Κάποτε

Κάποτε
σφύριζα και περπατούσα ανέμελα
νομίζοντας δικούς μου
τους μεγάλους δρόμους

Έκλαιγα βέβαια κιόλας,
Όμως για ασήμαντες αιτίες,

Κι είχα μητέρα διαρκώς παρούσα
που έκρυβε το κακό:

Σφούγγισε τα δάκριά σου,
Και πήγαινε να παίξεις
Έχεις καιρό για κλάματα,
Μου έλεγε στοχαστικά
μα δεν την καταλάβαινα…

(Καλύτερα να μίλαγε ξεκάθαρα)

Νωρίς πρέπει να μαθαίνουν τα παιδιά:

Σιδερένια γροθιά κάτω
από τρυφερά σαγόνια

Ο κόσμος!

Λευκάδα: έξω οι νταβατζήδες από τις παραλίες


Το παρακάτω κείμενο είναι συντρόφων από την Λευκάδα (2009) και αφορά τις παραλίες του νησιού και ειδικότερα την παραλία Πευκούλια. Πέντε χρόνια μετά, όλα όσα γράφει έχουν ακόμα την σημασία τους μιας και διανυουμε μια περιοδο που η εμπορευματοποιήση και η ιδιωτικοποίηση (περιφράξεις) συνεχίζούν με πιο εντατικους ρυθμούς, τόσο στο εσωτερικο των πόλεων, όσο και στο φυσικο περιβαλλόν που τις περικλείει. Το κειμενο αυτό  εχει και μια επιπλέον αξία. Δεν αναφέρει το κέρδος ως μοναδικό σκοπό της ανάπτυξης-λεηλασίας των δημόσιων χώρων.   Καταδεικνύει πως η ιδιωτικοποίηση έχει επίσης σκοπό την διάλυση της κοινωνικής ζωής και των κοινωνικών σχέσεων που υλοποιούνται και σε αυτούς χώρους (λαμβάνοντας πάντα υπόψην πως δημόσιος είναι ο χώρος που κομμάτια της κοινωνίας αποφασίζουν για λογαριασμό τους). 


Παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο των συντρόφων:

Λευκάδα: έξω οι νταβατζήδες από τις παραλίες

 

Οι επιθέσεις του κράτους και των αφεντικών προς τους αυτοδιαχειριζομενους χώρους, τις καταλήψεις και γενικά σε κάθε ελεύθερο χώρο δεν περιορίζονται μόνο στις μεγάλες πόλεις αλλά εξαπλώνονται σε κάθε γωνιά του τόπου αυτού στον οποίο ζούμε. Εξαπλώνονται σε κάθε γωνιά όπου οι άνθρωποι καταφεύγουν ώστε να αισθανθούν επιτέλους κάπως ελεύθεροι, χωρίς να διαμεσολαβούν ανάμεσα τους τα χρήματα, οι συμφεροντολογικές σχέσεις, οι προκαταλήψεις, οι προκαθορισμένες συμπεριφορές και όλα τα συναφή στοιχειά που διέπουν ένα μέρος των ανθρώπων της κοινωνίας αυτής.Από τα πάρκα της Ζωοδόχου Πηγής κ Ναυαρινου και Κύπρου κ Πατησίων τα οποία βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας και όλες τις καταλήψεις που υπάρχουν και που συνεχώς ξεφυτρώνουν στον ελλαδικό χώρο, μέχρι και την παραλία ενός απομακρυσμένου νησιού, η επίθεση τους έχει τα ίδια χαρακτηριστικά: καταστολή-ανάπτυξη-κέρδος.

 

Καταστολή των δράσεων και των κινήσεων μας, της ελεύθερης σκέψης και έκφρασης μας, της συλλογικοτητας, της αλληλεγγύης, των αληθινών ανθρώπινων σχέσεων.

 

Ανάπτυξη του τσιμέντου, της μίζας, της εργολαβίας, της ρουφιανιάς, της αρπαχτής, του τραμπουκισμου, του τρόμου.

 

Κέρδος: τα χρήματα, η αποστείρωση, η ομοιομορφία, η εκμετάλλευση, η αποξένωση, ο περιορισμός, οι προβλεπόμενες και προκαθορισμένες συμπεριφορές, ο κοινωνικός έλεγχος, η καταστροφή της ζωής μας.

 

Και η μανία τους προς τους χώρους αυτούς δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς δεν είναι τυχαίο ότι οι χώροι αυτοί (καταλήψεις, αυτοδιαχειριζομενοι χώροι, ελεύθεροι χώροι)χρησιμοποιούνται είτε ως ορμητήρια, είτε ως καταφύγια στους κοινωνικούς αγώνες και (ειδικά) σε περιόδους κοινωνικών εκρήξεων. Για αυτό και αποτελούν έναν από τους σταθερούς στόχους τους. Γιατί γνωρίζουν ότι κάθε κατάληψη, κάθε πάρκο και πλατεία, κάθε αυτοοργανωμένος και αυτοδιαχειριζομενος χώρος, κάθε χώρος που καλύπτεται από άσυλο, είναι η εν δυνάμει απειλή της αρρωστημενης ησυχίας τους, της ευημερίας τους, της επιφανειακής ηρεμίας που προσπαθούν να δημιουργήσουν και να κρατήσουν στα πλαίσια της κανονικότητας και της πειθαρχίας.

 

Το νησί της Λευκάδας

 

Τα τελευταία χρονιά στο όνομα της "ανάπτυξης" του νησιού οι λεηλασίες των παραλιακών (κυρίως) χώρων γίνονται απροκάλυπτα και με ξέφρενους ρυθμούς.Ξενοδοχεία, ταβέρνες, καφετερίες χτίζονται πάνω στο κύμα μαντρώνοντας τις παραλίες και την πρόσβαση σε αυτές με τα μαντρόσκυλα να έχουν υιοθετήσει ένα ύφος το ότι σου κάνουν και χάρη που σε αφήνουν να περάσεις και να πας στις "παραλίες τους".

 

Οι εργολάβοι της φιλοξενίας, αποσκοπώντας στον οργανωμένο τουρισμό των αποχαυνωμένων τουριστών, οι οποίοι έρχονται να κάνουν τις μίζερες διακοπές τους κουβαλώντας μαζί τους τα κόμπλεξ και την καταπίεση που τους αφήνει η μεγαλούπολη, δεν αποδέχονται άλλους τουρίστες εκτός από την συγκεκριμένη κατηγορία η οποία καταναλώνει και αφήνει κέρδη στους ''επαγγελματίες υποδοχείς της''.Όλοι οι άλλοι που επιθυμούν να κάνουν διακοπές χωρίς απαραίτητα να πληρώσουν τους νταβατζηδες της φιλοξενίας θεωρούνται ''τζαμπατζήδες'' και ''άπλυτοι''.Έτσι, συνεχίζουν την καταστροφική ''ανάπτυξη'' τους καταπατώντας και λεηλατώντας κάθε τι όμορφο, κάθε τι που δεν έχουν τα κοτσια να χαρούν σαν άνθρωποι και βγάζουν εκεί όλο το μίσος τους νομίζοντας ότι ''κατακτώντας'' και απομυζώντας κέρδη θα νιώσουν καλύτερα.Δήμαρχοι, νομάρχες, δημοτικοί/νομαρχιακοί σύμβουλοι, πολιτικοί μηχανικοί και λοιποί αετονύχιδες παίρνουν εργολαβία αυτά που ανήκουν σε όλους μας.

 

Το παράδειγμα της παραλίας Πευκούλια

 

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της παραλίας Πευκούλια του Αγίου Νικήτα οπού ο τραμπούκος καταπατητής (μέλος του δημοτικού συμβουλίου) έχει οικειοποιηθεί μια τεράστια έκταση η οποία βρίσκεται λίγα μόλις μέτρα από τη θάλασσα, χτίζοντας εκεί τουριστικές εγκαταστάσεις. Φυσικά, τίποτα πριν λίγα χρόνια δεν του άνηκε (όπως ποτέ δεν θα του ανήκει) και ότι ''απέκτησε'' το απέκτησε με τις γνωστές τακτικές του τραμπουκισμου (καταπάτηση/λάδωμα/γλείψιμο/απειλές/νταβατζηλήκια κτλ). Εκτός των άλλων, έχει περάσει στην κυριότητα του και τις δυο εισόδους που οδηγούν στην παραλία, με αποτέλεσμα για να πας στην παραλία πρέπει πρώτα να περάσεις από το αδιάκριτο βλέμμα του κάνοντας σου και χάρη που σου επιτρέπει να περάσεις μέσα από την ''ιδιοκτησία'' του. Οι δε πέντε-έξι ελληνικές σημαίες που έχει βάλει πάνω στην μάντρα σου υπενθυμίζουν ότι ''εδώ είναι Ελλάδα'' και δεν έχουν χώρο οι ''άπλυτοι'', όπως συνηθίζει να αποκαλεί τους παραθεριστές οι οποίοι δεν έχουν διάθεση να πληρώσουν δραχμή για τις υπηρεσίες του νταβατζή αυτού της παραλίας.Δηλαδή, ο τραμπούκος αυτός, εκτός του ότι έχει καταπατήσει ένα μεγάλο μέρος της παραλίας, παριστάνει και το μπάτσο/τροχονόμο της κρίνοντας ποιος είναι κατάλληλος και ποιοςόχι να πάει σε αυτή και εκτός αυτών παραδίδει και μαθήματα πατριωτισμού.

 

 

 

Η παραλία αυτή όμως έχει και άλλη βαρύτητα, καθώς τις τελευταίες δεκαετίες εκατοντάδες κόσμος τα καλοκαιριά κάνει ελεύθερο κάμπινγκ εκεί δίνοντας το δικό του χρώμα στην παραλία, αλλά και στην έννοια των «διακοπών» γενικότερα, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να πληρώσει δωμάτια και λοιπά τουριστικά έξοδα. Και αυτό φυσικά δεν αρέσει ούτε στον τραμπούκο, ούτε στην παρέα του οι οποίοι προσπαθούν να αποτρέψουν και να ποινικοποιήσουν το δικαίωμα στο ελεύθερο κάμπινγκ, είτε φωνάζοντας τους μπατσους (με το αζημίωτο φυσικά) για να μαζέψουν τους κατασκηνωτές, είτε τρομοκρατώντας τον κόσμο με απειλές και χειροδικίες, είτε μεταφέροντας σκουπίδια στην παραλία για να πουν μετά ότι οι κατασκηνωτές βρωμίζουν την παραλία και ότι είναι ''άπλυτοι''.Έτσι, αυτό που ''σκέφτονται'' τώρα οι αετονύχιδες είναι να ανοίξουν άλλο δρόμο που να οδηγεί στην παραλία (αφού οι άλλοι δυο ιδιωτικοποιηθήκαν από το λαμόγιο) ο οποίος μάλιστα θα τη διασχίζει σε όλο το μήκος της, ουσιαστικά καταστρέφοντας την όπως καταστρέψανε και αρκετές άλλες…

 

Η παρουσία μας το καλοκαίρι εκεί μπορεί να μην αποτελεί από μόνη της τη λύση σε πιθανή καταστροφή της παραλίας (καθώς οι τέτοιου είδους "εργασίες ανάπτυξης'' γίνονται στα μουλωχτά το χειμώνα), όμως όσο είμαστε εκεί και οικειοποιούμαστε την παραλία σίγουρα πιο δύσκολα θα βάλουνε χέρι.

 

Η πρόταση είναι να γίνει ένα κάλεσμα το καλοκαίρι από τους κατασκηνωτές και όσους άλλους ενδιαφέρονται για την παραλία με σκοπό τη συνέχιση του ελεύθερου κάμπινγκ κ την αποτροπή της περαιτέρω καταστροφής και καταπάτησης της παραλίας.Είμαστε όλοι προσκεκλημένοι για ελεύθερο κάμπινγκ για ένα ακόμη καλοκαίρι.

 

ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΧΩΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ.

 
Σύντροφοι από Λευκάδα.

Παλιά Λαχαναγορά Αγρινίου

(Αρχίζει η ανάπλαση της παλιας λαχαναγοράς αγρινίου, κάτι που δεν μπορεί να αποφευχθει μιας και η κοινωνική συναίνεση εύκολα αποσπάται για τέτοια θέματα.
Σε λίγο όμως, όλοι θα περπατάμε πιο γρήγορα, σε μια πόλη ξένη.
Παρακάτω, παραθέτουμε κείμενο για την παλια λαχαναγορα απο παλιοτερο τευχος του εντύπου.)
Ένα κτίριο μιλάει

Είμαι η παλαιά λαχαναγορά και σας χαιρετώ. Γεννήθηκα – χτίστηκα- για να είμαι ακριβής το 1936 και από τότε είμαι μόνιμη κάτοικος Αγρινίου…Έχω ζήσει πολλά. Ευτυχώς μέχρι τώρα έχω ζήσει και πολλά χρόνια. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται… Και επειδή η καιροί είναι χαλεποί και αύριο- μακριά από εμάς – μπορεί να μη ζω.. και για να ακριβολογήσω και πάλι …μπορεί να έχω γκρεμιστεί …ή να με έχουν γκρεμίσει… θα ήθελα να πω την ιστορία μου.
Γενικά στη ζωή μου έχω περάσει από πολλές φάσεις… Ξέρεις τώρα… Και εμείς τα κτήρια αποκτάμε ζωή μέσα από τη ζωή αυτών που μας κατοικούν ή που μας χρησιμοποιούν… Γιατί ως γνωστό, τα ντουβάρια από μόνα τους δεν έχουν καμία απολύτως αξία.
Πέρασα από πολλές φάσεις λοιπόν. Η πρώτη μου φάση ήταν όταν με χτίζανε … Πότε δε ξέχασα την κραυγή από τον χτίστη που έπεσε από την στέγη μου. Ποτέ δε θα ξεχάσω τον πόνο που ένοιωσε και ένοιωσα και εγώ. Από τότε και μέχρι που πέθανε περπατούσε στραβά…Μετά, και αφού ήμουν έτοιμη, για πολλά χρόνια αποτέλεσα χώρο στέγασης των εμπορικών δραστηριοτήτων των ψαράδων και των μανάβηδων. Αυτό έγινε μέχρι το 90 περίπου. Και για να σας πω την αλήθεια, αυτή ήταν και η καλύτερη περίοδο της ζωής μου.
Καταρχήν δε ξεχάσω ποτέ τις μυρωδιές. Λένε πως τα ψάρια μυρίζουν άσχημα… Λάθος. Αν εντοπίσει κάποιος τη θάλασσα και το αλάτι στη μυρωδιά τους θα καταλάβει… Και τα πορτοκάλια, τα λεμόνια, τα μανταρίνια… Δυνατές μυρωδιές … Μυρωδιές που τώρα σπάνια τις συναντάς .. Ξεφλούδιζες ένα μανταρίνι και μοσχοβόλαγε ο τόπος… Σταφύλια, καρπούζια, πεπόνια, κεράσια… Άλλο πράγμα.

 

Αλλά και οι συμπεριφορές των ανθρώπων ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές .Σήμερα, δεν ξέρω, οι άνθρωποι είναι γυαλισμένοι, ψυχροί και αγέρωχοι. Τότε ήταν αλλιώς. Πιο έξω καρδιά; Ποιο χαρούμενοι; Μήπως ήταν απλά περισσότερο ο εαυτός τους; Ωστόσο τα προβλήματα ήταν πολλά αλλά τους έβλεπες χαιρόντουσαν με τα απλά, τα καθημερινά. Το αεράκι που φυσάει, η μυρωδιά του χώματος μετά τη βροχή, η ζωντανή γεύση από ένα καλογινωμένο φρούτο και άλλα τέτοια που θεωρούνται και καλά ποιητικά..…

 

Και οι σχέσεις ήταν διαφορετικές.. Είχαν πολύ ένταση και αλήθεια. Ο κυρ Νίκος ο Χοντρός δε δίστασε να μείνει ολοτσιτσιδος σε καμιά 10αριά ανθρώπους μόνο και μόνο για να ζυγιστεί στη πλάστιγγα, να αποδείξει ότι ήταν ένα κιλό ελαφρύτερος για να κερδίσει ένα στοίχημα της πλάκας. Δεν το κέρδισε όμως. «Τσάμπα το στριπτίζ μωρέ Νικόλα» του είπαν μετά τα φιλαράκια του . Ενώ ο κυρ Τάσος έσπασε ένα-ένα όλα τα καρπούζια του για να ξεπλύνει την υποτιθέμενη προσβολή όταν του παραπονέθηκαν ότι είχε δώσει άγουρα καρπούζια. Αυτό ήταν έκφραση! Ως λαχαναγορά τότε δεν αποτελούσα σημείο μιας απλής εμπορικής συνδιαλλαγής. Αποτελούσα ένα από τα σημαντικότερα σημεία αναφοράς της πόλης … Όλοι οι παλιοί αγρινιώτες εργάτες και αγρότες είχαν περάσει από μένα. Κάθε μαγαζάκι είχε και απέξω και μερικά τελάρα ή στην καλύτερη κανα κουτσό τραπεζάκι για να κάθονται για παρέα οι φίλοι και οι οχτροί. Αλλά και οι τσαμπουκάδες ήταν και πιο έντονοι τότε. Πολύ πιο έντονοι. Αλλά τι να κάνουμε , έτσι είναι η ζωή. Εξάλλου καλύτερα τσαμπουκάς παρά υποκρισία και μορφωμένες ρουφιανιές. Βέβαια και τότε υπήρχαν μπάτσοι και χαφιέδες όμως ούτε και τότε ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί.

 

Λίγο πριν το 90 και μετά τα πράγματα τα είδα να αλλάζουν. Ήρθαν και τα πολυκαταστήματα. Το κέντρο του Αγρινίου άρχισε να γίνεται ασφυκτικό. Τα κτίρια όλα ήταν ανήσυχα. Όταν συζητούσαμε μεταξύ μας όλο στη καταστροφή πήγαινε ο νους μας. Κάτι θα άλλαζε αλλά τι ακριβώς θα ήταν αυτό δε ξέραμε… Μάθαμε αργότερα το όνομά του: Ανάπλαση.

 

Το 90 έπαψα να είμαι λαχαναγορά και μετονομάστηκα σε ¨παλιά λαχαναγορά¨. Είπαν πως ένα τέτοιο κτίριο με τέτοια δραστηριότητα δεν μπορούσε να παραμείνει ενεργό στο κέντρο του Αγρινίου. Οι αθηναϊκές καταβολές θα ήταν αναπόφευκτες και η πόλη μου θα έπρεπε να φωταγωγηθεί. Τότε έπεσα σε κατάθλιψη και ακολούθησε μία απελπιστική περίοδος. Τα παλιά σπίτια που ήμασταν φίλοι και μιλούσαμε, ξαφνικά εξαφανίστηκαν. Στη θέση τους ξεφύτρωσαν μοντέρνες πολυκατοικίες. Οι σχέσεις μου με αυτές ήταν μόνο εχθρικές. Όπως επίσης και με τα σουπερ μαρκετ, τα κλαμπ, τα σχολεία, το Δημαρχείο και άλλα πολλά κτήρια. Γιατί οι άνθρωποι δεν ορίζουν αυτά τα κτίρια όπως θα έπρεπε, αλλά τα κτίρια αυτά είναι που ορίζουν τους ανθρώπους. Γιατί είπαμε ότι οι άνθρωποι είναι που πρέπει να δίνουν ζωή στα κτίρια. Για εκείνη την περίοδο λοιπόν μόνο σκοτεινές ιστορίες έχω να διηγηθώ… Ιστορίες και αστικούς μύθους που αραχνιάζουν πάντα κάθε είδους εγκαταλελειμμένα κτίρια: Σκυφτοί άνθρωποι, κατεστραμμένες ψυχές, πνεύματα και στοιχειά, ηρωίνη. Άστα να πάνε…


Και εκεί που νόμιζα κάπου το 98 πως όλα τελείωσαν και ευχόμουν να’ ρθει καμιά μπουλντόζα μπας και πάρει τέλος αυτή η παλιοκατάσταση, σκάνε κάτι τύποι ψιλοφρικιά και έτσι και μέσα σε λίγες μέρες χωρίς να πάρω γραμμή γέμισα με μουσικές και ανθρώπους ωραίους με περίεργα κουρέματα, ζωγραφιστά μπλουζάκια και παντελόνια, μποτάκια και παραμάνες αλλά κυρίως γέμισα με ιδέες και σκέψεις που δεν περιστρέφονταν γύρω από καβάτζες και λεφτά. Και αυτό μου άρεσε. Τους τύπους δεν τους είχα ξαναδεί ποτέ πριν . Έμαθα όμως για αυτούς: ήταν πανκ και αναρχικοί και προέρχονταν από ένα σπίτι που το είχαν βαπτίσει « Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Αγρινίου» . Μετά από αυτό κάθε λίγο και λιγάκι έρχονταν αυτοί οι τύποι και όχι μόνο αυτοί αλλά και πολύ άλλοι, με στόλιζαν με πανό, με ζωγράφιζαν με σπρέι, με γέμιζαν με μουσική, κουβέντες και εικόνες. Μετά ήρθαν άλλοι με νέες ιδέες, άλλη ομιλία, άλλη μουσική, άλλες εικόνες. Και τελικά μπορώ να πω ότι ως ένα σημαντικό σημείο κατάφεραν το σκοπό τους: έγινα σημείο αναφοράς πάλι στη πόλη η τοπική κοινωνία ξανάνοιωσε την παρουσία μου… Πολύ όμως είχα στραβώσει όταν κάποιοι τύποι προερχόμενοι από ένα άλλο κτήριο που δεν πολύ γουστάρω, τη Πανεπιστημιακή Σχολή, ήρθαν και έκαναν συναυλία με είσοδο. Και μαζί με εμένα είχαν στραβώσει και άλλοι πολλοί.. Mα δεν καταλαβαίνω! Τόσες δεκαετίες μπαινοβγαίνει οποίος θέλει και όποτε θέλει και ήρθαν κάποιοι έξυπνοι να βγάλουν λεφτά από μένα. Ευτυχώς δε ξανάγινε…
Τα χρόνια πέρασαν, τα κτίρια άλλαξαν, άλλαξα και εγώ. Αν και πια δεν είμαι το σημείο αναφοράς που ήμουν, δεν ξεχάστηκα. Συνεχίζω να υπάρχω και είμαι χαρούμενη γιατί δίπλα από μένα, στο παλιό στάδιο της ΓΕΑ, έγινε μία πλατεία, μαύρο χάλι. Ή μάλλον άσπρο χάλι. Μία κάτασπρη μαρμαρένια πλατειά με μπετό και όλο ψύχρα, είναι τώρα ο νέος μου συγκάτοικος. Όχι δεν τρελάθηκα. Μπορεί η δεσποινίς πλατεία να μη μου αρέσει, άλλα μου αρέσει όλος ο κόσμος που σκάει εκεί. Πιτσιρικάδες με σκέιτ κάνουν φιγούρες όλη μέρα και το βράδυ γκαφιτάδες καταθέτουν την τέχνη τους. Από άσπρη η πλατεία έχει γίνει πολύχρωμος καμβάς ανεμελιάς. Μιας ανεμελιάς όχι αφασίας, μα ανεμελιά με τσαμπουκά. Και αυτό φάνηκε στη εκδήλωση που έκάναν κάποιοι από τους θαμώνες της πλατείας, που χωρίς καμία άδεια στήσανε τα όργανα και χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς έκαναν αυτό που θέλανε. Και φυσικά-τι παράληψη!- το πανό που πάντα κοσμεί το παράπλευρο τοίχωμα μου.
Εντάξει όπως και να το κάνουμε καλά είναι και τώρα… Αλλά μου λείπουν και οι παλιές καταστάσεις. Από τον κυρ Νικόλα το Χοντρό μέχρι και άλλους που ενώ ήταν ανέμελοι και δυναμικοί, ξαφνικά έφυγαν και άλλαξαν. Βέβαια ο κυρ Νικόλας έμεινε μέχρι τέλους ρεμάλι και μάγκας. Aλλά οι άλλοι; Γιατί ρε παιδιά τέτοια αλλαγή; Σε ένα κόσμο ετοιμόρροπο, δεν υπάρχουν καβάτζες. Γιατί να τα παραδώσετε τα όπλα; Κάτι ξέρω εγώ που τα λέω. Παρατηρώ και αν και ποτέ δεν επεμβαίνω, ξέρω, έχω δει, έχω μάθει. Επικοινωνώ με όλα τα κτίρια και καταλαβαίνω. Καταστολή δεν είναι ο μπάτσος μόνο… Καταστολή είναι και οι ψεύτικες αναπνοές, ο ψεύτικος βηματισμός, η ψεύτικη ζωή.
Και τελικά, όλοι αυτοί που έμειναν για πάντα νέοι, κοροΐδα ήτανε;

Όταν ο καπνός της μάχης διαλύεται, πολλά πράγματα εμφανίζονται αλλαγμένα.Μία εποχή έχει περάσει.Ας μην μας ρωτάτε τώρα, τι αξία είχαν τα όπλα μας: έχουν κάτσει στο λαιμό του συστήματος των κυρίαρχων ψεμάτων. Το αθώο του ύφος δεν θα επιστρέψει πια.