Κρίση
Κρίση. «Παλιά μου τέχνη κόσκινο», λένε από την πλευρά τους τα αφεντικά, μιας και γνωρίζουν από πρώτο χέρι, πως η κρίση αποτελεί μέρος του καπιταλισμού. Η κρίση του κεφαλαίου δεν εξελίσσεται μόνο στην πόλωση μεταξύ των «πλούσιων» και «φτωχών», αλλά οξύνει και τις αντιθέσεις μέσα στο εσωτερικό της κοινωνίας, προωθώντας τον φόβο και την απομόνωση. Στην διάρκεια της, η αυξανόμενη κοινωνική εξαθλίωση γίνεται ολοφάνερη με πολλούς τρόπους: μαρτυρική μισθωτή σκλαβιά, αθλιότητα στις συνθήκες διαμονής και διατροφής, μαζική ανεργία, αποκτήνωση, βία, καταστολή, ψυχολογική και πνευματική κατάπτωση. Στον αντίθετο πόλο, τα αφεντικά συνεχίζουν να κερδοφορούν, να ορίζουν και να επιβάλλουν. Σκοπίμως, τα αφεντικά και οι πολιτικοί τους αντιπρόσωποι, όταν μιλούν για την κρίση προσπαθούν να μας μπερδέψουν, μεταφέροντας μας σε ένα κόσμο χρηματιστηριακών κυκλωμάτων και ακατανόητων οικονομικών όρων. Θέλουν να αποκόψουν την κρίση από τους αγώνες των ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης, για να μην μπορούμε ούτε καν να διανοηθούμε κάποια μορφή αντίστασης σε αυτήν. Αλλά αυτό δεν το καταφέρνουν πάντα. Γιατί κατά την διάρκεια της κρίσης η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ αφεντικών και εκμεταλλευομένων αποκαλύπτεται και οξύνεται. Τα πάντα βρίσκονται υπό αμφισβήτηση. Οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί αλλάζουν συνεχώς. Μια νέα εποχή διαμορφώνεται. Και το ερώτημα παραμένει: Υπέρ ποιών;
Η αναβολή της κρίσης και οι ήττες των τελευταίων δεκαετιών
Για την κρίση δεν ευθύνονται αποκλειστικά (ούτε καν κύρια) οι τοπικές «πουλημένες» ή «ανίκανες» εξουσίες. Η αιτία βρίσκεται στις χώρες και στο τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης που επιβάλουν τόσο στο εσωτερικό τους, όσο και έξω στις χώρες που εκμεταλλεύονται και λεηλατούν. Η αιτία βρίσκεται στο σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση, την καταπίεση και την αλλοτρίωση.
Τόσο οι υφέσεις, όσο και οι κρίσεις δεν βρίσκονται τελείως έξω από τον ανθρώπινο έλεγχο. Μπορούν να επιταχυνθούν, να αναβληθούν, να βαθυνθούν. Η κρίση του κεφαλαίου στην Ελλάδα ήταν να έρθει αρκετά χρόνια πριν. Όμως αποφεύχθηκε -αναβλήθηκε για την ακρίβεια- με διάφορους τρόπους. Την δεκαετία του ’90 η υπερεκμετάλλευση των μεταναστών και η προσφορά της φτηνής εργατικής τους δύναμης έκανε την ελληνική αγορά να κινηθεί με γοργούς ρυθμούς.
Η επίδραση των μεταναστών ήταν θετική στον πληθωρισμό, αφού μειώθηκε το κόστος παραγωγής μέσω της μαύρης εργασίας τους. Παράλληλα, αυξήθηκε και η αγροτική παραγωγή και το μέσο αγροτικό εισόδημα, αλλά και πόσα ακόμα. Ως γνωστό, οι μετανάστες εισέπραξαν απαξίωση, αποκλεισμό, ρατσιστική βία, εξευτελισμούς, πνιγμούς στο αιγαίο, σφαίρες στα σύνορα, τους δρόμους, τις πλατείες και τα χωράφια. Εν τω μεταξύ άρχισε να γίνεται και η πρόσβαση στο κοινωνικό πλούτο με τα δάνεια και τις κάρτες. Προς το τέλος της δεκαετίας, η έπαρση του νεοπλουτισμού, φτάνει σε βαθμό να επιτρέψει το τζόγο του χρηματιστήριου να εισβάλει στην καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας. Μαζί με το σκάσιμο της φούσκας του χρηματιστηρίου, πολλά νοικοκυριά χάνουν τις αποταμιεύσεις τους (που σε κάποιες περιπτώσεις προερχόταν από την μαύρη εργασία των μεταναστών).
Όσοι τότε μιλούσαν για την αλληλεγγύη στους μετανάστες, εισέπρατταν στην καλύτερη περίπτωση ένα «ναι μεν, αλλά…». Η ήττα ήταν διπλή: οι μετανάστες γιατί δεν κατάφεραν ως εργαζόμενοι στους τόπους τους να εξασφαλίσουν μια ανθρώπινη ζωή και υποχρεώθηκαν να ξενιτευτούν, ενώ οι ντόπιοι δεν μπορούσαν να αντιληφτούν πως το σύστημα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης που σήμερα εξαθλιώνει τους μετανάστες, αύριο μπορεί να εξαθλιώσει και τους ίδιους. Έτσι, οι ντόπιοι εργαζόμενοι έκαναν το λάθος να ζητούν εργασιακά δικαιώματα (ένα -ομολογουμένως- καλύτερο καθεστώς εκμετάλλευσης) έναντι των μεταναστών εργατών, αδιαφορώντας παγερά για αυτούς, θεωρώντας πως θα έμεναν ανέγγιχτοι από την υποτίμηση των μεταναστών.
Η δεκαετία του 2000 χαρακτηρίστηκε κυρίως από την ακατάσχετη ροή δανείων. Αρκετοί έλληνες θέλησαν και έβαλαν ένα σφιχτό κολάρο στο λαιμό τους, με αντάλλαγμα ένα δάνειο ή μερικές πιστωτικές κάρτες. Ουσιαστικά, υπέγραψαν μια συνθήκη που εν ολίγοις έλεγε: «Σου δίνω ένα ωραίο σπίτι και ρευστό να κινείσαι, αλλά εσύ θα δουλεύεις για μένα για την υπόλοιπη ζωή σου». Και έτσι έγινε. Αλλά με τί κόστος; Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίστηκε η ταξική ειρήνη, η παραγωγικότητα, η κερδοφορία των αφεντικών, η υποταγή, η δουλοπρέπεια και οι αλλοτριωμένες ζωές. Εξάλλου, πώς να έρθει κάποιος σε ρήξη με το αφεντικό του, αν ξέρει ότι χρωστάει δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ; Η ελληνική κοινωνία έφτασε σε ένα επίπεδο ζωής το οποίο δεν μπορούσε να σηκώσει. Από την άλλη, όλοι θεώρησαν ότι δεν θα λερώσουν ποτέ τα χέρια τους, δεν θα γίνουν ποτέ εργάτες. Παράλληλα, υπήρχαν και οι μετανάστες που δούλευαν για ψίχουλα, την στιγμή που οι ντόπιοι νέοι άραζαν και περίμεναν μια δουλειά σε γραφείο ή έναν καλό διορισμό. Οι τελευταίες δεκαετίες, ήταν μια περίοδος ισοπέδωσης: ο ατομισμός αναδείχτηκε σε δικαίωμα, το βόλεμα βαφτίστηκε κίνητρο, η καλοπέραση έγινε κανόνας, η κομπίνα φανέρωνε δημιουργικότητα και η καριέρα ταυτίστηκε με τον αγώνα.
Ωστόσο, ο κόσμος της φαινομενικής αφθονίας, αποδείχτηκε ένας γίγαντας με πήλινα πόδια.
Και σε αυτήν την περίπτωση η ήττα ήταν διπλή, αλλά αυτή την φορά προοριζόταν μόνο για τους ντόπιους: Από την μία, σε ένα καθεστώς κοινωνικής αφασίας, η ψευδής ιδέα της «σταθερής και ολοκληρωμένης» αστικής δημοκρατίας εδραιώθηκε μέσα στην ελληνική κοινωνία. Το ακίνητο παρόν θεωρήθηκε πως θα διαρκούσε για πάντα. Από την άλλη, οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι δεν μερίμνησαν, ούτε κατά διάνυα, να συνεισφέρουν στην δημιουργία μιας στοιχειώδους ακηδεμόνευτης κοινωνικής οργάνωσης ή δομής, που θα τους εξασφάλιζε κάποια θωράκιση στην επίθεση των αφεντικών -μιλώντας, πάντα για την πλειοψηφία της κοινωνίας.
Οι «αγανακτισμένοι» ως συνέπεια της ήττας
Μια από τις επιπτώσεις αυτής της ήττας, είναι και το κίνημα των «αγανακτισμένων». Η σκέψη ενός ατόμου για την δική του κατάσταση και για την κοινωνία, ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει τις επιλογές για την ζωή του. Οι υπάρχουσες συνθήκες καθορίζουν αυστηρά και τον τρόπο ζωής του. Ιδιαίτερα, μάλιστα, το τμήμα της ζωής του που αναλώνεται στην διαδικασία της παραγωγής και της κατανάλωσης. Το να αγωνίζεσαι για να έχεις δικαίωμα στην εργασία ή για να ένα καλύτερο μεροκάματο, είναι ζητούμενο. Η όποια κατάκτηση για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, όμως, χάνει την ουσία της, αν δεν αμφισβητηθεί καθολικά η καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας ή αν δεν δημιουργηθούν συλλογικές αντιστάσεις ενάντια στο σύστημα. Η απαίτηση για «εξυγίανση» του καπιταλισμού είναι απατηλή: δεν αρκεί να φωνάξουμε κατά των κερδοσκόπων «Δώστε πίσω τα κλεμμένα» αν δεν καταλάβουμε με το μυαλό και την καρδία μας τις λεηλασίες που έχει υποστεί η ανθρωπότητα από το χρήμα και την εξουσία.
Το κίνημα των «αγανακτισμένων», είχε ως κινητήριο δύναμη την επιθυμία για επιστροφή στα προηγούμενα χρόνια της αφθονίας. Παρέμεινε αμήχανο και ακίνητο στις πλατείες, καταγγέλλοντας και αφορίζοντας. Η βασική του αδυναμία, ήταν η ασυνεννοησία μεταξύ των ατόμων που το απάρτιζαν, το χάσμα ανάμεσα στις διάφορες ιδέες, καθώς και η ασάφεια των πολιτικών επιλογών. Το κύριο επιχείρημα για να δικαιολογηθεί αυτή η αδυναμία του, ήταν πως ο κόσμος που συμμετείχε εκεί, δεν είχε προηγούμενη κινηματική εμπειρία στο δρόμο. Αποτελεί όμως αυτό δικαιολογία; Αυτή η εμβρυακή κατάσταση στην όποια βρέθηκε το κίνημα των «αγανακτισμένων», είναι αποτέλεσμα των επί δεκαετιών συσσωρευμένης αδιαφορίας και έλλειψης κοινωνικών δομών, από την πλευρά των εργατών, των ανέργων, των φοιτητών… Και αυτή την έλλειψη, καλούμαστε σήμερα όλοι να την πληρώσουμε.
[Απαραίτητη σημείωση: Τα προηγούμενα δεν αναφέρονται στις κατά τόπους Λαϊκές Συνελεύσεις, Συνελεύσεις Γειτονιάς και Πρωτοβουλίες Κατοίκων, που κάποιες μπορεί να προήλθαν από το κίνημα των «αγανακτισμένων», αλλά ακολούθως απέκτησαν δομή και εξελίχθηκαν με λόγο και δράση (αποκλεισμούς υπηρεσιών, παρεμβάσεις, κινήσεις για επανασύνδεση ρολογιών της δεη κτλ).]
Τι λέει η κοινή γνώμη των ευρωπαίων…
Η κοινή γνώμη των ευρωπαίων ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο θέσεις. Η μία θέση αναφέρει τους έλληνες στο σύνολο τους σαν «κλέφτες» που έχουν κάνει λάθη και συνεπώς οι κοινωνίες της Ευρώπης θα πληρώσουν για αυτούς. Μια θέση κατευθυνόμενη και αποπροσανατολιστική, αφού αγνοεί τις βασικές αιτίες της κρίσης. Η άλλη, κάπως ρομαντικά αφελής, κάνει μία εκτός θέματος αναφορά στο «αρχαίο μεγαλείο» και αντιμετωπίζει με συγκατάβαση τη «χώρα που γεννήθηκε η δημοκρατία».
Πως βγάζουν λεφτά τα αφεντικά (και όταν δεν βγάζουν κάνουν πόλεμο)
Εδώ θα ήταν χρήσιμο να παρουσιαστεί -με μια σχηματική περιγραφή- ένας απλοποιημένος κύκλος αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αρχικά το αφεντικό βάζει το χέρι στην τσέπη, σηκώνοντας από την τράπεζα ένα πόσο από το συνολικό κεφάλαιό του. Με αυτό το πόσο, μαζί με τα μέσα παραγωγής (πχ μηχανές, εργοστάσιο), τις πρώτες ύλες –ενέργεια (πχ καύσιμα, μεταλλεύματα, ξυλεία κτλ), την τεχνογνωσία και την εργατική δύναμη, παράγεται μια συγκεκριμένη ποσότητα εμπορευμάτων, τα οποία έχουν σκοπό να πωληθούν και να βγει κέρδος. Έτσι, όταν το εμπόρευμα βγαίνει στην αγορά, κουβαλάει και ένα κέρδος για τα αφεντικά -την γνωστή υπεραξία. Αν δηλαδή το κόστος παραγωγής είναι 2 ευρώ και πουληθεί 5 ευρώ, η διαφορά των 3 ευρώ πάει πάλι πίσω στο αφεντικό μας. Και σε αυτά τα 3 ευρώ βρίσκεται και η απλήρωτη εργασία των εργατών.
Ο κύκλος που αναφέρθηκε πριν, μπορεί να μπλοκάρει σε κάποιο σημείο. Αν για παράδειγμα οι εργάτες κάνουν απεργία, δεν θα μπορεί να παραχθεί εμπόρευμα και έτσι δεν μπορεί να συνεχίσει και η κίνηση του κεφαλαίου. Το ίδιο ισχύει και για τις πρώτες ύλες (γι’ αυτό τώρα που κοντεύει να τελειώσει το πετρέλαιο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν το πρώτο λόγο). Όταν ο κύκλος μπλοκάρει στην αγορά, τότε τα εμπορεύματα δεν μπορούν να αγοραστούν, οπότε δεν υπάρχει κέρδος για τα αφεντικά. Όταν το μπλοκάρισμα του κύκλου γενικευτεί, τότε δημιουργείται η κρίση.
Αυτό έχει ξανασυμβεί. Όταν τα εμπορεύματα μένουν στοιβαγμένα στις αποθήκες και κανένας δεν μπορεί να τα αγοράσει, όταν οι εργάτες μένουν άνεργοι και δεν παράγουν έργο, τα αφεντικά ξέρουν ποια είναι η καλύτερη λύση: καταστροφή των εμπορευμάτων και εξόντωση των ανέργων. Δηλαδή, πόλεμος. Πάντα στο βάθος του τούνελ της κρίσης σιγοφέγγει η λάμψη του πολέμου. Η Ιστορία δείχνει ότι ο συνήθης δρόμος που οδηγεί προς στην έξοδο από την κρίση περνάει μέσα από την βία, την καταστολή και τον πόλεμο. Ο πόλεμος και η τέχνη του, πάντα ασκούσε μια γοητεία στα πάσης φύσεως αφεντικά. Καθόλου παράξενο, αν σκεφτεί κανείς πως για τα αφεντικά ο πόλεμος είναι μια δουλειά κερδοφόρα (κέρδη από την πολεμική βιομηχανία) και ανώδυνη (οι εκμεταλλευόμενοι είναι που αυτοθυσιάζονται στα πεδία των μαχών).
Πριν την λύση του πολέμου, προϋπάρχει η μείωση μισθών, η αύξηση φόρων και του κόστους επιβίωσης μαζί με όλα τα επακόλουθα -ότι συμβαίνει τώρα και στην Ελλάδα, δηλαδή αυξανόμενη υποτίμηση των ζωών μας. Η εξαθλίωση θα φτάσει εκεί όπου σήμερα τα όρια της τα καταδεικνύουν οι άστεγοι και οι διαδρομές των μεταναστών. Θεωρητικά υπάρχει μια ακόμη λύση: Αύξηση μισθών, μείωση υπεραξίας των εμπορευμάτων, αύξηση κατανάλωσης. Όμως, οι οργανωμένες κοινωνικές αντιστάσεις, όπως έχει φανεί μέχρι σήμερα, δεν είναι ικανές να διεκδικήσουν με αποτελεσματικό τρόπο αυτήν την προοπτική. Έτσι, τα αφεντικά προτιμούν τον πιο σύντομο και ανώδυνο τρόπο για αυτούς: εξαθλίωση και στο τέλος πόλεμος.
Η επιλογή είναι δική μας
Ο καπιταλισμός θα βρίσκεται σε κρίση ή στο χείλος μιας κρίσης, κάθε φορά που διακόπτεται η επιθυμητή συσσώρευση κεφαλαίου. Τότε είναι που ξεσκεπάζονται οι ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου, αφεντικού και σκλάβου. Η κρίση αποτελεί ιστορική στιγμή. Και σε τέτοιες στιγμές προσδιορίζονται εκ νέου και οι κοινωνίες. Η ιστορία των κρίσεων έχει αποκαλύψει την αλήθεια σε πολλούς ανθρώπους για το ρόλο των κρατών, των τραπεζών, του καπιταλισμού. Και σήμερα, βρισκόμαστε στην αρχή μιας κρίσης και μας έχουν μείνει δύο επιλογές. Η μία επιλογή είναι να αποδεχτούμε την ήττα μας, να σκύψουμε τα κεφάλια. Η αποδοχή αυτή θα έχει ως συνέπεια την αυξανόμενη κοινωνική εξαθλίωση, την περαιτέρω υποτίμηση των ζωών μας, την βία, την διεξαγωγή ίσως και ενός πολέμου.
Η άλλη επιλογή είναι η δημιουργία κοινωνικών δομών αλληλεγγύης, οι συλλογικοί αδιαμεσολάβητοι αγώνες, οι σχέσεις αλληλοβοήθειας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, χωρίς να ψάχνουμε για κρυφτούμε σαν απελπισμένοι πίσω από το μαύρο πέπλο της εθνικής ομοψυχίας. Η επιλογή αυτή, διώχνει το φόβο, ζωντανεύει όλες τις φωνές που έσβηναν τόσα χρόνια. Είναι η απάντηση ενός κόσμου που ασφυκτιά, ενός κόσμου που θέλει να πάρει την ζωή του στα χέρια του.
Δεν αξίζει να κάνουμε καμία θυσία για κανένα αφεντικό και για καμία πατρίδα. Για όσους βρίσκονται στους δρόμους, αυτό που μένει είναι η γενίκευση της αλληλεγγύης και η σύγκρουση με το σύστημα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης.