αποτελούν πηγές πλουτισμού κάποιων που εκμεταλλεύονται ανθρώπους, που πατούν επί πτωμάτων, για να αποκτούν δύναμη και να μετασχηματίζουν τον κόσμο προς όφελός τους… Πάντα υπάρχουν μηχανισμοί υποδούλωσης και εκμετάλλευσης. Ωστόσο, πάντα υπάρχουν και αυτοί και αυτές που αντιστέκονται και επιχειρούν να τους φέρουν σε κρίση.

 

Πηγές:

 

faceboo 

 

Για τον άστεγο αναρχικό ποιητή Κορνήλιο Λουλούδη.

 

K._Louloudis_1955-2014

 

Χτες 16 Αυγούστου 2014 στις 2 παρά τέταρτο το μεσημέρι βρέθηκε νεκρός στην οδό Πατριάρχου Γρηγορίου στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών ο παλιός μου φίλος και συγκρατούμενος κατά την περίοδο 1978-1981, που βρισκόμουνα στην φυλακή για πολιτικούς λόγους, Κορνήλιος Λουλούδης. Το έμαθα από την αστυνομία, η οποία βρήκε πάνω του το τηλέφωνό μου. Η αστυνομία έψαχνε για συγγενείς για να αναλάβουν την κηδεία. Μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί κανένας.

 

Ο Κορνήλιος Λουλούδης τα τελευταία πέντε χρόνια, τουλάχιστον, ήτανε άστεγος και έμενε σε κάποιο ερείπιο στα Εξάρχεια. Δεν είχε στον ήλιο μοίρα και έτρωγε από τα συσσίτια του Δήμου Αθηναίων ή από τα περισσεύματα που του έδινε μια καλή γυναίκα από ένα εστιατόριο των Εξαρχείων. Ποιος ήταν ο Λουλούδης και γιατί γράφω γι αυτόν;

 

Ο Κορνήλιος Λουλούδης ήταν ένας από τους ποινικούς κρατούμενους που μέσα στη φυλακή γνωρίστηκαν με αναρχικούς της δεκαετίας του 1970, όπως και ο σκοτωμένος από την αστυνομία το 1987 Μιχάλης Πρέκας, ο οποίος ήταν φίλος του Λουλούδη και μέσα στην φυλακή συνεργαζόντουσαν στο φτιάξιμο εργόχειρων για να βρίσκουν λεφτά για τα τσιγάρα τους και τα είδη πρώτης ανάγκης. Εγώ τον γνώρισα από έναν άλλο συγκρατούμενο μου, που ήταν μέσα για ληστεία τράπεζας με ομήρους, τον Θόδωρο Τσουβαλάκη. Ο Λουλούδης τότε ήταν 23 χρονών αλλά είχε γνωρίσει τις φυλακές και τα βασανιστήρια από πολύ μικρότερος, κατά την διάρκεια της εφτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας 1967-1974. Καταγόταν από την Καβάλα, αλλά πολύ μικρός είχε έρθει στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του και η φτώχεια τον οδήγησε στις φυλακές ανηλίκων της οδού Βουλιαγμένης. Το 1982 βρέθηκε στην ίδια φυλακή (φυλακές Πάτρας) μαζί με τον Μιχάλη Πρέκα, τον Θόδωρο Τσουβαλάκη και τον αναρχικό Θόδωρο Πισιμίση, που υπήρξε αυτός που καταδικάστηκε στην μεγαλύτερη ποινή φυλάκισης από τους καταληψίες που συλληφθήκανε κατά την εκκένωση της πρώτης κατάληψης κτιρίου από αντιεξουσιαστές που έγινε στην Αθήνα, της κατάληψης της οδού Βαλτετσίου 60 (αν δεν κάνω λάθος). Μαζί και με άλλους δύο κρατούμενους, τους οποίους είχα γνωρίσει κι εγώ, από τους οποίους ο ένας ήταν από το Ιράκ, ο Λουλούδης, ο Πισιμίσης, ο Τσουβαλάκης και οι άλλοι είχαν κατέβει σε απεργία πείνας. Ο Λουλούδης τότε ήταν ήδη πολιτικοποιημένος και είχε βρει στον αναρχισμό την μόνη κοινωνική θεωρία που δεν τον έβλεπε σαν πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Άλλωστε ήταν σκεπτόμενος άνθρωπος και όσο ήταν στην φυλακή έγραφε εκατοντάδες ποιήματα, αρκετά από τα οποία αποτελούσαν σκληρή κριτική για το κοινωνικό σύστημα. Είχε επίσης ταλέντο στο σχέδιο και γι αυτό μαζί με τα ποιήματα ζωγράφιζε και διάφορα έγχρωμα διακοσμητικά σχέδια. Ακόμα και τα γράμματα του ήταν τόσο όμορφα λες και είχαν βγει από μεσαιωνικό χειρόγραφο.

 

Το 1983, ο Λουλούδης βγήκε για μια ακόμη φορά από την φυλακή και προσπάθησε να επιβιώσει εργαζόμενος σε επαγγέλματα για πρώην φυλακισμένους. Διατήρησε όμως τις επαφές του με τον αναρχικό χώρο και κατά την δεκαετία του 1980 έβγαζε χειρόγραφα περιοδικάκια, όπως «Το κουρδοκέλι», τα οποία το φωτοτυπούσε σε πολλά αντίτυπα και το μοίραζε στα Εξάρχεια. Στον στρατό δεν υπηρέτησε γιατί όταν παρουσιάστηκε γρήγορα κατάφερε να απαλλαγεί για λόγους ψυχικής υγείας. Κάποιες φορές μπήκε στην φυλακή για μικροαδικήματα, όπως τότε που έκατσε ένα μήνα γιατί πιάστηκε χωρίς εισιτήριο και δεν πήγε να πληρώσει το πρόστιμο, όμως τον περισσότερο καιρό ήταν έξω. Όσο ήταν έξω συνέχισε να γράφει ποιήματα που τα κυκλοφορούσε με τα περιοδικάκια του. Εκτός από τα περιοδικάκια που έβγαζε, είχε γνωριστεί και με δημοσιογράφους και είχε κάνει καταγγελίες για τις συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές. Τα γραφεία της εφημερίδας «Η Αυγή» ήταν ο χώρος, όπου προτιμούσε να κινείται.

 

Δεν ήταν, όμως ο άνθρωπος που μπορούσε να στεριώσει σε μια δουλειά. Σε κάποια φάση δούλευε σαν κλητήρας στο δημαρχείο της γενέτειράς του της Καβάλας αλλά απολύθηκε όταν βρήκε την ατζέντα του Δημάρχου και γνωστοποίησε το περιεχόμενο της στους πολιτικούς του αντιπάλους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σκάνδαλο. Η ανέχεια τον οδήγησε να επιχειρήσει και μια μεγάλη ένοπλη ληστεία. Μαζί με κάποιον άλλο χτυπήσανε ένα κέντρο διανομής των Ελληνικών Ταχυδρομείων σε κάποια συνοικία του Πειραιά (1998), όμως πιαστήκανε μετά από το ανθρωποκυνηγητό που εξαπέλυσε η αστυνομία. Για αυτήν την ληστεία, πέρα από το άγριο ξύλο που έφαγε από την αστυνομία, έκατσε 7 χρόνια στην φυλακή.

 

Νομίζω από εκείνη την φυλάκιση κι έπειτα δεν ξαναμπήκε στη φυλακή. Όμως δεν ξαναδούλεψε κιόλας με συνέπεια να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του σε έσχατη ένδεια. Συνέχισε να γράφει ποιήματα και να συχνάζει σε δημοσιογραφικά γραφεία αλλά μόλις πριν λίγους μήνες καταφέραμε και βγάλαμε κάποια από αυτά σε βιβλίο με τον τίτλο «Το μαύρο κουτί της φυλακής». Έζησε αρκετά (1955-2014) για να δει τα ποιήματά του τυπωμένα. Αλλά δεν τον ενδιέφερε πια. Μήνες περάσανε μετά την εκτύπωσή τους μέχρι να τον ξαναβρώ να του τα δώσω. Ήξερε ότι ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για αυτά που αυτός θεωρούσε σημαντικά. Το έβλεπε άλλωστε από την αποτυχία των προσπαθειών μου για να κάνω γνωστό το έργο του, όπως ήταν το μπλογκ «Το μαύρο κουτί της φυλακής» που του είχα φτιάξει. Δεν έπαυε πάντως να πιστεύει στην Αναρχία. Ίσως γιατί αυτή ήταν η μόνη που τον έκανε να αισθάνεται αξιοπρέπεια, οσοδήποτε και διαφορετικός να ήταν ο τρόπος της ζωής του.

 

Ο Κορνήλιος Λουλούδης, ο άστεγος αναρχικός ποιητής έφτασε επιτέλους στην κορυφή του Γολγοθά του, που ανέβαινε μόνος του όλα αυτά τα χρόνια, όπως έχω ξαναγράψει τόσο παλιά όσο το 1987, στο βιβλίο μου «Το τρελόχαρτο». Δεν πέθανε στον σταυρό αλλά στον δρόμο, όπως πεθαίνουν οι καταραμένοι ποιητές και συγγραφείς, σαν την Κατερίνα Γώγου, τον Θέμο Κορνάρο, τον Λέοντα Τολστόι, στο παρελθόν. Όπως και η Κατερίνα, έτσι κι αυτός μπορεί να επιδίωξε έναν τέτοιο θάνατο από την ταπεινωτική μεταχείριση την οποία επιφυλάσσουν για τους αστέγους στα νοσοκομεία. Ίσως γι αυτό δεν δέχτηκε να βγάλει βιβλιάριο απορίας, όπως τον παρακαλούσα. Πέθανε μόνος του, όπως ήθελε να μένει πάντα, εξαιτίας της αξιοπρέπειας του που τον εμπόδιζε να συνδέει την ζωή του με τις ζωές των άλλων. Στο πρόσωπό του η ελληνική κοινωνία απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι, αν δεν έχει κάποιος λεφτά, αυτός δεν έχει γι αυτήν μεγαλύτερη αξία από ένα αδέσποτο σκυλί. Και για μένα προσωπικά, η ζωή του αστέγου που έζησε ο Λουλούδης και ο θάνατός του στο δρόμο, απόδειξαν πόσο ελάχιστα πράγματα μπόρεσα να κάνω από αυτά που έλεγα στον Λουλούδη για να ελπίσει στην Αναρχία, όταν ήμασταν νέοι, στις πάλαι ποτέ φυλακές της Αίγινας.

 

Φίλιππας Κυρίτσης

 
Κοιμάμαι σαν ασβός…
 

Λόγω του ότι

το ποινικό μου μητρώο

είναι βεβαρυμένο

και χρώματος σκούρο, γκρίζο,

μαύρο, κατάμαυρο,

η πολιτεία, το ελληνικό κράτος,

μ' έχει αποκλείσει

από το κοινωνικό γίγνεσθαι

από το "υγιές κοινωνικό σύνολο"!

 

Κοιμάμαι σαν ασβός,

νυφίτσα, σαν κουνάβι,

τυφλοπόντικας μέσα σε χόρτα

με χαρτόνια και φελιζόλ,

ψάχνω σκουπιδοτενεκέδες

κάτι να βρω να φάω,

κάθε ξημέρωμα

καινούργιος εφιάλτης,

το μέλλον μου

χωρίς κοντάρι άλτης!

 

 
Louloudis
 

I come and stand at every door…

 

Ποίημα του Ναζιμ Χικμετ στα τούρκικα, αγγλικά και ελληνικά, που αναφέρεται στην ασύλληπτη καταστροφική ενεργεία που εκλύθηκε από την βόμβα στην Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου του 1945, ώρα 8:15 το πρωί…

 

 

I COME AND STAND AT EVERY DOOR

I come and stand at every door
but no-one hears my silent tread
I knock and yet remain unseen
for I am dead, for I am dead

 

I’m only seven although I’ve died
in Hiroshima long ago
I’m seven now as I was then
when children die they do not grow

 

My hair was scorched by swirling flame
my eyes grew dim, my eyes grew blind
Death came and turned my bones to dust
and that was scattered by the wind

 

I need no fruit, I need no rice
I need no sweet, nor even bread
I ask for nothing for myself
for I am dead, for I am dead

 

All that I ask is that for peace
you fight today, you fight today
so that the children of this world
may live and grow, and laugh and play

 

 

 

Η απόδοση στα Ελληνικά:

Έρχομαι και στέκομαι έξω από κάθε πόρτα,
Αλλά κανείς δεν ακούει τα αθόρυβα βήματά μου,

Κτυπώ αλλά εξακολουθώ να είμαι αθώρητη,
Επειδή είμαι πεθαμένη, επειδή είμαι πεθαμένη.

 

Είμαι μόλις επτά χρονώ μολονότι έχω πεθάνει,

Στη Χιροσίμα εδώ και πολύ καιρό,

Είμαι και τώρα επτά χρονώ όπως και τότε,
επειδή τα παιδιά που πεθαίνουν, δεν μεγαλώνουν.

 

Τα μαλλιά μου καήκαν από ανεμοστρόβιλο φωτιάς,

Τα μάτια μου θαμπώσανε κι έχασα το φως,

Ο θάνατος ήρθε και μετάτρεψε τα κόκκαλα μου σε στάχτη,

Που σκορπίστηκε από τον αέρα.

 

Δεν χρειάζομαι φρούτα, δεν θέλω ρύζι,
Δεν έχω ανάγκη από γλυκά, ούτε κι από ψωμί,

Δεν ζητώ τίποτα για μένα,

Επειδή είμαι νεκρή, επειδή είμαι νεκρή.

 

Αυτό που ζητώ είναι για την ειρήνη,

Να πολεμήσετε σήμερα, να πολεμήσετε σήμερα,
Έτσι που τα παιδιά αυτού του κόσμου,

Να μπορούν να ζουν, να μεγαλώνουν, να γελούν και να παίζουν

 

 

 Kız Çocuğu

Kapıları çalan benim
kapıları birer birer.
Gözünüze görünemem
göze görünmez ölüler.

 

Hiroşima’da öleli
oluyor bir on yıl kadar.
Yedi yaşında bir kızım,
büyümez ölü çocuklar.

 

Saçlarım tutuştu önce,
gözlerim yandı kavruldu.
Bir avuç kül oluverdim,
külüm havaya savruldu.

 

Benim sizden kendim için
hiçbir şey istediğim yok.
Şeker bile yiyemez ki
şâat gibi yanan çocuk.

 

Çalıyorum kapınızı,
teyze, amca, bir imza ver.
Çocuklar öldürülmesin,
şeker de yiyebilsinler

Δημοσιεύτηκε από Αναρχία και Ζωή

ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ.

 

Η πόλη είναι κίτρινη. Μια πόλη φτιαγμένη από άμμο. Άμμος καυτή παντού. Ο αέρας πηχτός, ζεστός. Ράγες από τρένα, ξεχασμένα, που κάποτε κυλούσαν. Μέσα στις ράγες κείτονται ψόφια περιστέρια. Μια γρια που σέρνει ένα γαϊδούρι κουτσό. Η εικόνα της τρέμει από την καυτή ατμόσφαιρα. Μια γυναίκα έγκυος, πάνω σε μια βεράντα. Η κοιλιά της είναι διάφανη και φαίνεται το έμβρυο. Έχει δόντια, και παρακολουθεί τα πάντα με μάτια άγρια. Η γυναίκα κρατάει μια πετονιά και ψαρεύει. Κάτω από την βεράντα είναι ένας βούρκος, ένα έλος πρασινοκίτρινο. Από κει βγάζει ψάρια μεγάλα,   ίσα μ’αυτην, έχουν χέρια και πόδια και ουρλιάζουν με ανθρώπινη φωνή. Τα πετάει με δύναμη και σκάνε με πάταγο το ένα πάνω στο άλλο, στο μάρμαρο της βεράντας. Σπαρταράνε εκεί για ώρα, ώσπου δεν κινούνται πια. Το έμβρυο μέσα της, γελάει χαιρέκακα. Μια παιδική χαρά μουσείο. Ένα λούνα πάρκ μισοθαμμένο στην άμμο.

 

Ο κυβερνήτης της πόλης βγαίνει να μιλήσει. Ανεβαίνει σε μια εξέδρα που έγινε γι’αυτό το σκοπό. Ξανθά, θαμπά, μακριά, μαλλιά, επιβλητική φωνή, μάτια σκληρά. Στο χέρι του κρατάει ένα μαστίγιο, μακρύ, χιλιόμετρα. Με μια κίνηση του, μπορεί να πάρει το κεφάλι κάποιου, στην άλλη άκρη της πόλης. Εκθειάζει τα καλά αυτής της πόλης και φτύνει υποσχέσεις στα σκονισμένα πρόσωπα των ανθρώπων, μα κανείς δεν τολμά να φέρει αντίρρηση. Δεν τολμά να σκεφτεί καν. Διαβάζει τη σκέψη κι αλίμονο σ’ αυτόν που δεν τον συμπαθεί. Κινδυνεύουν οι πάντες από το μαστίγιο του. Ακόμα και εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να νιώσεις το μαστίγιο στο λαιμό σου.

 

Οι άνθρωποι σκύβουν το κεφάλι και θάβουν σε βαθιές σήραγγες της ψυχής τους κάθε αντιδραστική σκέψη κι αρνητικό συναίσθημα.

 

Όταν μετά από καιρό, θελήσουν να τα βρουν, δεν θα υπάρχουν πια. Έχουν χαθεί. Μαζί κι η ψυχή τους. Όμως τους αρκεί, που το κεφάλι στέκεται ακόμα στους ωμούς τους.   

A.

Marvel (7)