Χτες 16 Αυγούστου 2014 στις 2 παρά τέταρτο το μεσημέρι βρέθηκε νεκρός στην οδό Πατριάρχου Γρηγορίου στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών ο παλιός μου φίλος και συγκρατούμενος κατά την περίοδο 1978-1981, που βρισκόμουνα στην φυλακή για πολιτικούς λόγους, Κορνήλιος Λουλούδης. Το έμαθα από την αστυνομία, η οποία βρήκε πάνω του το τηλέφωνό μου. Η αστυνομία έψαχνε για συγγενείς για να αναλάβουν την κηδεία. Μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί κανένας.
Ο Κορνήλιος Λουλούδης τα τελευταία πέντε χρόνια, τουλάχιστον, ήτανε άστεγος και έμενε σε κάποιο ερείπιο στα Εξάρχεια. Δεν είχε στον ήλιο μοίρα και έτρωγε από τα συσσίτια του Δήμου Αθηναίων ή από τα περισσεύματα που του έδινε μια καλή γυναίκα από ένα εστιατόριο των Εξαρχείων. Ποιος ήταν ο Λουλούδης και γιατί γράφω γι αυτόν;
Ο Κορνήλιος Λουλούδης ήταν ένας από τους ποινικούς κρατούμενους που μέσα στη φυλακή γνωρίστηκαν με αναρχικούς της δεκαετίας του 1970, όπως και ο σκοτωμένος από την αστυνομία το 1987 Μιχάλης Πρέκας, ο οποίος ήταν φίλος του Λουλούδη και μέσα στην φυλακή συνεργαζόντουσαν στο φτιάξιμο εργόχειρων για να βρίσκουν λεφτά για τα τσιγάρα τους και τα είδη πρώτης ανάγκης. Εγώ τον γνώρισα από έναν άλλο συγκρατούμενο μου, που ήταν μέσα για ληστεία τράπεζας με ομήρους, τον Θόδωρο Τσουβαλάκη. Ο Λουλούδης τότε ήταν 23 χρονών αλλά είχε γνωρίσει τις φυλακές και τα βασανιστήρια από πολύ μικρότερος, κατά την διάρκεια της εφτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας 1967-1974. Καταγόταν από την Καβάλα, αλλά πολύ μικρός είχε έρθει στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του και η φτώχεια τον οδήγησε στις φυλακές ανηλίκων της οδού Βουλιαγμένης. Το 1982 βρέθηκε στην ίδια φυλακή (φυλακές Πάτρας) μαζί με τον Μιχάλη Πρέκα, τον Θόδωρο Τσουβαλάκη και τον αναρχικό Θόδωρο Πισιμίση, που υπήρξε αυτός που καταδικάστηκε στην μεγαλύτερη ποινή φυλάκισης από τους καταληψίες που συλληφθήκανε κατά την εκκένωση της πρώτης κατάληψης κτιρίου από αντιεξουσιαστές που έγινε στην Αθήνα, της κατάληψης της οδού Βαλτετσίου 60 (αν δεν κάνω λάθος). Μαζί και με άλλους δύο κρατούμενους, τους οποίους είχα γνωρίσει κι εγώ, από τους οποίους ο ένας ήταν από το Ιράκ, ο Λουλούδης, ο Πισιμίσης, ο Τσουβαλάκης και οι άλλοι είχαν κατέβει σε απεργία πείνας. Ο Λουλούδης τότε ήταν ήδη πολιτικοποιημένος και είχε βρει στον αναρχισμό την μόνη κοινωνική θεωρία που δεν τον έβλεπε σαν πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Άλλωστε ήταν σκεπτόμενος άνθρωπος και όσο ήταν στην φυλακή έγραφε εκατοντάδες ποιήματα, αρκετά από τα οποία αποτελούσαν σκληρή κριτική για το κοινωνικό σύστημα. Είχε επίσης ταλέντο στο σχέδιο και γι αυτό μαζί με τα ποιήματα ζωγράφιζε και διάφορα έγχρωμα διακοσμητικά σχέδια. Ακόμα και τα γράμματα του ήταν τόσο όμορφα λες και είχαν βγει από μεσαιωνικό χειρόγραφο.
Το 1983, ο Λουλούδης βγήκε για μια ακόμη φορά από την φυλακή και προσπάθησε να επιβιώσει εργαζόμενος σε επαγγέλματα για πρώην φυλακισμένους. Διατήρησε όμως τις επαφές του με τον αναρχικό χώρο και κατά την δεκαετία του 1980 έβγαζε χειρόγραφα περιοδικάκια, όπως «Το κουρδοκέλι», τα οποία το φωτοτυπούσε σε πολλά αντίτυπα και το μοίραζε στα Εξάρχεια. Στον στρατό δεν υπηρέτησε γιατί όταν παρουσιάστηκε γρήγορα κατάφερε να απαλλαγεί για λόγους ψυχικής υγείας. Κάποιες φορές μπήκε στην φυλακή για μικροαδικήματα, όπως τότε που έκατσε ένα μήνα γιατί πιάστηκε χωρίς εισιτήριο και δεν πήγε να πληρώσει το πρόστιμο, όμως τον περισσότερο καιρό ήταν έξω. Όσο ήταν έξω συνέχισε να γράφει ποιήματα που τα κυκλοφορούσε με τα περιοδικάκια του. Εκτός από τα περιοδικάκια που έβγαζε, είχε γνωριστεί και με δημοσιογράφους και είχε κάνει καταγγελίες για τις συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές. Τα γραφεία της εφημερίδας «Η Αυγή» ήταν ο χώρος, όπου προτιμούσε να κινείται.
Δεν ήταν, όμως ο άνθρωπος που μπορούσε να στεριώσει σε μια δουλειά. Σε κάποια φάση δούλευε σαν κλητήρας στο δημαρχείο της γενέτειράς του της Καβάλας αλλά απολύθηκε όταν βρήκε την ατζέντα του Δημάρχου και γνωστοποίησε το περιεχόμενο της στους πολιτικούς του αντιπάλους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σκάνδαλο. Η ανέχεια τον οδήγησε να επιχειρήσει και μια μεγάλη ένοπλη ληστεία. Μαζί με κάποιον άλλο χτυπήσανε ένα κέντρο διανομής των Ελληνικών Ταχυδρομείων σε κάποια συνοικία του Πειραιά (1998), όμως πιαστήκανε μετά από το ανθρωποκυνηγητό που εξαπέλυσε η αστυνομία. Για αυτήν την ληστεία, πέρα από το άγριο ξύλο που έφαγε από την αστυνομία, έκατσε 7 χρόνια στην φυλακή.
Νομίζω από εκείνη την φυλάκιση κι έπειτα δεν ξαναμπήκε στη φυλακή. Όμως δεν ξαναδούλεψε κιόλας με συνέπεια να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του σε έσχατη ένδεια. Συνέχισε να γράφει ποιήματα και να συχνάζει σε δημοσιογραφικά γραφεία αλλά μόλις πριν λίγους μήνες καταφέραμε και βγάλαμε κάποια από αυτά σε βιβλίο με τον τίτλο «Το μαύρο κουτί της φυλακής». Έζησε αρκετά (1955-2014) για να δει τα ποιήματά του τυπωμένα. Αλλά δεν τον ενδιέφερε πια. Μήνες περάσανε μετά την εκτύπωσή τους μέχρι να τον ξαναβρώ να του τα δώσω. Ήξερε ότι ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για αυτά που αυτός θεωρούσε σημαντικά. Το έβλεπε άλλωστε από την αποτυχία των προσπαθειών μου για να κάνω γνωστό το έργο του, όπως ήταν το μπλογκ «Το μαύρο κουτί της φυλακής» που του είχα φτιάξει. Δεν έπαυε πάντως να πιστεύει στην Αναρχία. Ίσως γιατί αυτή ήταν η μόνη που τον έκανε να αισθάνεται αξιοπρέπεια, οσοδήποτε και διαφορετικός να ήταν ο τρόπος της ζωής του.
Ο Κορνήλιος Λουλούδης, ο άστεγος αναρχικός ποιητής έφτασε επιτέλους στην κορυφή του Γολγοθά του, που ανέβαινε μόνος του όλα αυτά τα χρόνια, όπως έχω ξαναγράψει τόσο παλιά όσο το 1987, στο βιβλίο μου «Το τρελόχαρτο». Δεν πέθανε στον σταυρό αλλά στον δρόμο, όπως πεθαίνουν οι καταραμένοι ποιητές και συγγραφείς, σαν την Κατερίνα Γώγου, τον Θέμο Κορνάρο, τον Λέοντα Τολστόι, στο παρελθόν. Όπως και η Κατερίνα, έτσι κι αυτός μπορεί να επιδίωξε έναν τέτοιο θάνατο από την ταπεινωτική μεταχείριση την οποία επιφυλάσσουν για τους αστέγους στα νοσοκομεία. Ίσως γι αυτό δεν δέχτηκε να βγάλει βιβλιάριο απορίας, όπως τον παρακαλούσα. Πέθανε μόνος του, όπως ήθελε να μένει πάντα, εξαιτίας της αξιοπρέπειας του που τον εμπόδιζε να συνδέει την ζωή του με τις ζωές των άλλων. Στο πρόσωπό του η ελληνική κοινωνία απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι, αν δεν έχει κάποιος λεφτά, αυτός δεν έχει γι αυτήν μεγαλύτερη αξία από ένα αδέσποτο σκυλί. Και για μένα προσωπικά, η ζωή του αστέγου που έζησε ο Λουλούδης και ο θάνατός του στο δρόμο, απόδειξαν πόσο ελάχιστα πράγματα μπόρεσα να κάνω από αυτά που έλεγα στον Λουλούδη για να ελπίσει στην Αναρχία, όταν ήμασταν νέοι, στις πάλαι ποτέ φυλακές της Αίγινας.
Φίλιππας Κυρίτσης
Λόγω του ότι
το ποινικό μου μητρώο
είναι βεβαρυμένο
και χρώματος σκούρο, γκρίζο,
μαύρο, κατάμαυρο,
η πολιτεία, το ελληνικό κράτος,
μ' έχει αποκλείσει
από το κοινωνικό γίγνεσθαι
από το "υγιές κοινωνικό σύνολο"!
Κοιμάμαι σαν ασβός,
νυφίτσα, σαν κουνάβι,
τυφλοπόντικας μέσα σε χόρτα
με χαρτόνια και φελιζόλ,
ψάχνω σκουπιδοτενεκέδες
κάτι να βρω να φάω,
κάθε ξημέρωμα
καινούργιος εφιάλτης,
το μέλλον μου
χωρίς κοντάρι άλτης!