Οι ψυχοκόρες και το σιδέρωμα της Σπυριδούλας από τη Ματαράγκα Αγρινίου.

pdy1

 

Ψυχοκόρη, δούλα, παραδουλεύτρα, σκλάβα, δουλικό, οικιακή βοηθός, παραπαίδα ή πόσους άλλους τρόπους θα βρουν για να ονοματίσουν την υποτιμημένη οικιακή εργασία;

 

Η οικιακή εργασία αποτέλεσε στην Ελλάδα του 19ου και 20ου  αιώνα μια από τις κυριότερες μορφές υποτιμημένης εργασίας. Την εποχή εκείνη , η φτώχια ή ακόμα και πολλές φορές το όνειρο για μια καλύτερη ζωή οδηγεί κοπέλες από την επαρχία  στη συνθήκη της εσωτερικής μετανάστευσης. Τότε κυρίως κορίτσια επαρχιώτισσες, φτωχές έρχονται να εργαστούν στα σπίτια μικροαστών ή αστών σε αστικά κέντρα ως παραδουλεύτρες ή υπηρέτριες ή δούλες ή παστρικοδούλες ή όπως αλλιώς της έρχονταν της βαθιάς πατριαρχικής κοινωνίας να τις αποκαλεί. Η δουλειά τους σήμαινε συγκέντρωση της απαραίτητης προίκας ή πληρωμή χρεών στον εργοδότη ή ένα λιγότερο στόμα για τους γονείς στη  επαρχία αλλά στην ουσία εργάζονταν ακατάπαυστα με αντάλλαγμα την επιβίωσή τους και μόνο. Αντίθετα στην οικογένεια που υπηρετούσαν συνέβαλαν στην κοινωνικά άνοδο και καταξίωση της αστής γυναίκας.

 

Εκείνη την εποχή άρχισε να εμφανίζεται και ο θεσμός της ψυχοκόρης, που επρόκειτο κυρίως για προφορικό θεσμό υιοθεσίας. Συγκεκριμένα, οικογένειες που ζούσαν κάτω από συνθήκες φτώχιας και ανέχειας  «παραχωρούσαν» μία ή περισσότερες κόρες, πολλές φορές και γιους, σε πλούσιες οικογένειες. Κυρίως οι ψυχοκόρες ήταν κορίτσια μικρής ηλικίας που μέσω αυτού του θεσμού αναγκάζονταν να προσφέρουν εργασία στον ψυχοπατέρα, ο οποίος έναντι της παρεχόμενης εργασίας είχε την υποχρέωση να τις προικίσει, όταν φθάσουν σε ηλικία γάμου. Ο θεσμός αυτός στην ουσία ήταν μια μορφή άμισθης  οικιακής εργασίας. Οι ψυχοκόρες, ανεξάρτητα από την ηλικία και τη σωματική διάπλαση, έπρεπε να καθαρίζουν το σπίτι, να μαγειρεύουν, να σκουπίζουν, να σιδερώνουν,  να εργάζονται στα χωράφια και όλα αυτά χωρίς μισθό μιας και πλέον ήταν μέλος της οικογένειας. Ενώ, δεν είναι και λίγες οι φορές, που η απόλυτη κυριαρχία των ψυχοπατέρων  οδηγούσε σε σεξουαλική εκμετάλλευση της ψυχοκόρης. Γενικά, ο θεσμός της ψυχοκόρης «ηθικοποιήθηκε» πολλές φορές κοινωνικά και κατάφερε σε πολλές περιπτώσει να συσκοτιστεί η εκμεταλλευτική του φύση.

 

Βία, φτώχεια, εκμετάλλευση, καταπίεση βιώνονταν από όλες αυτές τις γυναίκες που παρόλο που συμβιβάζονταν με τη σκληρή πραγματικότητα για επιβίωση, πολλές φορές δε έπαυαν να ονειρεύονται το σπάσιμο των δεσμών.  Είτε πρόκειται για το «κοινωνικά αποδεκτό»  ψυχοκόρη,  είτε για το «υποτιμητικό» δούλα, η κοινωνική πραγματικότητα είναι πολύ σκληρότερη από αυτή που φανταζόμαστε. Είναι η ίδια απόλυτα σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν στο πετσί τους οι σημερινές μετανάστριες εργάτριες που δουλεύουν ως οικιακές βοηθοί. Συνήθως προσλαμβάνονται για να διευκολύνουν τις εργοδότριές τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του επαγγελματικού τους στίβου, ωστόσο οι ίδιες οι μετανάστριες εργάτριες βιώνουν καθημερινά τις άθλιες εργασιακές συνθήκες, τον αποκλεισμό  και την υποτίμηση.

 

Ένα πράγμα στην οικιακή εργασία θεωρείται δεδομένο. Είτε δε πληρώνεται και γίνεται από τη νοικοκυρά, είτε πληρώνεται και γίνεται από τις δούλες και οικιακές βοηθούς, αποτελεί μια αόρατη και κατά βάση γυναικεία εργασία, απαραίτητη για τη συντήρηση και αναπαραγωγή του άνδρα εργάτη. Δηλαδή η βρώμικη φόρμα εργασίας να γίνει καθαρή, το ωμό κρέας να σερβιριστεί μαγειρεμένο, να σπίτι να είναι καθαρό, το κρεβάτι στρωμένο, τα παιδιά να κοιμούνται, να τρώνε και να περιθάλπονται. Το κεφάλαιο, μέσω της πατριαρχική του εκπροσώπησης, όσο αγνοεί τις απαιτήσεις των εργατριών στα οικιακά, όσο στρέφει με τους έμφυλους διαχωρισμούς το ένα φύλο εναντίων του άλλου, έχει την πολυτέλεια να μην πληρώνει την οικιακή εργασία. Όπως αναφέρει η Σίλβια Φεντερίτσι

 

«η οικιακή εργασία δεν έχει απλά επιβληθεί στις γυναίκες, αλλά έχει μετατραπεί σε φυσικό χαρακτηριστικό της γυναικείας ανατομίας, της γυναικείας προσωπικότητας – σε εσωτερική ανάγκη, σε φιλοδοξία που υποτίθεται πως πηγάζει από τα βάθη της γυναικείας μας φύση. Αντί να αναγνωριστεί ως όψη του κοινωνικού συμβολαίου η οικιακή εργασία έπρεπε να μεταβληθεί σε φυσικό χαρακτηριστικό, γιατί ήδη από τον καιρό των πρώτων σχεδίων του κεφαλαίου για τις γυναίκες, αυτή η εργασία ήταν άμισθη».

 

Πότε το κεφάλαιο θα αναγκαστεί να αναγνωρίσει και να πληρώσει αυτήν την εργασία; Μόνο όταν οι γυναίκες αρχίσουν να αρνούνται να την κάνουν, μόνο όταν οι γυναίκες αρχίσουν να αγωνίζονται εναντίον της. Τα παραδείγματα των φεμινιστικών αγώνων δεν είναι λίγα.

 

 

psy

 

Το σιδέρωμα της  Σπυριδούλας από τη Ματαράγκα Αγρινίου.​

 

«Είμαι από την Ματαράγκα του Αγρινίου. Οι γονείς μου έχουν ακόμα άλλα επτά παιδιά. Ήρθε η Αντιγόνη Βεϊζαδέ στη Ματαράγκα και ζητούσε να πάρει ένα μικρό κοριτσάκι για να προσέχει το μωρό της και να την βοηθάει λίγο στο σπίτι. Δήλωνε ότι το κοριτσάκι που θα την ακολουθήσει θα κάνει την τύχη του και δεν θα το ξεχωρίζει από το δικό της παιδί. Οι γονείς μου είναι φτωχοί άνθρωποι και έτσι ξεγελάσθηκαν και με έδωσαν. Έμεινα μαζί τους δύο χρόνια. Φρόντιζα το παιδί, καθάριζα, σφουγγάριζα, έπλενα, κουβάλαγα τα ψώνια του σπιτιού (…). Έκανα υπομονή και δε μιλούσα. Το αφεντικό μου, ο Γιώργος Βεϊζαδές δούλευε σε μπαρ. Περνούσαν καλά στο σπίτι (…)».

(εφημερίδα «Ακρόπολις» – Κυριακή 7 Αυγούστου 1955)

 

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η πονεμένη ιστορία της Σπυριδούλας, μιας κοπέλας από τη Ματαράγκα έφερε στην επιφάνεια την εκμετάλλευση που βίωναν καθημερινά κορίτσια και γυναίκες που πάλευαν για την επιβίωσή τους. Η μικρή Σπυριδούλα έπεσε θύμα της μανίας των αφεντικών της, Γιώργου και Αντιγόνης Βεϊζαδέ, που επί δύο μέρες την έκαιγαν διαδοχικά με το καυτό σίδερο σε όλο της το σώμα, επειδή θεωρήθηκε ύποπτη για την απώλεια 50 δολαρίων.

 

Η Σπυριδούλα από τα 12 της εργαζόταν ως υπηρέτρια στην Αθήνα στο σπίτι του ζεύγους Βεϊζαδέ, που μαζί με το μικρό παιδί τους έμεναν σε ένα πολυτελές σπίτι στον Πειραιά.  Οι Βεϊζαδέ είχαν επιχειρήσεις και πολλά χρήματα βρίσκοντας πάντα τρόπο να επιβιώσουν, ενώ στην κατοχή είχαν εργασθεί για τα φασιστικά SS. Η μικρή Σπυριδούλα είχε αναλάβει όλες τις δουλείες του σπιτιού. Το αντάλλαγμα ήταν η επιβίωση της δίνοντας της απλά ένα πιάτο φαγητό.

 

 Την 31 Ιουλίου 1955 ο Γιώργος Βεϊζαδέ επέστρεψε στο σπίτι από το καμπαρέ που είχε στην ιδιοκτησία του και διαπίστωσε πως λείπει ένα χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων από το ντουλάπι του. Άμεση ύποπτη για την απώλεια θεωρήθηκε η Σπυριδούλα. Ο Γ. Βεϊζαδέ  αμέσως ρώτησε την Σπυριδούλα αν γνώριζε κάτι. Η ίδια είπε ότι δεν έχει ιδέα για το χαρτονόμισμα και τότε το ζευγάρι ξεκίνησε τα βασανιστήρια χτυπώντας την. Την επόμενη μέρα ο βασανισμός συνεχίστηκε. Με το ίδιο σίδερο, που ανάγκαζαν την Σπυριδούλα να σιδερώνει τα πολυτελή τους ρούχα, την βασάνισαν καίγοντας το κορμί της. Επί 36 συνεχόμενες ώρες η Σπυριδούλα δεμένη γυμνή πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, ήταν παραδομένη στη λύσσα των Βεϊζαδέ, που για να μην υποψιαστούν κάτι οι γείτονες της είχαν βάλει ένα πανί στο στόμα. Μετά το τέλος του βασανισμού την έλυσαν και την κλείδωσαν στο δωμάτιο της χωρίς φαΐ και νερό. Για τις επόμενες δυο μέρες η Σπυριδούλα υπέφερε από τους πόνους. Ήταν αναγκασμένοι να την πάνε στο νοσοκομείο καθώς φοβόνταν τι θα συνέβαινε αν πέθαινε μέσα στο σπίτι. Έτσι ισχυριζόμενοι ότι χύθηκε κατά λάθος πάνω της καυτό νερό την μετέφεραν στο νοσοκομείο, ενώ την απειλούσαν πως αν μαρτυρήσει θα την κάψουν ζωντανή με βενζίνη.

 

Η Σπυριδούλα όμως δε φοβήθηκε να μιλήσει. Αποκάλυψε στους γιατρούς τι ακριβώς συνέβη. Η αστυνομία συνέλαβε το ζεύγος Βεϊζαδέ. Στο δικαστήριο πρώτη μάρτυρας ήταν η ίδια η Σπυριδούλα, η οποία στην κατάθεσή της εξιστόρησε τη ζωή της με το ζεύγος και περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο την έκαψαν με το πυρακτωμένο σίδερο την 1η και 2η Αυγούστου 1955. Στην κατάθεση της η Αντιγόνη Βεϊζαδέ στην αρχή επέμειναν πως επρόκειτο για καυτό νερό. Στην συνέχεια παραδέχτηκαν πως τα εγκαύματα είναι από σίδερο αλλά υποστήριξαν πως ήταν ατύχημα. Ο ιατροδικαστής ωστόσο μπόρεσε να δει καθαρά πως τα εγκαύματα δημιουργήθηκαν από δυο αλληλοβοηθούμενα πρόσωπα σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Η Σπυριδούλα έφερε εγκαύματα πρώτου έως τρίτου βαθμού στο πρόσωπο, τον τράχηλο, το θώρακα, την κοιλιά και τα άνω και κάτω άκρα, καθώς και εκχυμώσεις στο μέτωπο, τα βλέφαρα, τους μηρούς και τις κνήμες. Το δικαστήριο έκρινε ένοχο το ζεύγος για πρόκληση βαρειών σωματικών βλαβών σε βαθμό κακουργήματος.

Η απειλή ακόμα αιωρείται. Μετά από τόσα χρόνια μανάδες προστάζουν τα παιδιά τους να κάνουν ησυχία γιατί αλλιώς θα τα κάψουν σαν τη Σπυριδούλα… Η Σπυριδούλα δεν αποτελεί μια εξόφθαλμη εξαίρεση. Η ιστορία της υπογραμμίζει την απαξίωση της κοινωνικής θέσης της γυναίκας, τονίζει το βίαιο περιεχόμενο της υποτιμημένης γυναικείας εργασίας. Πόσες Σπυριδουλες έχουν υπάρξει και πόσες θα υπάρξουν; Πόσες ιστορίες μένουν κλειδωμένες πίσω από πόρτες κρεβατοκάμαρων, γκαρσονιερών και υπογείων; 

 

Για την ιδεολογία του σκληρού άντρα και την έμπρακτη αμφισβήτησή της από τους επαναστατημένους κρατούμενους.

1525112_197481200445197_199686749_n

 

[ κείμενο του Φίλιππα Κυρίτση από το περιοδικό Κράξιμο, τεύχος 8, Μάιος 1988 ]

 

*αναδημοσίευση από το το qv#4

 

 

Ο αγώνας του Χρήστου Ρούσσου, τέλη 1986 – αρχές 1987, με τη δημοσιότητα που κατάφερε να εξασφαλίσει, έφερε στο προσκήνιο την αλήθεια για ένα μεγάλο θέμα, που, τόσο για τις φυλακές, όσο και για την κοινωνία γενικότερα, αποτελεί ταμπού: το κατά πόσο επαναστατικός είναι ο ανδρισμός σαν μορφή σκέψης και συμπεριφοράς. Είναι κοινό μυστικό ότι, τόσο ο πολύς κόσμος, όσο και οι περισσότεροι από αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους επαναστατημένους, πιστεύουν ότι ανδρισμός και επαναστατικότητα είναι, λίγο-πολύ, ταυτόσημα. Εγκλωβισμένοι όλοι τους μέσα στην εικόνα που το κράτος προωθεί για τον επαναστάτη, δεν είναι πολλές φορές σε θέση ούτε καν να υποψιαστούν ότι σκέπτονται με τον ίδιο τρόπο και μιλάνε την ίδια γλώσσα με το κράτος. Βλέποντας το κράτος μόνο σαν ένα στρατιωτικό μηχανισμό που μεταχειρίζεται όπλα, φυλακές και ψυχιατρεία για να ελέγχει ή να εξοντώνει τους αντιπάλους του, αδυνατούν να συλλάβουν το πόσο το κράτος έχει απλωθεί, σαν καρκίνωμα, μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό. Αποτέλεσμα αυτής, της μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες θεώρησης του κράτους, είναι ο υποβιβασμός της σύγκρουσης μαζί του σε, λίγο-πολύ, σύγκρουση μεταξύ δύο αντιπάλων στρατοπέδων, που το ένα αποσκοπεί να διατηρήσει την εξουσία του (κράτος) και το άλλο να την ανατρέψει για να την αντικαταστήσει με τη δική του. Τελικά δηλαδή ο επαναστατικός αγώνας διαστρεβλώνεται και υποβιβάζεται σε πολιτική, δηλαδή κυνήγι της εξουσίας. Ακόμα κι αν το αντίπαλο προς το κράτος στρατόπεδο καταφέρει να υπερισχύσει, όπως έχει γίνει με τις «πετυχημένες» επαναστάσεις του αιώνα μας, το κράτος δεν εξαφανίζεται σαν θεσμός, αλλά αλλάζει, απλώς, μορφή.

 

Επειδή τα παραπάνω φαίνονται γενικολογίες, και γι’ αυτό είναι εύπεπτα, θέλω να αναφερθώ σε μερικά πραγματικά περιστατικά, που δίνουν ανάγλυφα το πόσο το κράτος πλειοδοτεί υπέρ του ανδρισμού, και το πόσο η ταύτιση της εικόνας του σκληρού άντρα με τον δυνατό, η οποία ανταποκρίνεται στα συμφέροντα του, είναι πέρα για πέρα ψεύτικη. Από το 1976 μέχρι το 1978, που γινόντουσαν τα χειρότερα και πιο απάνθρωπα βασανιστήρια σε βάρος κρατουμένων στις Πειθαρχικές Φυλακές της Κέρκυρας, οι φύλακες αυτής της φυλακής κυκλοφορούσαν με μουστάκες, μαύρο γυαλί, μπεγλέρι, το γνωστό κουτσαβάκικο περπάτημα και το κλομπ περασμένο στη ζώνη τους. Με τα κλομπ επιβάλλανε στους κρατούμενους να τους ακούν να καυχιούνται ότι αυτοί είναι γαμιάδες, ενώ οι κρατούμενοι είναι κότες, χαμούρες, κουφάλες και τα παρόμοια. Παράλληλα οι ρουφιάνοι-συνεργάτες των δεσμοφυλάκων, βιάζοντας άλλους κρατούμενους με την απειλή μαχαιριών και πέντε εναντίον ενός, συνεπικουρούσαν στη συντήρηση της εικόνας ότι δυνατός σημαίνει πολύ άντρας. Και όμως, αν και σε γενικές γραμμές η μεθοδική αυτή πλύση εγκεφάλου, με τη βοήθεια των σωματικών βασανιστηρίων, είχε επιτυχία, υπήρξαν και άνθρωποι, μετρημένοι στα δάχτυλα ίσως, που αντέξανε και δεν αλλοτριώθηκαν, όχι γιατί ήταν σκληροί άντρες, άσχετα αν αντέξανε μόνοι αυτοί στα βασανιστήρια, αλλά γιατί κατάφεραν να δουν, πίσω από την αντρική μάσκα του κράτους, την αδυναμία του να περάσει το δίκιο των κρατουμένων για άδικο και το άδικο των φυλάκων και των ρουφιάνων-συνεργατών τους για δίκιο. Άνθρωποι, όπως ο Θόδωρος Βενάρδος, ο Σπύρος Κωτρέτσος, ο Νίκος Μανετάκης, ο Χάρης Τεμπερεκίδης, αν και στην πλειοψηφία τους προερχόντουσαν από περιβάλλοντα όπου κυριαρχούσε η εικόνα του σκληρού άντρα, του 100% αρσενικού όπως λένε στις φυλακές, μέσα από τις μαρτυρικές τους εμπειρίες εκείνης της εποχής, είδανε το αδιέξοδο της υπεράσπισης της ανθρωπιάς τους με το να υιοθετούν και αυτοί την εικόνα του σκληρού άντρα που προβάλλανε οι βασανιστές τους, και αναζήτησαν τη διατήρηση της προσωπικότητάς τους μέσα από την αυτομόρφωση με το διάβασμα, την εκμάθηση των νόμων που τους αφορούσαν και την αλληλεγγύη τους προς τους πιο αδύνατους συγκρατούμενούς τους.

 

Όταν, από το 1979 κι έπειτα που ηρεμήσανε κάπως τα πράγματα στις φυλακές της Κέρκυρας, άρχισαν να ξεφεύγουν από αυτό το Νταχάου καταφέρνοντας με χίλιους δυο αγώνες να μετάγονται σ’ άλλες φυλακές, είχα την ευκαιρία να τους γνωρίσω προσωπικά και να δω, μέσα από την εν γένει συμπεριφορά τους, το πόσο, με τη σεμνότητα, την ευγένεια, τη διακριτικότητα και το σεβασμό του άλλου, αποδείχνανε έμπρακτα ότι η ιδεολογία του σκληρού άντρα είχε αποτύχει να τους δηλητηριάσει. Κανένας τους δε μιλούσε ποτέ με υποτιμητικό τρόπο για τις γυναίκες, κανένας τους δεν εκμεταλλευόταν τη σωματική του δύναμη ή τις μέσα στη φυλακή γνωριμίες του για να επιβληθεί πάνω στους άλλους, κανένας τους δε χρησιμοποιούσε φυλακίστικο λεξιλόγιο για να κάνει εντύπωση, κανένας τους δεν καυχιόταν για την παραμονή του στην Κέρκυρα ή στις φυλακές γενικά. Στις φυλακές που μεταγόντουσαν, προσπαθούσαν να μένουνε όσο το δυνατόν ανώνυμοι, αφήνοντας το ρόλο του μάγκα και νταή στους φωνακλάδες, βρωμόστομους και ψευτοαγανακτισμένους ρουφιάνους-συνεργάτες των φυλάκων (της υπηρεσίας, όπως αποκαλείται το σκυλολόι των φυλάκων από τους κρατούμενους). Αποφεύγανε τις φασαρίες όπως ο διάβολος το λιβάνι, παρ’ όλο που γνώριζαν ότι οι ρουφιάνοι ραδιουργούσανε συνεχώς πίσω από τις πλάτες τους και διαδίδανε γι’ αυτούς τα πιο πρόστυχα ψέματα. Για παράδειγμα, πολλοί ήταν αυτοί που, είτε γιατί ήταν ρουφιάνοι, είτε γιατί ήταν ηλίθιοι και πιστεύανε τους ρουφιάνους, κατηγορούσανε τον Βενάρδο ότι είναι συνεργάτης της υπηρεσίας, γιατί είχε αποκαλύψει δημόσια την κυκλοφορία ναρκωτικών μέσα στις φυλακές. Κι όμως ο Βενάρδος διώχτηκε από το Ψυχιατρείο Κρατουμένων, όπου είχε καταφέρει να μεταχθεί, μετά από ασύλληπτους για τον ανθρώπινο νου αγώνες στις Φυλακές Κέρκυρας, παρά τη θέλησή του, και οδηγήθηκε στις Φυλακές Αίγινας, το 1979, μόνο και μόνο γιατί αρνήθηκε να διαψεύσει δημόσια τις καταγγελίες για κακομεταχείριση του στις Φυλακές Κέρκυρας, που είχε κάνει ο συγκρατούμενος του Βλάσσης Ψοφάκης, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στις Φυλακές Τίρυνθας. Και για να καταφέρει να ξεφύγει από τις Φυλακές Αίγινας κατάπιε μια πρόκα 15 εκατοστών.

 

Ο Σπύρος Κωτρέτσος, ένα παλικάρι δυο μέτρα όπως κι ο Βενάρδος, ήταν τόσο ευαίσθητος απέναντι στις συνεχείς παραβιάσεις των δικαιωμάτων των άλλων κρατουμένων, που σε κάποια φάση έκανε μαζί μου απεργία πείνας και κλείστηκε κι αυτός στο πειθαρχείο της Αίγινας, μόνο και μόνο για να υποστηρίξει μηνυτήρια αναφορά του εναντίον της διεύθυνσης των φυλακών για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης που είχε αυτή επιβάλλει. Σε μια άλλη φάση, τσακώθηκε με τον αρχιφύλακα μπροστά σε δεκάδες κρατούμενους, στο προαύλιο της ακτίνας, μόνο και μόνο γιατί ο αρχιφύλακας μαζί με φύλακες ανάγκασε κάποιον κρατούμενο να κάνει μπάνιο παρά τη θέλησή του. Κι όμως ο Κωτρέτσος δεν το ’παιζε μάγκας, διάβαζε οποιαδήποτε φεμινιστικά βιβλία έπεφταν στα χέρια του και μιλούσε με τα καλύτερα λόγια ακόμα και για τις πόρνες, που αποτελούν τον πιο εύκολο, και γι’ αυτό συνηθισμένο, στόχο των «σκληρών αντρών». Ο Σπύρος Κωτρέτσος, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και με τα ατέλειωτα αστεία του, δεν ήτανε μάγκας. Ήτανε ένας άνθρωπος που, έχοντας συνείδηση του δίκιου του, κατάφερε το 1982 να οργανώσει τη μεγαλύτερη απόδραση από ελληνικές φυλακές τα τελευταία 25 χρόνια. Τη μαζική απόδραση αυτού και άλλων 5 κρατουμένων από το Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού.

 

Ο Νίκος Μανετάκης, τα πολλά χρόνια που μπαινοβγαίνει στις φυλακές, τα εκμεταλλεύτηκε για να διαβάσει και να αυτομορφωθεί σε βαθμό που να μπορεί να υπερασπίζεται με μηνύσεις και αναφορές τα δικαιώματα των κρατουμένων κάτω και από τις πιο βάρβαρες συνθήκες, όπως οι συνθήκες στις Φυλακές Κέρκυρας. Μολονότι ποτέ δεν το παίζει μάγκας και σκληρός άντρας, είναι πάντα από τους πρώτους που του φορτώνουν ευθύνες για εξέγερση κρατουμένων, όπως έγινε και με την εξέγερση των κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού το 1981. Ο Χάρης Τεμπερεκίδης —ένας άνθρωπος υπόδειγμα σεμνότητας και ευγένειας, που ποτέ δεν θα πει χυδαία κουβέντα και ποτέ δεν θα τσακωθεί με άλλον κρατούμενο, μολονότι όλοι, όσοι τον ξέρουν, τον θαυμάζουν για την ακατάβλητη σωματική του δύναμη και αντοχή— έκανε να τον αγαπήσουν ακόμη και οι μαγαζάτορες της γειτονιάς, όπου κρυβόταν μετά την απόδρασή του από τις Φυλακές Κέρκυρας, το 1986. Κι όμως, ο Τεμπερεκίδης θεωρήθηκε σαν πρωτεργάτης του εμπρησμού των Φυλακών Κέρκυρας, στη διάρκεια της πιο δυναμικής εξέγερσης στην ιστορία τους, το Φλεβάρη του 1987, και είναι ακόμα κλεισμένος σ’ αυτές.

 

Θα μπορούσα να αναφέρω κι άλλα παραδείγματα με κρατούμενους λιγότερο γνωστούς, αλλά πιστεύω ότι όσα είπα είναι ήδη αρκετά, για όποιον θέλει να ξεπεράσει τις αυταπάτες του και να δει την αλήθεια. Θα τελειώσω, λοιπόν, αυτή την αναφορά μου σε κρατούμενους, με τον Γιάννη Πετρόπουλο, τον πιο επικίνδυνο για τις υπηρεσίες των φυλακών κρατούμενο, σύμφωνα με τη γνώμη του περιώνυμου πρώην διευθυντή της Κέρκυρας Κόλλα, που η κτηνωδία του οδήγησε τους κρατούμενους αυτής της πιο «ασφαλούς» φυλακής της Ελλάδας σε εξέγερση. Ό,τι και να πω για τον Πετρόπουλο είναι λίγο, και φαντάζομαι ότι, μετά από όσα έχω αναφέρει παραπάνω, είναι κουτό να αμφιβάλλει κανείς ότι ο Πετρόπουλος είναι παράδειγμα ευγένειας, διακριτικότητας, σεβασμού και αλληλεγγύης προς τους άλλους. Λοιπόν, ο Πετρόπουλος, ως πρότυπο είχε μια γυναίκα, την Ούλρικε Μάινχοφ, της οποίας μια φωτογραφία από το περιοδικό «ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ» είχε κορνιζάρει και την είχε πάντα πάνω στο κομοδίνο του, όσο καιρό έμεινε στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, μετά την έκδοσή του στην Ελλάδα από την Ολλανδία το 1978.

 

Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμη οργανώσεις του τύπου «Άντρες ενάντια στο σεξισμό», οι οποίες υπάρχουν και μέσα και έξω από τις φυλακές σε χώρες όπως η Αγγλία ή οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οργανώσεις που μπαίνουν τόσο πολύ στο μάτι του κράτους, το οποίο φτάνει ακόμα και να δολοφονεί τους πιο μαχητικούς τους εκπροσώπους μέσα στις φυλακές, όπως, για παράδειγμα, τον Καρλ Χαρπ, που, όπως συνήθως, τη δολοφονία του μέσα στις αμερικάνικες φυλακές οι φύλακες την παρουσιάσανε σαν αυτοκτονία. Και οι άνθρωποι, σαν τον Χρήστο Ρούσσο, τον Νίκο Μανετάκη, τον Χάρη Τεμπερεκίδη και τον Γιάννη Πετρόπουλο, σαπίζουν μέσα στις φυλακές, όταν δεν σαπίζουν στο χώμα, όπως ο Θόδωρος Βενάρδος και ο Σπύρος Κωτρέτσος. Ίσως εκεί μέσα είναι πιο ασφαλείς, αν κρίνουμε από τις πρόσφατες στυγερές δολοφονίες των Παναγιώτη Γαγγλία και Μιχάλη Πρέκα, για τους οποίους δεν κρίνω σκόπιμο να μιλήσω τώρα. Όσον αφορά το αν διαφέρουν τα ισόβια δεσμά από το θάνατο, είναι κάτι που, οι δικαστές, τουλάχιστον, δεν το πιστεύουν, όπως φαίνεται από το ότι υποκαθιστούν τη μία ποινή με την άλλη.

 

Εμείς, που, προς το παρόν, τουλάχιστον, δεν βρισκόμαστε ούτε στο χώμα, ούτε στη φυλακή, ιδιαίτερα όταν έχουμε δει τους καλύτερους φίλους μας μέσα στις φυλακές να δολοφονούνται, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, έχουμε χρέος απέναντι στον εαυτό μας και σ’ αυτούς, να υπερασπίσουμε το έργο τους ενάντια στους κάθε λογής χαφιέδες ή εκπροσώπους του κράτους, που προσπαθούν να το διαστρεβλώσουν και να το δυσφημίσουν, ταυτίζοντάς το με μαγκιές, νταηλίκια, τσαμπουκάδες και άλλα τέτοια κουραφέξαλα. Διότι μια τέτοια ταύτιση αφενός κάνει, όσους προσπαθούν να τους μοιάσουν ή να τους συμπαρασταθούν, να διαιωνίζουν το κράτος μέσα από τη συμπεριφορά τους, το κράτος που έχει βάψει τα χέρια του με τόσο πολύ αίμα, και αφετέρου απομονώνει αυτούς τους κρατούμενους από τον πολύ κόσμο ο οποίος, βλέποντάς τους σαν Ράμπο, αποκλείεται να τους συμπαρασταθεί γιατί αισθάνεται πολύ αδύναμος για κάτι τέτοιο.

 

Εγώ θεωρώ τιμή μου που έγραψα αυτά τα πράγματα για το «ΚΡΑΞΙΜΟ», γιατί πιστεύω ότι η ελπίδα μπορεί να προέλθει μόνο από τους απελπισμένους. Και το «ΚΡΑΞΙΜΟ» απευθύνεται, κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτούς κυρίως.

 

Για την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης.

 

occypy 2

 

[ από το 14ο τεύχος του Παροξυσμού ]

Occupy Wall Street και το κίνημα των «Αγανακτισμένων».

Μετά τη λεγόμενη «φούσκα των ακινήτων» και την κατάρρευση μεγάλων τραπεζικών ομίλων, εκατομμύρια πολίτες στις ΗΠΑ είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει κατακόρυφα, έχασαν τα σπίτια και τις δουλειές τους και στερήθηκαν την πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Έτσι αρχές φθινοπώρου του 2011 χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωναν καθημερινά με ειρηνικό τρόπο ενάντια στην φτώχεια, την ανεργία και τα μέτρα λιτότητας. Εκεί, λοιπόν, ξεκίνησε το κίνημα Occupy Wall Street. Το κεντρικό τους σύνθημα «Είμαστε το 99 τοις εκατό», αποτελεί αναφορά στο 1% των πλουσιότερων Αμερικανών που κατέχει το 40% του εθνικού πλούτου των ΗΠΑ. Το κίνημα Occupy Wall Street μοιάζει με το κίνημα των «Αγανακτισμένων» στον ελλαδικό χώρο, όπου χιλιάδες άνθρωποι άρχισαν να βγαίνουν στις πλατείες τον Μάιο του 2011, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά και σημεία αναφοράς.

 

Η αποδοχή του καπιταλισμού ως μοναδικού τρόπου οργάνωσης από κομμάτι της εργατικής τάξης.

 

«Είμαστε το 99%». Είναι το κεντρικό και ίσως το πιο «πιασάρικο» σύνθημα του κινήματος του Occupy Wall Street. Κατά πόσο, όμως, αυτό το «99%» έχει κοινές επιδιώξεις; Σίγουρα έχει πολύ λιγότερες από το υπόλοιπο «1%» που ξέρει ακριβώς τι θέλει και πως να το πάρει, δηλαδή να αντλήσει -με την βία- όσο δυνατόν περισσότερο κέρδος μέσα από την εκμετάλλευση της εργασίας μας. Όμως, η πλειοψηφία του Occupy, όπως και το κίνημα των «Αγανακτισμένων» διαδήλωναν ειρηνικά κατά της κρίσης. Ωστόσο αυτό αρκεί; Και κατά πόσο αυτό είναι «πιασάρικο» για την οργάνωση και την όξυνση των κοινωνικών –ταξικών αγώνων;

 

Κάθε επίκληση στην δημοκρατία είναι παντελώς ανώφελη γιατί αυτές τις μέρες το κεφάλαιο δεν έχει την πολυτέλεια να μοιράζει ψίχουλα στις «λαϊκές μάζες». Από αυτήν την άποψη, δεν είχε άδικο η Μάργκαρετ Θάτσερ όταν δήλωνε ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική», φυσικά για τον καπιταλισμό. Για εμάς τους «από τα κάτω», η «εναλλακτική» ή πιο απλά η ελπίδα, βρίσκεται μέσα στις σχέσεις που προκύπτουν ανάμεσά μας, όταν αυτές δε διαποτίζονται από την εξουσία και δεν διαμεσαλαβούνται από το χρήμα.  Οι σχέσεις, λοιπόν, είναι το ζητούμενο. Οι σχέσεις, οι ιδέες που τις προτάσσουν και οι δομές που τις στηρίζουν.  Θα μας έφτανε να φύγει το «1%» που απαιτεί το κίνημα Occupy, ή τα «λαμόγια οι πολιτικοί» που σιχτιρίζουν οι αγανακτισμένοι; Και αν έφευγαν μετά τί; Θα ήμασταν ευτυχισμένοι; Αν αύριο, για κάποιο λόγο, κατέρρεε ο καπιταλισμός μήπως τότε θα επικρατούσε μια αγριότητα διαφορετικής μορφής; Η διαδικτυακή κομμουνιστική επιθεώρηση InsurgentNotes.com αναφέρει για το Occupy:  

 

«Έτσι ανάμεσα στους μυριάδες στόχους που προσέλκυσαν τα πυρά του κινήματος, ο “καπιταλισμός” ήταν σαν ένα ακόμη αντικείμενο στη λίστα με τα ψώνια του σούπερ-μάρκετ. Η ελάχιστη κατανόηση του τι είναι καπιταλισμός (και τι θα σήμαινε η πραγματική κατάργησή του) οδήγησε σε μια πληθώρα λαϊκίστικων συνθημάτων από το “καταργήστε το κρατικό τραπεζικό σύστημα” μέχρι το “φορολογήστε τους πλούσιους”».

 

Το ζήτημα λοιπόν είναι: ποιοί και ποιές είμαστε, τι θέλουμε και τι δεν θέλουμε.

 

* [ Παρακάτω, όταν αναφερόμαστε στην «εργατική τάξη» εννοούμε τους διανοητικούς και χειρονακτικούς εργάτες, του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, τους ανέργους, τους πρώην εργάτες (συνταξιούχους), τις άμισθες εργάτριες (νοικοκυρές), τους μελλοντικούς εργάτες (μαθητές, φοιτητές) και τους εργάτες της γης.]

 

Πόσοι και πόσες από το σύνολο της εργατικής τάξης δεν κάθονται κάθε μέρα με τις ώρες μπροστά στον υπολογιστή ή την τηλεόραση, δεν κατηγορούν τους ρομά ότι υποβαθμίζουν τον τόπο, δεν βρίζουν τους μετανάστες και τους προτρέπουν να γυρίσουν «από κει που ήρθαν», δεν πάνε εκκλησία κάθε Κυριακή με τα καλά τους, δεν δίνουν αποβολές στους μαθητές τους, δεν εκμεταλλεύονται τους συναδέλφους τους, δεν ξυλοφορτώνουν την γυναίκα τους, δεν είναι θαμώνες σε κωλόμπαρα και μπουρδέλα;    

 

Δεν αρκεί μόνο να ξεσηκωθεί ο κόσμος, να διαμαρτυρηθεί αλλά να ανοίξει τα μάτια του και να δει κατάματα την πραγματικότητα του, να εξεγερθεί και να ανυψωθεί η συνειδητότητά του. Ο κόσμος πάντα αντιδρά. Ωστόσο, σημασία έχει ο δρόμος που επιλέγει ο καθένας και η καθεμία να διαβεί. Θα γίνει μέλος κάποιας επιτροπής κατοίκων που θα διώχνει τους μετανάστες από την γειτονία του; Θα πουλάει πρέζα και θα εκπορνεύει την κόρη του; Θα γίνει μέλος κάποιου κόμματος και θα εναποθέσει εκεί όλες του τις ελπίδες; Θα συμμετέχει σε λαϊκιστικά και φασιστικά κινήματα; Ή μήπως περιμένουμε πως όλοι θα συνεισφέρουμε στην οικοδόμηση μιας ειρηνικής και ελεύθερης κοινωνίας;

 

Η βάση των  κοινωνικών σχέσεων μέσα στον καπιταλισμό είναι τέτοια που κλείνει τα ματιά στους ανθρώπους μπροστά στην ίδια την πραγματικότητα. Όσο και αν το ψάξει κανείς θεωρητικά, αυτή η αποδοχή του καπιταλισμού από μεγάλο κομμάτι του κόσμου της εργασίας, δεν μπορεί παρά να οφείλεται σε μεγάλο μέρος στην δύναμη της συνήθειας. Μια συνήθεια που ωθεί μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης, όχι μόνο να υποτάσσεται στον υπάρχον σύστημα. αλλά και να το αναπαράγει. Μία συνήθεια, ένας σιωπηλός καταναγκασμός, που προκύπτει από την αποξένωση, το φετιχισμό του εμπορεύματος και το διαμεσολαβητικό ρόλο του κράτους. Ας τα δούμε λίγο πιο αναλυτικά.

 

Αποξένωση και φετιχισμός του εμπορεύματος.

 

Η αποξένωση (ή αλλιώς αλλοτρίωση) έχει στον πυρήνα της έννοιας της την λέξη «απομάκρυνση». Όταν γίνεται λόγος για αποξένωση, αυτό σημαίνει πως κάτι που μας ανήκει μετατρέπεται σε κάτι ξένο, αλλότριο και εχθρικό προς εμάς. Για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε κάτι ξένο και εχθρικό προς εμάς, σημαίνει πως πάνω στην πράξη της παραγωγής είμαστε αποξενωμένοι από τον ίδιο μας τον εαυτό.  Με λίγα λόγια ως εργάτες, χειρονακτικοί ή διανοητικοί, είμαστε αποξενωμένοι από τα μέσα παραγωγής, από τα προϊόντα που παράγουμε ή τις υπηρεσίες που παρέχουμε, από την εργασία την ίδια. Η αποξένωση μας από την ίδια μας την δραστηριότητα, είναι αποξένωση από τον ίδιο μας τον εαυτό: οι ίδιοι παράγουμε ενεργά την αποξένωση από τον εαυτό μας. Τελικά η αποξένωση είναι η παραγωγή του σακατέματός μας, η στέρηση από τον εαυτό μας της ίδια μας της ανθρωπιάς: ο καθένας μας αποξενώνεται από τους άλλους και όλοι είμαστε αποξενωμένοι από την ίδια την ανθρώπινη ουσία.

 

Την παραπάνω έννοια της αποξένωσης μπορούμε να την συναντήσουμε σε όλες τις ανελεύθερες περιόδους της ανθρωπότητας. Στον καπιταλισμό, με την εμπορευματική παραγωγή, η έννοια της αποξένωσης διευρύνεται: εδώ τα εμπορεύματα επισκιάζουν τις σχέσεις μας, κυριαρχούν σε αυτές και τελικά τα εμπορεύματα (τα πράγματα) κυριαρχούν πάνω μας και εμείς υποτασσόμαστε σε αυτά. Αποτέλεσμα; Αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη μας από τη σκοπιά του εμπορεύματος (πραγμοποίηση). Κάποια στιγμή τα εμπορεύματα αποκτούν την δική τους ζωή, αποκτούν χαρακτηριστικά που δεν οφείλονται σε αυτά τα ίδια, κάτι που μας κάνει να τα λατρεύουμε. Και αυτό ισχύει για το σύνολο των πραγμάτων από την στιγμή που αποκτούν την ιδιότητα του εμπορεύματος. Μόλις κάποιο αντικείμενο προσλάβει τον χαρακτήρα του εμπορεύματος «γεννοβόλα φαντασιοπληξίες, πιο θαυμαστές ακόμα και αν άρχιζε να χορεύει στα καλά καθούμενα». Αυτή η ιδιότητα, εκφράζει τον φετιχισμό των εμπορευμάτων, δηλαδή να αντιμετωπίζουμε αυτό που «φαίνεται» και όχι την «ουσία». Ο φετιχισμός δεν περιορίζεται μόνο στην παραγωγή αλλά επεκτείνεται ίσως ακόμα με μεγαλύτερη ένταση και στο πεδίο της κατανάλωσης με την μορφή της λατρείας στα καταναλωτικά αγαθά. Άλλωστε, αυτή η κυριαρχία του «Φαίνεσθαι» απέναντι στο «Είναι», που χαρακτηρίζει της καπιταλιστικές κοινωνίες, αποτελεί συνέπεια αυτής τη λατρείας.

 

Όλα τα παραπάνω σηματοδοτούν την στρέβλωση της πραγματικότητας, την απόκρυψη του πραγματικού της χαρακτήρα και οδηγούν στην απανθρωποποίηση το σύνολο της κοινωνίας, πλήττοντας και το 1% και το 99%, με την εργατική τάξη να βρίσκεται στην –ας πούμε- «προνομιούχα» θέση να μπορεί να αντιληφτεί αυτού του είδους την αποξένωση σαν καθημερινή δυστυχία ή μιζέρια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι συλλαμβάνει άμεσα και αυθόρμητα την αποξένωση. Η πώληση της εργατικής δύναμης σαν εμπόρευμα, η καταναγκαστική εργασία, η άμισθη εργασία, η σύγχρονη δουλεία, η ένταξη στο αυστηρό καταμερισμό εργασίας, γενικότερα η σπατάλη της ζωής για την επιβίωση, και όλες οι λειτουργίες της καθημερινής ζωής που εντάσσονται στο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, βιώνονται σαν φυσικά φαινόμενα, σαν λογικά γεγονότα, δίχως να γίνεται αισθητή η απουσία της «ουσίας του ανθρώπου».

 

Παράλληλα, όλες οι ψευδαισθήσεις και τα «θαύματα» των ειδώλων των εμπορευμάτων, οδηγεί τους εκμεταλλευόμενους να απομαγευτούν από μαγεία του φυσικού και ζωικού βασιλείου και στη συνέχεια να μαγευτούν από τον φανταχτερό κόσμο των εμπορευμάτων. Ας δούμε, για παράδειγμα, πως τα tablets και οι λειτουργίες τους μαγεύουν τους χρήστες τους και πως τους αποκόβουν από το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται. Η απόδοση στα εμπορεύματα μιας αυθύπαρκτης αξίας που δεν συνδέεται με την ανθρώπινη εργασία (πχ που, πως και ποιοι έφτιαξαν τα tablets), έχει ως συνέπεια να κρύβεται ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των καπιταλιστικών σχέσεων και συνεπώς να μην διαφαίνεται ως λύση η προοπτική της ανατροπής τους. Έτσι λοιπόν είμαστε εδώ, ο καθένας χώρια και απομακρυσμένος από τον ίδιο του τον εαυτό, με τα εμπορεύματα να μεσολαβούν ανάμεσα μας και τον καπιταλισμό να μας κάνει κουμάντο.

 

Ο διαμεσολαβητικός ρόλος του κράτους.

 

Οι κοινωνικές σχέσεις μεσολαβούνται από το κράτος, που έρχεται να επικυρώσει την κυριαρχία του κεφαλαίου στις ζωές μας. Μέσα στη στρέβλωση και τον κατακερματισμό που επικρατεί στην κοινωνία, το κράτος παρουσιάζεται σαν ένα ενοποιητικό στοιχείο απέναντι σε μια κοινωνία απομονωμένων ατόμων, μοναδικού εγγυητή της κοινωνικής ειρήνης. Στη συνείδηση της κοινωνίας μόνο το κράτος μπορεί να ασκήσει ορισμένες λειτουργίες αναγκαίες για την ύπαρξη της κοινωνικής ζωής. Το κράτος είναι ταξικό όργανο, άλλα παρουσιάζεται σαν δήθεν ουδέτερο στοιχείο, αποκρύπτοντας την πραγματική του υπηρεσία: την διασφάλιση της κυριαρχίας του κεφαλαίου και των εκφραστών του πάνω στις ζωές μας. Και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα σε περιόδους κρίσης, σαν κι αυτή που διανύουμε. Όταν το κεφάλαιο κινδυνεύει το κράτος, αποσύρεται από τις κοινωνικές του λειτουργίες, συρρικνώνει τις κοινωνικές παροχές και το κενό που ανοίγεται έρχεται να το καλύψει το κεφάλαιο με τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Όσο για το εκλογικό δικαίωμα, διαμορφώνει μια ψευδαίσθηση ισότητας και ελευθερίας, που συσκοτίζει τον ταξικό του χαρακτήρα.

 

Το Κράτος λοιπόν, δεν βρίσκεται κάπου μακριά και αόριστα, δεν είναι ένας σκοτεινός καλά φυλασσόμενος πύργος σε ένα βουνό, που μια Μεγάλη Νύχτα μπορούμε εύκολα να το γκρεμίσουμε. Όχι, το Κράτος βρίσκεται συνέχεια δίπλα μας, μας ακολουθεί σε κάθε δραστηριότητα, μεσολαβεί στις κοινωνικές σχέσεις. Από την στιγμή που γεννιόμαστε, δηλωνόμαστε στο Ληξιαρχείο και εκεί μπαίνει η σφραγίδα του κράτους πάνω μας. Για να αναγνωριστεί η σχέση δυο ανθρώπων θα πρέπει να μπει η σφραγίδα του κράτους μέσω της διαδικασίας του γάμου. Μεταξύ εργαζόμενου και αφεντικού, μπαίνει η σφραγίδα του κράτους όπου και επισημοποιεί την εκμετάλλευση. Μεταξύ εμπόρου και αγοραστή υπάρχει η σφραγίδα του κράτους. Το ίδιο και μεταξύ δασκάλου και μαθητή, γονέα και παιδιού, αγρότη και γης, οδηγού και αυτοκίνητου, υπαλλήλου και μισθού, γείτονα και γειτόνισσας, κατοίκου και σπιτιού…. Και όμως αυτό που προσδιορίζει τις κοινωνικές σχέσεις κρύβεται πίσω από το κράτος: είναι η υποταγή της κάθε μας δραστηριότητας στις επιταγές των εμπορευμάτων και ότι σε ότι συσχετίζεται με αυτά (άξια, χρήμα, κέρδος, εκμετάλλευση). Και έτσι το θέμα ξαναπάει στις σχέσεις…

 

Οι σχέσεις κοινωνικής συνεργασίας και η αλληλεγγύη ως βάση της επανάστασης.

 

Στην αρχή του κειμένου φέραμε ως παράδειγμα το κίνημα Occupy, το οποίο πάρα τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις του που αναφέραμε, ανέδειξε και κάτι άλλο: μια δημιουργικότητα σε σχέση με την οικοδόμηση νέων κοινωνικών σχέσεων και νέων περιεχομένων. Σε αντιστοιχία στον ελλαδικό χώρο, μετά το κίνημα των πλατειών, κάποιοι αγώνες άνοιξαν κοινωνικά με τις συνελεύσεις γειτονιών και τις πρωτοβουλίες κατοίκων σε πολλές πόλεις, δίνοντας δυνατότητες νέων ανοιχτών τρόπων οργάνωσης και την ύφανση νέων κοινωνικών σχέσεων.  Και πόσα ακόμα θα μπορούσαν να ειπωθούν διεθνώς για την Αραβική Άνοιξη, τους σκληρούς εργατικούς αγώνες στην Ασία, τα φοιτητικά κινήματα στη Χιλή, τον Καναδά, τις ταραχές στην Ισπανία και τη Μ. Βρετανία.

 

Η ζωή πέρα (ή ενάντια) από τον καπιταλισμό φυτρώνει όταν το χρήμα, αυτό το απόλυτο εμπόρευμα των εμπορευμάτων, παραμερίζεται για να μιλήσει η κοινότητα. Και όχι κάπου ξεκομμένα, αλλά μέσα από την εμπειρία του κοινού αγώνα, στην ανάπτυξη ανθρώπινων σχέσεων που διαφέρουν ποιοτικά από τις κοινωνικές σχέσεις μέσα στο καπιταλισμό. Καθημερινά υπάρχουν ενδείξεις, ότι για όσους και όσες συμμετέχουν σε κοινωνικούς αγώνες, το πιο σημαντικό αποτέλεσμα του αγώνα δεν είναι η ικανοποίηση των άμεσων αιτημάτων, αλλά η ανάπτυξη μιας κοινότητας που χαρακτηρίζεται από την αντίθεσή της στις καθημερινές καπιταλιστικές μορφές κοινωνικών σχέσεων.

 

Ο καπιταλισμός δεν επιφέρει μόνο φυσική εξαθλίωση στους ανθρώπους, αλλά, επιπλέον   βάζει τα εμπορεύματα –τα πράγματα- πιο ψηλά από τον άνθρωπο, διαλύοντας τις κοινωνικές σχέσεις και ενσωματώνοντας την εργατική τάξη. Αν αυτό όμως το κατάφερνε ολοκληρωτικά δεν θα βρίσκονταν τώρα σε κρίση. Συνεπώς κάτι ενυπάρχει μέσα στην καπιταλιστική μηχανή που την μπλοκάρει. Υπάρχει και μια βάση για μια διαφορετική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, η οποία δεν στηρίζεται στον καπιταλισμό, αλλά στη κοινωνική συνεργασία, την κοινοκτημοσύνη, την αλληλεγγύη, την αλληλοβοήθεια… Αυτή η βάση ακολουθεί την ανθρωπότητα σε όλα τα στάδια της εξέλιξης της. Είναι πανταχού παρούσα -άλλοτε ισχυρή και άλλοτε αδύναμη- και είναι αυτή που έρχεται σε αντίθεση με την καπιταλιστική μορφή οργάνωσης. Είναι αυτές οι κρυμμένες, αφανείς υλικές συνθήκες μέσα από τις οποίες μπορούμε να σπάσουμε τις καπιταλιστικές σχέσεις και να πάρει σάρκα και οστά η αταξική κοινωνία, χωρίς να στηριζόμαστε στην κατάληψη κανενός κράτους ή καμίας εξουσίας. Διότι

 

«αν στην κοινωνία έτσι όπως είναι σήμερα δεν βρίσκαμε κρυμμένους τους υλικούς όρους παραγωγής και τις αντίστοιχες ανταλλακτικές σχέσεις που αποτελούν την προϋπόθεση για μια αταξική κοινωνία, τότε όλες οι απόπειρες για ανατροπή θα ήταν δονκιχωτισμός» (Μαρξ, Κ. 1858. Grundrisse. Στοχαστής. T.  Ά.Σελ.111).

 

Οι σχέσεις κοινωνικής συνεργασίας, οι δομές αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης που αυτές παράγουν, μεταφέρουν την επανάσταση από ένα απροσδιόριστο μέλλον στο εδώ και τώρα. Η σημερινή συγκύρια της κρίσης αποτελεί μια πρόκληση για την κοινωνική χειραφέτηση και μια καλή ευκαιρία για να αναδυθούν κοινωνικές σχέσεις σε μια διαφορετική βάση χωρίς εξουσία και χρήμα. Με τις ενεργές και αποφασιστικές κοινότητες αγώνα να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση.

 

Μέσα στην καπιταλιστική βαρβαρότητα που επεκτείνεται και βαθαίνει να ανοίξουμε τον δρόμο για μια αταξική κοινωνία ελευθερίας, ισότητας, αλληλοβοήθειας και κοινοκτημοσύνης.

 

Να ανοίξουμε τον δρόμο μέχρι τον κομμουνισμό και την αναρχία.

 

image0323

4 χρόνια κατάληψη apertus

4 χρόνια κατάληψη Apertus

unnamed (1)

Παρασκευή 23/05

 

20:00 Συζήτηση: «Οι κατασταλτικές μεθοδεύσεις του κράτους σε τοπικό και πανελλαδικό επίπεδο και η οργάνωση της αλληλεγγύης».

Θα ακολουθήσει αυτοδιαχειριζόμενο καφενείο / bar στήριξης του Ταμείου Αλληλεγγύης της κατάληψης.

 

Σάββατο 24/05

 

Aπό τις 14:00 Συλλογικό φαγοπότι (φέρνουμε και το κατιτίς μας)

 

21:00 Συναυλία  Ζωή Τάχα (Αθήνα) / Cloud Hunters (Αγρίνιο) / Reversed Organ (Αγρίνιο)

 

https://apertus.squat.gr/