Για την παλιά Λαχαναγορά Αγρινίου: ένα κείμενο και μερικές φωτογραφίες

 

αρνησεις-λαχαν

 

Από την δεκαετία του ’90, που εξελίσσονταν με πιο εντατικούς ρυθμούς η ανάπλαση των πόλεων, συλλογικότητες, συνελεύσεις και ομάδες του αναρχικού και αντιεξουσιαστικού χώρου, καθώς και αρκετές νεολαιίστικες πρωτοβουλίες, έβαζαν ως αιχμή στο λόγο και στις δράσεις τους, το ζήτημα  της επαναοικειοποίησης των δημοσίων χώρων με την προοπτική της απελευθέρωσής τους από τα δεσμά της  ελεύθερης αγοράς. Σκοπός του κράτους και του κεφαλαίου ήταν και είναι η κερδοφορία μέσω της εμπορευματοποίησης περιοχών που μέχρι πρότινος ήταν ελεύθεροι και δημόσιοι. Στο Αγρίνιο τα παράδειγμα δεν είναι λίγα: καταστροφή αλσυλλίων και δασικών εκτάσεων στην περιοχή του Παλιού Αγίου Χριστοφόρου, ανάπλαση της Κεντρικής Πλατείας, κατασκευή της πλατείας Δημάδη, πεζοδρόμοι για να εξυπηρετούν τα τραπεζοκαθίσματα των καφετεριών, φωταγωγήσεις, ξεκίνημα της ανάπλασης της παλαιάς Λαχαναγοράς και τόσα ακόμη. Φτάνοντας στο σήμερα, όπου σημειώνεται η συνέχιση των εργασιών στην παλιά Λαχαναγορά και καθώς και η έναρξη της ανάπλασης – λεηλασίας του Δημοτικού Πάρκου, δεν αρκεί να μιλήσουμε μόνο για εμπορευματοποίηση των δημόσιων χώρων. Πλέον, καταδεικνύεται πως η ιδιωτικοποίηση του δημοτικού (δημόσιου) τομέα και των συλλογικών υποδομών έχει ως σκοπό την διάλυση της κοινωνικής ζωής και των κοινωνικών σχέσεων που υλοποιούνται και σε αυτούς χώρους, λαμβάνοντας πάντα υπόψην πως δημόσιος είναι ο χώρος που κομμάτια της κοινωνίας αποφασίζουν για λογαριασμό τους. Μπορούμε να πούμε με σιγουριά πλέον πως οι ιδιωτικοποιημένοι (περιφραγμένοι) χώροι αποτελούν την απάντηση στον φόβο της απειλής των «άλλων» σε όλο και πιο πολωμένες πόλεις, σε όλο και πιο πολωμένες κοινωνίες…

 

Με αφορμή την συνέχιση των έργων ανάπλασης της Λαχαναγοράς, παρακάτω δημοσιεύουμε ένα παλιότερο κείμενο του Παροξυσμού σχετικά με την ιστορία της μέσα από τα …δικά της μάτια. Μια ιστορία που ανακατεύει την παλιά αγρινιώτικη κοινωνία με την «άλλη πλευρά» της κοινωνίας του σύγχρονου Αγρινίου που εκφράζεται και προτείνει μακριά από μεσολαβήσεις και εξουσιαστικές λογικές. Σαν παραμύθι… Και παραμένουμε με ένα προβληματισμό: σε λίγο που όλοι θα περπατάμε πιο γρήγορα, με μια ζωή ξένη, σε μια πόλη ξένη, όταν περάσουμε μπροστά από την εξώπορτα της κυρά Λαχαναγοράς, αυτή, θα μας κλείσει το μάτι;

 

 

Ένα κτίριο μιλάει: Μια ιστορία από την παλιά Λαχαναγορά Αγρινίου

 

Είμαι η παλαιά λαχαναγορά και σας χαιρετώ. Γεννήθηκα -χτίστηκα- για να είμαι ακριβής το 1933 και από τότε είμαι μόνιμη κάτοικος Αγρινίου… Έχω ζήσει πολλά. Ευτυχώς μέχρι τώρα έχω ζήσει και πολλά χρόνια. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται… Και επειδή η καιροί είναι χαλεποί και αύριο -μακριά από εμάς- μπορεί να μη ζω… και για να ακριβολογήσω και πάλι …μπορεί να έχω γκρεμιστεί …ή να με έχουν γκρεμίσει… θα ήθελα να πω την ιστορία μου.

 

Γενικά στη ζωή μου έχω περάσει από πολλές φάσεις… Ξέρεις τώρα… Και εμείς τα κτήρια αποκτάμε ζωή μέσα από τη ζωή αυτών που μας κατοικούν ή που μας χρησιμοποιούν… Γιατί ως γνωστό, τα ντουβάρια από μόνα τους δεν έχουν καμία απολύτως αξία.

 

Πέρασα από πολλές φάσεις λοιπόν. Η πρώτη μου φάση ήταν όταν με χτίζανε … Πότε δε ξέχασα την κραυγή από τον χτίστη που έπεσε από την στέγη μου. Ποτέ δε θα ξεχάσω τον πόνο που ένοιωσε και ένοιωσα και εγώ. Από τότε και μέχρι που πέθανε περπατούσε στραβά… Μετά, και αφού ήμουν έτοιμη, για πολλά χρόνια αποτέλεσα χώρο στέγασης των εμπορικών δραστηριοτήτων των ψαράδων και των μανάβηδων. Αυτό έγινε μέχρι το ‘90 περίπου. Και για να σας πω την αλήθεια, αυτή ήταν και η καλύτερη περίοδο της ζωής μου.

 

Καταρχήν δε ξεχάσω ποτέ τις μυρωδιές. Λένε πως τα ψάρια μυρίζουν άσχημα… Λάθος. Αν εντοπίσει κάποιος τη θάλασσα και το αλάτι στη μυρωδιά τους θα καταλάβει… Και τα πορτοκάλια, τα λεμόνια, τα μανταρίνια… Δυνατές μυρωδιές… Μυρωδιές που τώρα σπάνια τις συναντάς .. Ξεφλούδιζες ένα μανταρίνι και μοσχοβόλαγε ο τόπος… Σταφύλια, καρπούζια, πεπόνια, κεράσια… Άλλο πράγμα.

 

Αλλά και οι συμπεριφορές των ανθρώπων ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές. Σήμερα, δεν ξέρω, οι άνθρωποι είναι γυαλισμένοι, ψυχροί και αγέρωχοι. Τότε ήταν αλλιώς. Πιο έξω καρδιά; Ποιο χαρούμενοι; Μήπως ήταν απλά περισσότερο ο εαυτός τους; Ωστόσο τα προβλήματα ήταν πολλά αλλά τους έβλεπες χαιρόντουσαν με τα απλά, τα καθημερινά. Το αεράκι που φυσάει, η μυρωδιά του χώματος μετά τη βροχή, η ζωντανή γεύση από ένα καλογινωμένο φρούτο και άλλα τέτοια που θεωρούνται και καλά ποιητικά…

 

Και οι σχέσεις ήταν διαφορετικές. Είχαν πολύ ένταση και αλήθεια. Ο κυρ Νίκος ο Χοντρός δε δίστασε να μείνει ολοτσιτσιδος σε καμιά 10αριά ανθρώπους μόνο και μόνο για να ζυγιστεί στη πλάστιγγα, να αποδείξει ότι ήταν ένα κιλό ελαφρύτερος για να κερδίσει ένα στοίχημα της πλάκας. Δεν το κέρδισε όμως. «Τσάμπα το στριπτίζ μωρέ Νικόλα», του είπαν μετά τα φιλαράκια του . Ενώ ο κυρ Τάσος έσπασε ένα-ένα όλα τα καρπούζια του για να ξεπλύνει την υποτιθέμενη προσβολή όταν του παραπονέθηκαν ότι είχε δώσει άγουρα καρπούζια. Αυτό ήταν έκφραση! Ως λαχαναγορά τότε δεν αποτελούσα σημείο μιας απλής εμπορικής συνδιαλλαγής. Αποτελούσα ένα από τα σημαντικότερα σημεία αναφοράς της πόλης… Όλοι οι παλιοί αγρινιώτες εργάτες και αγρότες είχαν περάσει από μένα. Κάθε μαγαζάκι είχε και απέξω και μερικά τελάρα ή στην καλύτερη κανα κουτσό τραπεζάκι για να κάθονται για παρέα οι φίλοι και οι οχτροί. Αλλά και οι τσαμπουκάδες ήταν και πιο έντονοι τότε. Πολύ πιο έντονοι. Αλλά τι να κάνουμε, έτσι είναι η ζωή. Εξάλλου καλύτερα τσαμπουκάς, παρά υποκρισία και μορφωμένες ρουφιανιές. Βέβαια και τότε υπήρχαν μπάτσοι και χαφιέδες όμως ούτε και τότε ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί.

 

Λίγο πριν το ‘90 και μετά τα πράγματα τα είδα να αλλάζουν. Ήρθαν και τα πολυκαταστήματα. Το κέντρο του Αγρινίου άρχισε να γίνεται ασφυκτικό. Τα κτίρια όλα ήταν ανήσυχα. Όταν συζητούσαμε μεταξύ μας όλο στη καταστροφή πήγαινε ο νους μας. Κάτι θα άλλαζε αλλά τι ακριβώς θα ήταν αυτό δε ξέραμε… Μάθαμε αργότερα το όνομά του: Ανάπλαση.

 

Το ‘90 έπαψα να είμαι λαχαναγορά και μετονομάστηκα σε «παλιά λαχαναγορά». Είπαν πως ένα τέτοιο κτίριο με τέτοια δραστηριότητα δεν μπορούσε να παραμείνει ενεργό στο κέντρο του Αγρινίου. Οι αθηναϊκές καταβολές θα ήταν αναπόφευκτες και η πόλη μου θα έπρεπε να φωταγωγηθεί. Τότε έπεσα σε κατάθλιψη και ακολούθησε μία απελπιστική περίοδος. Τα παλιά σπίτια που ήμασταν φίλοι και μιλούσαμε, ξαφνικά εξαφανίστηκαν. Στη θέση τους ξεφύτρωσαν μοντέρνες πολυκατοικίες. Οι σχέσεις μου με αυτές ήταν μόνο εχθρικές. Όπως επίσης και με τα σουπερ μάρκετ, τα κλαμπ, τα σχολεία, το Δημαρχείο και άλλα πολλά κτήρια. Γιατί οι άνθρωποι δεν ορίζουν αυτά τα κτίρια όπως θα έπρεπε, αλλά τα κτίρια αυτά είναι που ορίζουν τους ανθρώπους. Γιατί είπαμε ότι οι άνθρωποι είναι που πρέπει να δίνουν ζωή στα κτίρια. Για εκείνη την περίοδο λοιπόν μόνο σκοτεινές ιστορίες έχω να διηγηθώ… Ιστορίες και αστικούς μύθους που αραχνιάζουν πάντα κάθε είδους εγκαταλελειμμένα κτίρια: Σκυφτοί άνθρωποι, κατεστραμμένες ψυχές, πνεύματα και στοιχειά, ηρωίνη. Άστα να πάνε…

 

Και εκεί που νόμιζα κάπου το ‘98 πως όλα τελείωσαν και ευχόμουν να’ ρθει καμιά μπουλντόζα μπας και πάρει τέλος αυτή η παλιοκατάσταση, σκάνε κάτι τύποι ψιλοφρικιά και έτσι και μέσα σε λίγες μέρες χωρίς να πάρω γραμμή γέμισα με μουσικές και ανθρώπους ωραίους με περίεργα κουρέματα, ζωγραφιστά μπλουζάκια και παντελόνια, μποτάκια και παραμάνες αλλά κυρίως γέμισα με ιδέες και σκέψεις που δεν περιστρέφονταν γύρω από καβάτζες και λεφτά. Και αυτό μου άρεσε. Τους τύπους δεν τους είχα ξαναδεί ποτέ πριν . Έμαθα όμως για αυτούς: ήταν πανκ και αναρχικοί και προέρχονταν από ένα σπίτι που το είχαν βαπτίσει «Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Αγρινίου –Studio OverGround» (που λειτούργησε μέχρι το 2001 περίπου). Μετά από αυτό κάθε λίγο και λιγάκι έρχονταν αυτοί οι τύποι και όχι μόνο αυτοί αλλά και πολύ άλλοι, με στόλιζαν με πανό, με ζωγράφιζαν με σπρέι, με γέμιζαν με μουσική, κουβέντες και εικόνες. Μετά ήρθαν άλλοι με νέες ιδέες, άλλη ομιλία, άλλη μουσική, άλλες εικόνες. Και τελικά μπορώ να πω ότι ως ένα σημαντικό σημείο κατάφεραν το σκοπό τους: έγινα σημείο αναφοράς πάλι στη πόλη η τοπική κοινωνία ξανάνιωσε την παρουσία μου… Πολύ όμως είχα στραβώσει όταν κάποιοι τύποι προερχόμενοι από ένα άλλο κτήριο που δεν πολύ γουστάρω, τη Πανεπιστημιακή Σχολή, ήρθαν και έκαναν συναυλία με είσοδο. Και μαζί με εμένα είχαν στραβώσει και άλλοι πολλοί… Mα δεν καταλαβαίνω! Τόσες δεκαετίες μπαινοβγαίνει οποίος θέλει και όποτε θέλει και ήρθαν κάποιοι έξυπνοι να βγάλουν λεφτά από μένα. Ευτυχώς δε ξανάγινε.

 

Τα χρόνια πέρασαν, τα κτίρια άλλαξαν, άλλαξα και εγώ. Αν και πια δεν είμαι το σημείο αναφοράς που ήμουν, δεν ξεχάστηκα. Συνεχίζω να υπάρχω και είμαι χαρούμενη γιατί δίπλα από μένα, στο παλιό στάδιο της ΓΕΑ, έγινε μία πλατεία, μαύρο χάλι. Ή μάλλον άσπρο χάλι. Μία κάτασπρη μαρμαρένια πλατειά με μπετό και όλο ψύχρα, είναι τώρα ο νέος μου συγκάτοικος. Όχι δεν τρελάθηκα. Μπορεί η δεσποινίς πλατεία να μη μου αρέσει, άλλα μου αρέσει όλος ο κόσμος που σκάει εκεί. Πιτσιρικάδες με σκέιτ κάνουν φιγούρες όλη μέρα και το βράδυ γκαφιτάδες καταθέτουν την τέχνη τους. Από άσπρη η πλατεία έχει γίνει πολύχρωμος καμβάς ανεμελιάς. Μιας ανεμελιάς όχι αφασίας, μα ανεμελιά με τσαμπουκά. Και αυτό φάνηκε στη εκδήλωση που έκαναν κάποιοι από τους θαμώνες της πλατείας, που χωρίς καμία άδεια στήσανε τα όργανα και χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς έκαναν αυτό που θέλανε. Και φυσικά -τι παράληψη!- το πανό που πάντα κοσμεί το παράπλευρο τοίχωμα μου.

 

Εντάξει όπως και να το κάνουμε καλά είναι και τώρα… Αλλά μου λείπουν και οι παλιές καταστάσεις. Από τον κυρ Νικόλα το Χοντρό μέχρι και άλλους που ενώ ήταν ανέμελοι και δυναμικοί, ξαφνικά έφυγαν και άλλαξαν. Βέβαια ο κυρ Νικόλας έμεινε μέχρι τέλους ρεμάλι και μάγκας. Αλλά οι άλλοι; Γιατί ρε παιδιά τέτοια αλλαγή; Σε ένα κόσμο ετοιμόρροπο, δεν υπάρχουν καβάτζες. Γιατί να τα παραδώσετε τα όπλα; Κάτι ξέρω εγώ που τα λέω. Παρατηρώ και αν και ποτέ δεν επεμβαίνω, ξέρω, έχω δει, έχω μάθει. Επικοινωνώ με όλα τα κτίρια και καταλαβαίνω.

 

Καταστολή δεν είναι ο μπάτσος μόνο… Καταστολή είναι και οι ψεύτικες αναπνοές, ο ψεύτικος βηματισμός, η ψεύτικη ζωή. Και τελικά, όλοι αυτοί που έμειναν για πάντα νέοι, κορόιδα ήτανε;

 

Έντυπο δρόμου «Παροξυσμός», Τεύχος #10, 2007

 

(Μερικές φωτογραφίες από εκδηλώσεις στην παλια Λαχαναγορά)

vxra      bomb

 

laxanxas      mb

      

 

(Αφίσες απο κάποιες εκδηλώσεις)

steki-kopila

 

steki       AFISA-AGRINIO-POLEMOS      AGRINIO-ANTIFA-EKD  

 

 

Είστε υπέρ ή κατά;

 

Η ΑΠΟΦΑΣΗ


Είστε υπέρ ή κατά;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι.

 

Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί, πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε.
Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή.
Παιδιά, γυναίκες, έντομα.
Βλαβερά φυτά, χαμένες ώρες, δύσκολα πάθη, χαλασμένα δόντια, μέτρια φιλμ.
Κι αυτό θα σας βασάνισε ασφαλώς.

 

Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν.
Έστω με ναι ή όχι.
Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση.


Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε τις ασχολίες σας, να διακόψτε τη ζωή σας, τις προσφιλείς εφημερίδες σας, τις συζητήσεις στο κουρείο, τις Κυριακές σας στα γήπεδα.
 

Μια λέξη μόνο.
Εμπρός λοιπόν:Είστε υπέρ ή κατά ;
Σκεφτείτε το καλά. Θα περιμένω.

 

Μ. Αναγνωστάκης

Αγρίνιο, 1926: Ο ΑΙΜΑΤΗΡΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

 

 

( Η κηδεία των Θεμιστοκλή Καρανικόλα και Βασιλικής Γεωργαντζέλη.

Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στην συμβολή των οδών  Παπαστράτου, Μπότσαρη και Σουλίου. )

 

 

Το 1926 η κατακόρυφη άνοδος του συναλλάγματος, είχε άμεσες ευεργετικές επιπτώσεις στο καπνεμπόριο. Έτσι οι καπνεργάτες κινητοποιούνται και απαιτούν ανάλογη αύξηση στα πενιχρά τους μεροκάματα. Οι καπνέμποροι αρνούνται κατηγορηματικά και έτσι οι καπνεργάτες κήρυξαν απεργία το Σάββατο 31 Ιουλίου 1926.

 

Οι μέρες περνούσαν, οι δύο πλευρές έμεναν αμετακίνητες στις αρχικές θέσεις τους. Το Σωματείο, μετά από 8 ημέρες απεργίας χωρίς καμία πρόοδο στις διαπραγματεύσεις, βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα: Αν συνέχιζε την απεργία, θα άρχιζε η διαρροή, αφού οι ανάγκες εκατοντάδων οικογενειών ήταν πιεστικές. Αν αποφάσιζε την μαχητική παρουσία με δυναμικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, η σύγκρουση με την Χωροφυλακή θα ήταν αναπόφευκτη.

 

Αποφασίζουν το δεύτερο και ζητούν άδεια για να συγκεντρωθούν οι απεργοί την Δευτέρα, 9 Αυγούστου, στην πλατεία της Αγοράς, (Πλατεία Στράτου, σημερινή Πλατεία Ειρήνης) εκεί όπου γίνονταν όλες οι πολιτικές εκδηλώσεις. Οι αρχές αρνούνται και τους χορηγούν άδεια για την συγκέντρωσή τους στο χώρο της Αγίας Σωτήρας (το σημερινό Πάρκο), που τότε θεωρούνταν εκτός της πόλης. Πράγματι από το πρωί της Κυριακής 8 Αυγούστου, οι απεργοί άρχισαν να συγκεντρώνονται στον χώρο της Αγίας Σωτήρας, με μαύρες σημαίες πάνω στις οποίες έγραφαν: «Δικαία απαίτησις, ή 100 δράμια ψωμί ή ένα χρόνο απεργία»

 

Γύρω στις 8 το πρωί είχαν συγκεντρωθεί γύρω στους 8000 απεργούς. Οι αρχές είχαν τοποθετήσει ισχυρή δύναμη Χωροφυλακής στην «καμπή» της οδού Αγρινίου-Αμφιλοχίας, καθώς και μία δύναμη Ευζώνων, που είχε έρθει από το Μεσολόγγι. Μετά από τους λόγους που εκφωνήθηκαν, η συγκέντρωση διαλύθηκε και οι απεργοί σκορπίστηκαν άλλοι προς τον προσφυγικό συνοικισμό Αγ. Κωνσταντίνου και άλλοι προς την πόλη. Η ομάδα που κατευθύνθηκε προς την πόλη, ήρθε αντιμέτωπη με τις δυνάμεις της Χωροφυλακής. Ο ταγματάρχης Ζαμπετάκης που ήταν επικεφαλής, τους προέτρεψε να κατέβουν προς την πόλη ανά δύο άτομα. Οι απεργοί διαβεβαίωσαν τον Ζαμπετάκη ότι η συγκέντρωσή τους είχε διαλυθεί, αλλά αρνήθηκαν να χωριστούν σε ομάδες των δύο.

 

Ακολουθεί συμπλοκή και η διαταγή του ταγματάρχη να πυροβολήσουν στον αέρα ήταν η αφορμή να επιτεθούν με πέτρες μερικές εργάτριες στην δύναμη της χωροφυλακής. Οι σφαίρες που μέχρι τότε έπεφταν στον αέρα, γύρισαν προς τους απεργούς. Μία σφαίρα βρίσκει στο κεφάλι τον νεαρό, σχεδόν παιδί, Θεμιστοκλή Καρανικόλα, που, σύμφωνα με μαρτυρίες, βρέθηκε τυχαία στο χώρο του επεισοδίου. Μία άλλη σφαίρα τραυματίζει θανάσιμα την έγκυο καπνεργάτρια Βασιλική Γεωργαντζέλη, που ξεψύχησε λίγο αργότερα. Ήταν 29 ετών και είχε ήδη δύο παιδιά, τον Γεράσιμο 9 ετών και την Παρασκευή 5 ετών. Ο εργάτης Δ. Τσαμπάς τραυματίζεται σοβαρά στο μπράτσο, που ακρωτηριάστηκε. Το νέο διαδίδεται στο Αγρίνιο γρήγορα και η κηδεία της Βασιλικής Γεωργαντζέλη και του Θεμιστοκλή Καρανικόλα, γίνεται στον Άγιο Δημήτριο παίρνοντας μορφή διαδήλωσης.

 

Σημείωση 1:

Η απεργία συνεχίστηκε για σαράντα μέρες ακόμη. Το Μάιο του ΄29 ξαναγίνονται μεγάλες κινητοποιήσεις καπνεργατών με αιτήματα σχετικά με το ταμείο ασφάλισης. Το Σεπτέμβριο του ΄29 ξεκινά απεργία, ενώ τον Οκτώβριο γίνονται αιματηρά επεισόδια. Η χωροφυλακή μπαίνει στην αυλή του κτιρίου όπου βρίσκονταν η εργατική λέσχη (πλ. Σουλίου)  για να απαγορεύσει τη συνεδρίαση της διοίκησης του Σωματείου καπνεργατών. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν τραυματίζονται σοβαρά 2 χωροφύλακες από πυροβολισμούς (ο επικεφαλής χωροφυλακής Δημητρόπουλος) και τρεις καπνεργάτες ελαφρά. Ακολούθησαν συλλήψεις. Το σωματείο των καπνεργατών διασπάστηκε το 1930 με σχεδόν καθολική συμμετοχή.

 

Σημείωση 2:

Σύμφωνα με το βιβλίο του Γιάννη Καρύτσα «Ο σφαγιασμός των αρχειομαρξιστών της περιοχής Αγρινίου από τον ελληνικό σταλινισμό» (εκδόσεις Άρδην) στην κινητοποίηση του ’26 οι αρχειομαρξιστές βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή μαζί με άλλους εργάτες και εργάτριες. Μετά τον Αιματηρό Αύγουστο πολλοί αρχειομαρξιστές κυνηγήθηκαν από τις δυνάμεις καταστολής με συνέπεια να αναγκαστούν να καταφύγουν στην Αθήνα. 

Οι αυτόχειρες

Ένα παλιό ποίημα του Γ. από τις σελίδες του Παροξυσμού ως μια μοναδική -και αμήχανη- άρθρωση δίπλα στις αυτοκτονίες και τις απόπειρες αυτοκτονίων των τελευταίων ημερών στην πόλη του Αγρινίου.

 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με συγκλόνιζαν. Στέκω με σεβασμό και αμηχανία μπροστά στη φυγή τους. Αδυνατώ να κατανοήσω τη πράξη τους. Νοιώθω μια νοσηρή περιέργεια για τις τελευταίες σκέψεις τους, τα μικρά και τα μεγάλα που τους απασχολούν πριν περάσουν στην άλλη πλευρά. Επιχειρώ να αφουγκραστώ τη λύπη και την απόγνωσή τους, την ήρεμη απελπισία τους. Επιχειρώ να ακολουθήσω ανάποδα τη διαδρομή τους: από το τέλος στην αιτία.
 
Πάντα κάτι μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με φόβιζαν. Με τρομάζει αυτό το βήμα να βρεθούν στο απέκεινα, να στρέψουν τα νώτα τους στη ζωή, να ακυρώσουν ότι εμείς θεωρούμε μεγαλείο της αλλά γι΄αυτούς αποδείχτηκε μνημειώδες σφάλμα. Καταργούν την ύπαρξή τους τόσο απλά όσο εμείς την αντέχουμε. Παλεύουνε για να βγουν κάτι που σ΄ εμάς μοιάζει απανεμιά.
 
Κάτι προφανώς μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με θύμωναν. Με εκμηδενίζει η δύναμή τους, το θάρρος -αυτό που φαίνεται θάρρος-, η γενναιότητα και η απουσία φόβου για κει που ταξιδεύουν. Αναρωτιέμαι ποιος εφιάλτης να τους στοιχειώνει. Πόσα λίγα πράγματα τους κρατούσαν στη ζωή και πάνε έτσι θαρραλέα στο άγνωστο.
 
Κάτι βεβαίως μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με αναστάτωναν. Ποιους δυσανάγνωστους ουρανούς κοίταζαν; Πόσο μαύρη ήταν η νύχτα τους; Πόσο τυραννική η μέρα τους; Πόσο ταραγμένος ο ύπνος τους; Πόσο ανυπεράσπιστα τα συναισθήματά τους; Πόσο καιρό ακόνιζαν τα όπλα της ευαισθησίας τους; Τι πάστα άνθρωποι είναι τέλος πάντων; Ατσάλινοι ή γυάλινοι;
 
Κάτι από αυτούς μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με γέμιζαν ενοχές. Σαν να φταίμε όλοι μας που δεν τους χωρέσαμε. Έχει κάτι περιφρονητικό η πράξη τους. Έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα και συμβιβασμοί. Κι όμως αυτοί ξεχωρίζουν: η θλίψη τους μεγαλύτερη από τη χαρά τους. Αναλαμβάνουν να κλείσουν λογαριασμούς αυτοί μόνοι σ΄ έναν κόσμο που πάντα κλέβει στο δούναι και λαβείν.
 
Κάτι μου διαφεύγει.
 
 
Οι αυτόχειρες πάντα με συγκλόνιζαν. Γνωστοί και άγνωστοι, όλοι φεύγουν μ΄ένα παράπονο που δεν το άκουσε κανείς, με λυγμούς που δεν παρηγόρησε κανείς. Οργιάζουν τόσο ήσυχα πίσω από τις λέξεις που διαλέγουν να πουν αντίο. Πότε ένα ευχαριστώ ,πότε ένα κατηγορώ, σπανίως τίποτα. Πάντα όργια από άλλες διαδρομές και για άλλες αιτίες πάντα. Όλοι κρυφοί συνομιλητές μιας άλλης ζωής, της ζωής που δεν βίωσαν. Άραγε υπήρχε πάντοτε αυτή η παρόρμηση; Πως χτίστηκε μέσα τους; Ποιες πληγές μάτωναν τη φιλήσυχη ή άγρια καθημερινότητά τους; Πότε αποφασίζουν να διασχίσουν τα σύνορα του ανείπωτου;
 
 
Στέκω πάντα με σεβασμό μπροστά στους αυτόχειρες. Μου είναι άγνωστοι και γίνονται οικείοι καθώς ανοίγουν τη πόρτα και βγαίνουν από τη ζωή σαν να είναι κάπου αλλού ο απώτερος σκοπός τους. Νικημένοι ή νικητές; Μυστήριο. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε θα γραφτεί ένα ωραίο κείμενο χωρίς ίχνος αλήθειας που ίσως αυτό να δώσει τη λύση του αινίγματος.
 
Γ.