«Τι σόι άντρας είναι αυτός που χτυπά μια γυναίκα;». «Είναι γυναίκα η Κανέλη;» Όταν ο αντρισμός, η θηλυπρέπεια και τα πουσταριά προσκαλούν τον φασισμό σε τσάι.
[ του Δημήτρη Αγγελίδη, αναδημοσίευση από το περιοδικό 10%]
(…)
Και μόνο το επεισόδιο του τηλεοπτικού ξυλοδαρμού της Κανέλη από τον Κασιδιάρη φτάνει για να μας δείξει πώς χρησιμοποιούνται σήμερα η σεξουαλικότητα και το φύλο για να διαχωρίσουν το κοινωνικό σώμα και να επιβάλουν αποκλεισμούς στο πολιτικό και στο οικονομικό πεδίο. Οι συζητήσεις που ακολούθησαν το επεισόδιο επικεντρώθηκαν σε δύο ερωτήματα: «τι σόι άντρας είναι αυτός που χτυπά μια γυναίκα;» και «είναι γυναίκα η Κανέλη;».
Όσο τα κέρδη του παγκόσμιου κεφαλαίου πολλαπλασιάζονται και η πίτα συρρικνώνεται για τους πολλούς, πρέπει να συρρικνωθεί το κοινωνικό σώμα που διεκδικεί μερίδιο.
Το πρώτο ερώτημα, παρά τον αποτροπιασμό που εκφράζει για τον ξυλοδαρμό, αναπαράγει τον ορισμό της γυναίκας ως ασθενούς φύλου και ερμηνεύει το επεισόδιο σαν μια εξαίρεση, σαν μια ατυχή και στιγμιαία παραβίαση των κανόνων του ιπποτικού σαβουάρ βιβρ. Και όμως, ο άντρας που χτυπά γυναίκες (όπως και οποιονδήποτε θεωρεί ο άντρας πως αμφισβητεί την κυριαρχία του) δεν είναι εξαίρεση, αλλά ο ίδιος ο κανόνας της μάτσο αρρενωπότητας. Το κρίσιμο σημείο που ξεχωρίζει τον αληθινό άντρα είναι η δυνατότητα που έχει να καταφεύγει στη βία. Μας το δείχνουν οι λαϊκές φράσεις που συμπυκνώνουν τη μυθολογία του αντρισμού: ο άντρας ο πολλά βαρύς, ο άντρας που γαμάει και δέρνει. Στο σύμπαν της ετεροκανονικότητας, ο άντρας, σαν το κράτος, έχει το μονοπώλιο της βίας. Γι'αυτό και από το επεισόδιο του τηλεοπτικού ξυλοδαρμού ο Κασιδιάρης βγήκε αναβαπτισμένος στην κολυμπήθρα του αντρισμού. Αν ο άντρας φαίνεται στις πράξεις κι όχι στα λόγια, ο Κασιδιάρης έδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πως είναι άντρας. Απέκτησε έτσι εχέγγυα αξιοπιστίας που του επέτρεψαν να ισχυριστεί με πειστικότητα, για το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται, πως είναι ικανός να αλλάξει την Ελλάδα, όπως έλεγε στις διαφημίσεις της Χρυσής Αυγής που βγήκαν στον αέρα αμέσως μετά το επεισόδιο.
Το δεύτερο ερώτημα ξεκαθαρίζει τα πράγματα και από την αντίστροφη πλευρά, αυτήν του θύματος του επεισοδίου. Μια γυναίκα δεν θεωρείται γυναίκα (και άρα τοποθετείται στο περιθώριο των αναγνωρίσιμων φύλων, στην επικράτεια του αλλόκοτου) όταν δεν επιτελεί τον αποδεκτό έμφυλο ρόλο της, είτε επειδή τα βάζει στα ίσα με τους άντρες στο προπύργιο του αντρισμού, την πολιτική, είτε επειδή θεωρείται λεσβία, εξ ορισμού απαξιωμένη και απόβλητη. Μας το λέει ξεκάθαρα το χρυσαυγίτικο σύνθημα εκείνων των ημερών «ρίξε Ηλία ξύλο στη λεσβία». Να λοιπόν που το ερώτημα «δεν είμαι 'γώ γυναίκα;» που απηύθυνε η μαύρη σκλάβα και αγωνίστρια Sojourner Truth στο συνέδριο για τα γυναικεία δικαιώματα στο Οχάιο το 1851 επανέρχεται σήμερα επιτακτικά στην Ελλάδα της κρίσης, κι ας μην το ρώτησε η ίδια η Κανέλη. Το γεγονός ότι, αντιθέτως, η ίδια αποσιώπησε την έμφυλη και σεξουαλική διάσταση του χτυπήματος και μάλιστα, τη στιγμή που νόμιζε ότι δεν έγραφαν οι κάμερες, χαρακτήρισε «πουσταριά» τους Χρυσαυγίτες, δείχνει πώς το φύλο και η σεξουαλικότητα περνούν στον πολιτικό λόγο, είτε μέσα από όσα λέγονται γι'αυτά, είτε μέσα από όσα δεν λέγονται και αποσιωπούνται.
Στο σύμπαν της ετεροκανονικότητας, ο άντρας, σαν το κράτος, έχει το μονοπώλιο της βίας.
Ας μη γελιόμαστε. Στη σημερινή κατά μέτωπο ταξική επίθεση, ο έμφυλος και σεξουαλικός διαχωρισμός του κοινωνικού σώματος εντείνεται, όπως εντείνονται και άλλοι διαχωρισμοί, που τοποθετούν τα ανθρώπινα σώματα στη ζώνη του αλλόκοτου, της αβίωτης ζωής, της επισφάλειας. Οι μη άντρες, οι μη ετεροφυλόφιλοι, οι μη γηγενείς, οι μη κατέχοντες, οι μη υγιείς, οι μη αρτιμελείς, οι άστεγοι, τοποθετούνται σήμερα με δριμύτητα στην απέναντι όχθη, σε ένα είδος Σπιναλόγκας, εκεί που τους ενέταξε εξαρχής η νεωτερικότητα, έστω κι αν κάποια στιγμή κατάφεραν να διεκδικήσουν το πέρασμά τους στην πλευρά του κανονικού.
Στην απέναντι όχθη, οι ζωές των ανθρώπων δεν έχουν σημασία ο θάνατός τους δεν πενθείται. Τι άλλο είναι τα διαμελισμένα σώματα των αλλοδαπών που έχουν βρεθεί σε κάδους απορριμάτων της Αττικής, χωρίς κανείς να τα αναζητήσει, να τα μνημονεύσει, να τα πενθήσει, να εξεγερθεί γι' αυτά, να ερευνήσει τις συνθήκες του θανάτου τους, εκτός ίσως από κάποια επίμονη δημοσιογράφο με ειδικές ευαισθησίες; Τι άλλο είναι τα διαπομπευμένα και φυλακισμένα σώματα των τοξικοεξαρτημένων και οροθετικών ιερόδουλων, σώματα για τα οποία παύει αίφνης να ισχύει το περίφημο αξιακό και δικαιικό οπλοστάσιο της νεωτερικότητας; Τι άλλο είναι τα σκορπισμένα στο πεζοδρόμιο σώματα των επαιτών και των εθισμένων στην πρέζα και στη σίσα, τα σώματα των σκηνιτών Τσιγγάνων που μεγαλώνουν τα παιδιά τους δίπλα στα ποντίκια, τα σώματα των μεταναστών που τρέχουν πανικόβλητοι και πανικόβλητες να ξεφύγουν από τη γροθιά και το μαχαίρι Ελλήνων; Σ'αυτά τα σώματα βλέπουμε τα αποτελέσματα χρόνων συστηματικών διαχωρισμών και απαξίωσης.
Ο στόχος είναι πια εμφανής, αν δεν θέλουμε να εθελοτυφλούμε. Όσο τα κέρδη του παγκόσμιου κεφαλαίου πολλαπλασιάζονται και η πίτα συρρικνώνεται για τους πολλούς, πρέπει να συρρικνωθεί το κοινωνικό σώμα που διεκδικεί μερίδιο. Τα ολοένα και λιγότερα ψίχουλα που αφήνει η ιδιοποίηση της εργασίας από το κεφάλαιο δεν φτάνουν πια η επιβίωση κάποιων περνά μέσα από το θάνατο άλλων. Ας μην ξεχνάμε ότι η εξόντωση των Εβραίων συνοδεύτηκε από τη λεηλασία των περιουσιών τους προς όφελος άλλων. Στόχος λοιπόν είναι να μείνουν όσο το δυνατόν περισσότερα στρώματα του πληθυσμού οριακά εκτός της νομής του πλούτου, να εξασφαλίζουν τόσα μόνο όσα είναι απαραίτητο για να αναπαράγεται η φτηνή τους εργατική δύναμη κι αν δεν μπορούν πια ούτε αυτό, να η έξοδος: απέλαση, εγκλεισμός, θάνατος. Σ'αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε την πρόσφατη συζήτηση για την επιβάρυνση του συστήματος υγείας και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης από τους μετανάστες, την προ των πυλών συρρίκνωση των επιδομάτων αναπηρίας ώστε να δίνονται μόνο σ' όσους βρίσκονται στο όριο της επιβίωσης, αλλά και τις συνεχιζόμενες διακρίσεις στην αγορά εργασίας σε βάρος των διαφορετικών.
Στρατηγικός στόχος για να επιτευχθεί ο αποκλεισμός είναι αφενός να περάσει ως φυσικός και αυτονόητος, κάτι που επιτυγχάνεται κατεξοχήν με τα τερτίπια της γλώσσας (χαρακτηριστικό παράδειγμα το ίδιο το ερώτημα «είναι γυναίκα η Κανέλη;» και ο τρόπος με τον οποίο μιλάμε για ολόκληρες κοινωνικές ομάδες: «οι πούστηδες», «οι γύφτοι», «τα πρεζάκια», «οι πουτάνες», «οι άπλυτοι», «οι άρρωστοι», «οι Πάκι», «οι κωλοαλβανοί»), και αφετέρου να καμφθεί κάθε απόπειρα οργάνωσης των θιγόμενων σε ομάδες συλλογικής διεκδίκησης των συμφερόντων τους. Ο φασισμός είναι το τελευταίο ανάχωμα του καπιταλισμού ενάντια στις κινήσεις αποσταθεροποίησής του.
(…)
Στο όνομα του έθνους, της σεξουαλικότητας, του φύλου, της υγείας, της αρτιμέλειας, της τάξης, το σύστημα εξουσίας εντείνει σήμερα την τακτική των διαιρέσεων που εφάρμοζε ανέκαθεν, προκειμένου να βασιλεύει και να πολλαπλασιάζει τα κέρδη του. Απέναντι σ'αυτή την ιδιότυπη αριθμητική του φασισμού, το μόνο που μας μένει είναι να απαντήσουμε με πρόσθεση: να ενώσουμε τη φωνή μας και τα σώματά μας όλοι όσοι και όσες βρισκόμαστε, ή κινδυνεύουμε να βρεθούμε, στην απένταντι όχθη. Και να οργανώσουμε, όλοι και όλες μαζί, ένα σχέδιο που πρώτο στρατηγικό στόχο θα έχει την ήττα του φασισμού, πριν να είναι πολύ αργά, και δεύτερο τη δημιουργία εκείνων των κοινωνικών συνθηκών που θα νοηματοδοτούν αλλιώς τα σώματα και τη ζωή μας, ως σώματα και ζωές με σημασία.