Οι ψυχοκόρες και το σιδέρωμα της Σπυριδούλας από τη Ματαράγκα Αγρινίου.

pdy1

 

Ψυχοκόρη, δούλα, παραδουλεύτρα, σκλάβα, δουλικό, οικιακή βοηθός, παραπαίδα ή πόσους άλλους τρόπους θα βρουν για να ονοματίσουν την υποτιμημένη οικιακή εργασία;

 

Η οικιακή εργασία αποτέλεσε στην Ελλάδα του 19ου και 20ου  αιώνα μια από τις κυριότερες μορφές υποτιμημένης εργασίας. Την εποχή εκείνη , η φτώχια ή ακόμα και πολλές φορές το όνειρο για μια καλύτερη ζωή οδηγεί κοπέλες από την επαρχία  στη συνθήκη της εσωτερικής μετανάστευσης. Τότε κυρίως κορίτσια επαρχιώτισσες, φτωχές έρχονται να εργαστούν στα σπίτια μικροαστών ή αστών σε αστικά κέντρα ως παραδουλεύτρες ή υπηρέτριες ή δούλες ή παστρικοδούλες ή όπως αλλιώς της έρχονταν της βαθιάς πατριαρχικής κοινωνίας να τις αποκαλεί. Η δουλειά τους σήμαινε συγκέντρωση της απαραίτητης προίκας ή πληρωμή χρεών στον εργοδότη ή ένα λιγότερο στόμα για τους γονείς στη  επαρχία αλλά στην ουσία εργάζονταν ακατάπαυστα με αντάλλαγμα την επιβίωσή τους και μόνο. Αντίθετα στην οικογένεια που υπηρετούσαν συνέβαλαν στην κοινωνικά άνοδο και καταξίωση της αστής γυναίκας.

 

Εκείνη την εποχή άρχισε να εμφανίζεται και ο θεσμός της ψυχοκόρης, που επρόκειτο κυρίως για προφορικό θεσμό υιοθεσίας. Συγκεκριμένα, οικογένειες που ζούσαν κάτω από συνθήκες φτώχιας και ανέχειας  «παραχωρούσαν» μία ή περισσότερες κόρες, πολλές φορές και γιους, σε πλούσιες οικογένειες. Κυρίως οι ψυχοκόρες ήταν κορίτσια μικρής ηλικίας που μέσω αυτού του θεσμού αναγκάζονταν να προσφέρουν εργασία στον ψυχοπατέρα, ο οποίος έναντι της παρεχόμενης εργασίας είχε την υποχρέωση να τις προικίσει, όταν φθάσουν σε ηλικία γάμου. Ο θεσμός αυτός στην ουσία ήταν μια μορφή άμισθης  οικιακής εργασίας. Οι ψυχοκόρες, ανεξάρτητα από την ηλικία και τη σωματική διάπλαση, έπρεπε να καθαρίζουν το σπίτι, να μαγειρεύουν, να σκουπίζουν, να σιδερώνουν,  να εργάζονται στα χωράφια και όλα αυτά χωρίς μισθό μιας και πλέον ήταν μέλος της οικογένειας. Ενώ, δεν είναι και λίγες οι φορές, που η απόλυτη κυριαρχία των ψυχοπατέρων  οδηγούσε σε σεξουαλική εκμετάλλευση της ψυχοκόρης. Γενικά, ο θεσμός της ψυχοκόρης «ηθικοποιήθηκε» πολλές φορές κοινωνικά και κατάφερε σε πολλές περιπτώσει να συσκοτιστεί η εκμεταλλευτική του φύση.

 

Βία, φτώχεια, εκμετάλλευση, καταπίεση βιώνονταν από όλες αυτές τις γυναίκες που παρόλο που συμβιβάζονταν με τη σκληρή πραγματικότητα για επιβίωση, πολλές φορές δε έπαυαν να ονειρεύονται το σπάσιμο των δεσμών.  Είτε πρόκειται για το «κοινωνικά αποδεκτό»  ψυχοκόρη,  είτε για το «υποτιμητικό» δούλα, η κοινωνική πραγματικότητα είναι πολύ σκληρότερη από αυτή που φανταζόμαστε. Είναι η ίδια απόλυτα σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν στο πετσί τους οι σημερινές μετανάστριες εργάτριες που δουλεύουν ως οικιακές βοηθοί. Συνήθως προσλαμβάνονται για να διευκολύνουν τις εργοδότριές τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του επαγγελματικού τους στίβου, ωστόσο οι ίδιες οι μετανάστριες εργάτριες βιώνουν καθημερινά τις άθλιες εργασιακές συνθήκες, τον αποκλεισμό  και την υποτίμηση.

 

Ένα πράγμα στην οικιακή εργασία θεωρείται δεδομένο. Είτε δε πληρώνεται και γίνεται από τη νοικοκυρά, είτε πληρώνεται και γίνεται από τις δούλες και οικιακές βοηθούς, αποτελεί μια αόρατη και κατά βάση γυναικεία εργασία, απαραίτητη για τη συντήρηση και αναπαραγωγή του άνδρα εργάτη. Δηλαδή η βρώμικη φόρμα εργασίας να γίνει καθαρή, το ωμό κρέας να σερβιριστεί μαγειρεμένο, να σπίτι να είναι καθαρό, το κρεβάτι στρωμένο, τα παιδιά να κοιμούνται, να τρώνε και να περιθάλπονται. Το κεφάλαιο, μέσω της πατριαρχική του εκπροσώπησης, όσο αγνοεί τις απαιτήσεις των εργατριών στα οικιακά, όσο στρέφει με τους έμφυλους διαχωρισμούς το ένα φύλο εναντίων του άλλου, έχει την πολυτέλεια να μην πληρώνει την οικιακή εργασία. Όπως αναφέρει η Σίλβια Φεντερίτσι

 

«η οικιακή εργασία δεν έχει απλά επιβληθεί στις γυναίκες, αλλά έχει μετατραπεί σε φυσικό χαρακτηριστικό της γυναικείας ανατομίας, της γυναικείας προσωπικότητας – σε εσωτερική ανάγκη, σε φιλοδοξία που υποτίθεται πως πηγάζει από τα βάθη της γυναικείας μας φύση. Αντί να αναγνωριστεί ως όψη του κοινωνικού συμβολαίου η οικιακή εργασία έπρεπε να μεταβληθεί σε φυσικό χαρακτηριστικό, γιατί ήδη από τον καιρό των πρώτων σχεδίων του κεφαλαίου για τις γυναίκες, αυτή η εργασία ήταν άμισθη».

 

Πότε το κεφάλαιο θα αναγκαστεί να αναγνωρίσει και να πληρώσει αυτήν την εργασία; Μόνο όταν οι γυναίκες αρχίσουν να αρνούνται να την κάνουν, μόνο όταν οι γυναίκες αρχίσουν να αγωνίζονται εναντίον της. Τα παραδείγματα των φεμινιστικών αγώνων δεν είναι λίγα.

 

 

psy

 

Το σιδέρωμα της  Σπυριδούλας από τη Ματαράγκα Αγρινίου.​

 

«Είμαι από την Ματαράγκα του Αγρινίου. Οι γονείς μου έχουν ακόμα άλλα επτά παιδιά. Ήρθε η Αντιγόνη Βεϊζαδέ στη Ματαράγκα και ζητούσε να πάρει ένα μικρό κοριτσάκι για να προσέχει το μωρό της και να την βοηθάει λίγο στο σπίτι. Δήλωνε ότι το κοριτσάκι που θα την ακολουθήσει θα κάνει την τύχη του και δεν θα το ξεχωρίζει από το δικό της παιδί. Οι γονείς μου είναι φτωχοί άνθρωποι και έτσι ξεγελάσθηκαν και με έδωσαν. Έμεινα μαζί τους δύο χρόνια. Φρόντιζα το παιδί, καθάριζα, σφουγγάριζα, έπλενα, κουβάλαγα τα ψώνια του σπιτιού (…). Έκανα υπομονή και δε μιλούσα. Το αφεντικό μου, ο Γιώργος Βεϊζαδές δούλευε σε μπαρ. Περνούσαν καλά στο σπίτι (…)».

(εφημερίδα «Ακρόπολις» – Κυριακή 7 Αυγούστου 1955)

 

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η πονεμένη ιστορία της Σπυριδούλας, μιας κοπέλας από τη Ματαράγκα έφερε στην επιφάνεια την εκμετάλλευση που βίωναν καθημερινά κορίτσια και γυναίκες που πάλευαν για την επιβίωσή τους. Η μικρή Σπυριδούλα έπεσε θύμα της μανίας των αφεντικών της, Γιώργου και Αντιγόνης Βεϊζαδέ, που επί δύο μέρες την έκαιγαν διαδοχικά με το καυτό σίδερο σε όλο της το σώμα, επειδή θεωρήθηκε ύποπτη για την απώλεια 50 δολαρίων.

 

Η Σπυριδούλα από τα 12 της εργαζόταν ως υπηρέτρια στην Αθήνα στο σπίτι του ζεύγους Βεϊζαδέ, που μαζί με το μικρό παιδί τους έμεναν σε ένα πολυτελές σπίτι στον Πειραιά.  Οι Βεϊζαδέ είχαν επιχειρήσεις και πολλά χρήματα βρίσκοντας πάντα τρόπο να επιβιώσουν, ενώ στην κατοχή είχαν εργασθεί για τα φασιστικά SS. Η μικρή Σπυριδούλα είχε αναλάβει όλες τις δουλείες του σπιτιού. Το αντάλλαγμα ήταν η επιβίωση της δίνοντας της απλά ένα πιάτο φαγητό.

 

 Την 31 Ιουλίου 1955 ο Γιώργος Βεϊζαδέ επέστρεψε στο σπίτι από το καμπαρέ που είχε στην ιδιοκτησία του και διαπίστωσε πως λείπει ένα χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων από το ντουλάπι του. Άμεση ύποπτη για την απώλεια θεωρήθηκε η Σπυριδούλα. Ο Γ. Βεϊζαδέ  αμέσως ρώτησε την Σπυριδούλα αν γνώριζε κάτι. Η ίδια είπε ότι δεν έχει ιδέα για το χαρτονόμισμα και τότε το ζευγάρι ξεκίνησε τα βασανιστήρια χτυπώντας την. Την επόμενη μέρα ο βασανισμός συνεχίστηκε. Με το ίδιο σίδερο, που ανάγκαζαν την Σπυριδούλα να σιδερώνει τα πολυτελή τους ρούχα, την βασάνισαν καίγοντας το κορμί της. Επί 36 συνεχόμενες ώρες η Σπυριδούλα δεμένη γυμνή πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, ήταν παραδομένη στη λύσσα των Βεϊζαδέ, που για να μην υποψιαστούν κάτι οι γείτονες της είχαν βάλει ένα πανί στο στόμα. Μετά το τέλος του βασανισμού την έλυσαν και την κλείδωσαν στο δωμάτιο της χωρίς φαΐ και νερό. Για τις επόμενες δυο μέρες η Σπυριδούλα υπέφερε από τους πόνους. Ήταν αναγκασμένοι να την πάνε στο νοσοκομείο καθώς φοβόνταν τι θα συνέβαινε αν πέθαινε μέσα στο σπίτι. Έτσι ισχυριζόμενοι ότι χύθηκε κατά λάθος πάνω της καυτό νερό την μετέφεραν στο νοσοκομείο, ενώ την απειλούσαν πως αν μαρτυρήσει θα την κάψουν ζωντανή με βενζίνη.

 

Η Σπυριδούλα όμως δε φοβήθηκε να μιλήσει. Αποκάλυψε στους γιατρούς τι ακριβώς συνέβη. Η αστυνομία συνέλαβε το ζεύγος Βεϊζαδέ. Στο δικαστήριο πρώτη μάρτυρας ήταν η ίδια η Σπυριδούλα, η οποία στην κατάθεσή της εξιστόρησε τη ζωή της με το ζεύγος και περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο την έκαψαν με το πυρακτωμένο σίδερο την 1η και 2η Αυγούστου 1955. Στην κατάθεση της η Αντιγόνη Βεϊζαδέ στην αρχή επέμειναν πως επρόκειτο για καυτό νερό. Στην συνέχεια παραδέχτηκαν πως τα εγκαύματα είναι από σίδερο αλλά υποστήριξαν πως ήταν ατύχημα. Ο ιατροδικαστής ωστόσο μπόρεσε να δει καθαρά πως τα εγκαύματα δημιουργήθηκαν από δυο αλληλοβοηθούμενα πρόσωπα σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Η Σπυριδούλα έφερε εγκαύματα πρώτου έως τρίτου βαθμού στο πρόσωπο, τον τράχηλο, το θώρακα, την κοιλιά και τα άνω και κάτω άκρα, καθώς και εκχυμώσεις στο μέτωπο, τα βλέφαρα, τους μηρούς και τις κνήμες. Το δικαστήριο έκρινε ένοχο το ζεύγος για πρόκληση βαρειών σωματικών βλαβών σε βαθμό κακουργήματος.

Η απειλή ακόμα αιωρείται. Μετά από τόσα χρόνια μανάδες προστάζουν τα παιδιά τους να κάνουν ησυχία γιατί αλλιώς θα τα κάψουν σαν τη Σπυριδούλα… Η Σπυριδούλα δεν αποτελεί μια εξόφθαλμη εξαίρεση. Η ιστορία της υπογραμμίζει την απαξίωση της κοινωνικής θέσης της γυναίκας, τονίζει το βίαιο περιεχόμενο της υποτιμημένης γυναικείας εργασίας. Πόσες Σπυριδουλες έχουν υπάρξει και πόσες θα υπάρξουν; Πόσες ιστορίες μένουν κλειδωμένες πίσω από πόρτες κρεβατοκάμαρων, γκαρσονιερών και υπογείων; 

 

Για την ιδεολογία του σκληρού άντρα και την έμπρακτη αμφισβήτησή της από τους επαναστατημένους κρατούμενους.

1525112_197481200445197_199686749_n

 

[ κείμενο του Φίλιππα Κυρίτση από το περιοδικό Κράξιμο, τεύχος 8, Μάιος 1988 ]

 

*αναδημοσίευση από το το qv#4

 

 

Ο αγώνας του Χρήστου Ρούσσου, τέλη 1986 – αρχές 1987, με τη δημοσιότητα που κατάφερε να εξασφαλίσει, έφερε στο προσκήνιο την αλήθεια για ένα μεγάλο θέμα, που, τόσο για τις φυλακές, όσο και για την κοινωνία γενικότερα, αποτελεί ταμπού: το κατά πόσο επαναστατικός είναι ο ανδρισμός σαν μορφή σκέψης και συμπεριφοράς. Είναι κοινό μυστικό ότι, τόσο ο πολύς κόσμος, όσο και οι περισσότεροι από αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους επαναστατημένους, πιστεύουν ότι ανδρισμός και επαναστατικότητα είναι, λίγο-πολύ, ταυτόσημα. Εγκλωβισμένοι όλοι τους μέσα στην εικόνα που το κράτος προωθεί για τον επαναστάτη, δεν είναι πολλές φορές σε θέση ούτε καν να υποψιαστούν ότι σκέπτονται με τον ίδιο τρόπο και μιλάνε την ίδια γλώσσα με το κράτος. Βλέποντας το κράτος μόνο σαν ένα στρατιωτικό μηχανισμό που μεταχειρίζεται όπλα, φυλακές και ψυχιατρεία για να ελέγχει ή να εξοντώνει τους αντιπάλους του, αδυνατούν να συλλάβουν το πόσο το κράτος έχει απλωθεί, σαν καρκίνωμα, μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό. Αποτέλεσμα αυτής, της μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες θεώρησης του κράτους, είναι ο υποβιβασμός της σύγκρουσης μαζί του σε, λίγο-πολύ, σύγκρουση μεταξύ δύο αντιπάλων στρατοπέδων, που το ένα αποσκοπεί να διατηρήσει την εξουσία του (κράτος) και το άλλο να την ανατρέψει για να την αντικαταστήσει με τη δική του. Τελικά δηλαδή ο επαναστατικός αγώνας διαστρεβλώνεται και υποβιβάζεται σε πολιτική, δηλαδή κυνήγι της εξουσίας. Ακόμα κι αν το αντίπαλο προς το κράτος στρατόπεδο καταφέρει να υπερισχύσει, όπως έχει γίνει με τις «πετυχημένες» επαναστάσεις του αιώνα μας, το κράτος δεν εξαφανίζεται σαν θεσμός, αλλά αλλάζει, απλώς, μορφή.

 

Επειδή τα παραπάνω φαίνονται γενικολογίες, και γι’ αυτό είναι εύπεπτα, θέλω να αναφερθώ σε μερικά πραγματικά περιστατικά, που δίνουν ανάγλυφα το πόσο το κράτος πλειοδοτεί υπέρ του ανδρισμού, και το πόσο η ταύτιση της εικόνας του σκληρού άντρα με τον δυνατό, η οποία ανταποκρίνεται στα συμφέροντα του, είναι πέρα για πέρα ψεύτικη. Από το 1976 μέχρι το 1978, που γινόντουσαν τα χειρότερα και πιο απάνθρωπα βασανιστήρια σε βάρος κρατουμένων στις Πειθαρχικές Φυλακές της Κέρκυρας, οι φύλακες αυτής της φυλακής κυκλοφορούσαν με μουστάκες, μαύρο γυαλί, μπεγλέρι, το γνωστό κουτσαβάκικο περπάτημα και το κλομπ περασμένο στη ζώνη τους. Με τα κλομπ επιβάλλανε στους κρατούμενους να τους ακούν να καυχιούνται ότι αυτοί είναι γαμιάδες, ενώ οι κρατούμενοι είναι κότες, χαμούρες, κουφάλες και τα παρόμοια. Παράλληλα οι ρουφιάνοι-συνεργάτες των δεσμοφυλάκων, βιάζοντας άλλους κρατούμενους με την απειλή μαχαιριών και πέντε εναντίον ενός, συνεπικουρούσαν στη συντήρηση της εικόνας ότι δυνατός σημαίνει πολύ άντρας. Και όμως, αν και σε γενικές γραμμές η μεθοδική αυτή πλύση εγκεφάλου, με τη βοήθεια των σωματικών βασανιστηρίων, είχε επιτυχία, υπήρξαν και άνθρωποι, μετρημένοι στα δάχτυλα ίσως, που αντέξανε και δεν αλλοτριώθηκαν, όχι γιατί ήταν σκληροί άντρες, άσχετα αν αντέξανε μόνοι αυτοί στα βασανιστήρια, αλλά γιατί κατάφεραν να δουν, πίσω από την αντρική μάσκα του κράτους, την αδυναμία του να περάσει το δίκιο των κρατουμένων για άδικο και το άδικο των φυλάκων και των ρουφιάνων-συνεργατών τους για δίκιο. Άνθρωποι, όπως ο Θόδωρος Βενάρδος, ο Σπύρος Κωτρέτσος, ο Νίκος Μανετάκης, ο Χάρης Τεμπερεκίδης, αν και στην πλειοψηφία τους προερχόντουσαν από περιβάλλοντα όπου κυριαρχούσε η εικόνα του σκληρού άντρα, του 100% αρσενικού όπως λένε στις φυλακές, μέσα από τις μαρτυρικές τους εμπειρίες εκείνης της εποχής, είδανε το αδιέξοδο της υπεράσπισης της ανθρωπιάς τους με το να υιοθετούν και αυτοί την εικόνα του σκληρού άντρα που προβάλλανε οι βασανιστές τους, και αναζήτησαν τη διατήρηση της προσωπικότητάς τους μέσα από την αυτομόρφωση με το διάβασμα, την εκμάθηση των νόμων που τους αφορούσαν και την αλληλεγγύη τους προς τους πιο αδύνατους συγκρατούμενούς τους.

 

Όταν, από το 1979 κι έπειτα που ηρεμήσανε κάπως τα πράγματα στις φυλακές της Κέρκυρας, άρχισαν να ξεφεύγουν από αυτό το Νταχάου καταφέρνοντας με χίλιους δυο αγώνες να μετάγονται σ’ άλλες φυλακές, είχα την ευκαιρία να τους γνωρίσω προσωπικά και να δω, μέσα από την εν γένει συμπεριφορά τους, το πόσο, με τη σεμνότητα, την ευγένεια, τη διακριτικότητα και το σεβασμό του άλλου, αποδείχνανε έμπρακτα ότι η ιδεολογία του σκληρού άντρα είχε αποτύχει να τους δηλητηριάσει. Κανένας τους δε μιλούσε ποτέ με υποτιμητικό τρόπο για τις γυναίκες, κανένας τους δεν εκμεταλλευόταν τη σωματική του δύναμη ή τις μέσα στη φυλακή γνωριμίες του για να επιβληθεί πάνω στους άλλους, κανένας τους δε χρησιμοποιούσε φυλακίστικο λεξιλόγιο για να κάνει εντύπωση, κανένας τους δεν καυχιόταν για την παραμονή του στην Κέρκυρα ή στις φυλακές γενικά. Στις φυλακές που μεταγόντουσαν, προσπαθούσαν να μένουνε όσο το δυνατόν ανώνυμοι, αφήνοντας το ρόλο του μάγκα και νταή στους φωνακλάδες, βρωμόστομους και ψευτοαγανακτισμένους ρουφιάνους-συνεργάτες των φυλάκων (της υπηρεσίας, όπως αποκαλείται το σκυλολόι των φυλάκων από τους κρατούμενους). Αποφεύγανε τις φασαρίες όπως ο διάβολος το λιβάνι, παρ’ όλο που γνώριζαν ότι οι ρουφιάνοι ραδιουργούσανε συνεχώς πίσω από τις πλάτες τους και διαδίδανε γι’ αυτούς τα πιο πρόστυχα ψέματα. Για παράδειγμα, πολλοί ήταν αυτοί που, είτε γιατί ήταν ρουφιάνοι, είτε γιατί ήταν ηλίθιοι και πιστεύανε τους ρουφιάνους, κατηγορούσανε τον Βενάρδο ότι είναι συνεργάτης της υπηρεσίας, γιατί είχε αποκαλύψει δημόσια την κυκλοφορία ναρκωτικών μέσα στις φυλακές. Κι όμως ο Βενάρδος διώχτηκε από το Ψυχιατρείο Κρατουμένων, όπου είχε καταφέρει να μεταχθεί, μετά από ασύλληπτους για τον ανθρώπινο νου αγώνες στις Φυλακές Κέρκυρας, παρά τη θέλησή του, και οδηγήθηκε στις Φυλακές Αίγινας, το 1979, μόνο και μόνο γιατί αρνήθηκε να διαψεύσει δημόσια τις καταγγελίες για κακομεταχείριση του στις Φυλακές Κέρκυρας, που είχε κάνει ο συγκρατούμενος του Βλάσσης Ψοφάκης, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στις Φυλακές Τίρυνθας. Και για να καταφέρει να ξεφύγει από τις Φυλακές Αίγινας κατάπιε μια πρόκα 15 εκατοστών.

 

Ο Σπύρος Κωτρέτσος, ένα παλικάρι δυο μέτρα όπως κι ο Βενάρδος, ήταν τόσο ευαίσθητος απέναντι στις συνεχείς παραβιάσεις των δικαιωμάτων των άλλων κρατουμένων, που σε κάποια φάση έκανε μαζί μου απεργία πείνας και κλείστηκε κι αυτός στο πειθαρχείο της Αίγινας, μόνο και μόνο για να υποστηρίξει μηνυτήρια αναφορά του εναντίον της διεύθυνσης των φυλακών για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης που είχε αυτή επιβάλλει. Σε μια άλλη φάση, τσακώθηκε με τον αρχιφύλακα μπροστά σε δεκάδες κρατούμενους, στο προαύλιο της ακτίνας, μόνο και μόνο γιατί ο αρχιφύλακας μαζί με φύλακες ανάγκασε κάποιον κρατούμενο να κάνει μπάνιο παρά τη θέλησή του. Κι όμως ο Κωτρέτσος δεν το ’παιζε μάγκας, διάβαζε οποιαδήποτε φεμινιστικά βιβλία έπεφταν στα χέρια του και μιλούσε με τα καλύτερα λόγια ακόμα και για τις πόρνες, που αποτελούν τον πιο εύκολο, και γι’ αυτό συνηθισμένο, στόχο των «σκληρών αντρών». Ο Σπύρος Κωτρέτσος, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και με τα ατέλειωτα αστεία του, δεν ήτανε μάγκας. Ήτανε ένας άνθρωπος που, έχοντας συνείδηση του δίκιου του, κατάφερε το 1982 να οργανώσει τη μεγαλύτερη απόδραση από ελληνικές φυλακές τα τελευταία 25 χρόνια. Τη μαζική απόδραση αυτού και άλλων 5 κρατουμένων από το Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού.

 

Ο Νίκος Μανετάκης, τα πολλά χρόνια που μπαινοβγαίνει στις φυλακές, τα εκμεταλλεύτηκε για να διαβάσει και να αυτομορφωθεί σε βαθμό που να μπορεί να υπερασπίζεται με μηνύσεις και αναφορές τα δικαιώματα των κρατουμένων κάτω και από τις πιο βάρβαρες συνθήκες, όπως οι συνθήκες στις Φυλακές Κέρκυρας. Μολονότι ποτέ δεν το παίζει μάγκας και σκληρός άντρας, είναι πάντα από τους πρώτους που του φορτώνουν ευθύνες για εξέγερση κρατουμένων, όπως έγινε και με την εξέγερση των κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού το 1981. Ο Χάρης Τεμπερεκίδης —ένας άνθρωπος υπόδειγμα σεμνότητας και ευγένειας, που ποτέ δεν θα πει χυδαία κουβέντα και ποτέ δεν θα τσακωθεί με άλλον κρατούμενο, μολονότι όλοι, όσοι τον ξέρουν, τον θαυμάζουν για την ακατάβλητη σωματική του δύναμη και αντοχή— έκανε να τον αγαπήσουν ακόμη και οι μαγαζάτορες της γειτονιάς, όπου κρυβόταν μετά την απόδρασή του από τις Φυλακές Κέρκυρας, το 1986. Κι όμως, ο Τεμπερεκίδης θεωρήθηκε σαν πρωτεργάτης του εμπρησμού των Φυλακών Κέρκυρας, στη διάρκεια της πιο δυναμικής εξέγερσης στην ιστορία τους, το Φλεβάρη του 1987, και είναι ακόμα κλεισμένος σ’ αυτές.

 

Θα μπορούσα να αναφέρω κι άλλα παραδείγματα με κρατούμενους λιγότερο γνωστούς, αλλά πιστεύω ότι όσα είπα είναι ήδη αρκετά, για όποιον θέλει να ξεπεράσει τις αυταπάτες του και να δει την αλήθεια. Θα τελειώσω, λοιπόν, αυτή την αναφορά μου σε κρατούμενους, με τον Γιάννη Πετρόπουλο, τον πιο επικίνδυνο για τις υπηρεσίες των φυλακών κρατούμενο, σύμφωνα με τη γνώμη του περιώνυμου πρώην διευθυντή της Κέρκυρας Κόλλα, που η κτηνωδία του οδήγησε τους κρατούμενους αυτής της πιο «ασφαλούς» φυλακής της Ελλάδας σε εξέγερση. Ό,τι και να πω για τον Πετρόπουλο είναι λίγο, και φαντάζομαι ότι, μετά από όσα έχω αναφέρει παραπάνω, είναι κουτό να αμφιβάλλει κανείς ότι ο Πετρόπουλος είναι παράδειγμα ευγένειας, διακριτικότητας, σεβασμού και αλληλεγγύης προς τους άλλους. Λοιπόν, ο Πετρόπουλος, ως πρότυπο είχε μια γυναίκα, την Ούλρικε Μάινχοφ, της οποίας μια φωτογραφία από το περιοδικό «ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ» είχε κορνιζάρει και την είχε πάντα πάνω στο κομοδίνο του, όσο καιρό έμεινε στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, μετά την έκδοσή του στην Ελλάδα από την Ολλανδία το 1978.

 

Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμη οργανώσεις του τύπου «Άντρες ενάντια στο σεξισμό», οι οποίες υπάρχουν και μέσα και έξω από τις φυλακές σε χώρες όπως η Αγγλία ή οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οργανώσεις που μπαίνουν τόσο πολύ στο μάτι του κράτους, το οποίο φτάνει ακόμα και να δολοφονεί τους πιο μαχητικούς τους εκπροσώπους μέσα στις φυλακές, όπως, για παράδειγμα, τον Καρλ Χαρπ, που, όπως συνήθως, τη δολοφονία του μέσα στις αμερικάνικες φυλακές οι φύλακες την παρουσιάσανε σαν αυτοκτονία. Και οι άνθρωποι, σαν τον Χρήστο Ρούσσο, τον Νίκο Μανετάκη, τον Χάρη Τεμπερεκίδη και τον Γιάννη Πετρόπουλο, σαπίζουν μέσα στις φυλακές, όταν δεν σαπίζουν στο χώμα, όπως ο Θόδωρος Βενάρδος και ο Σπύρος Κωτρέτσος. Ίσως εκεί μέσα είναι πιο ασφαλείς, αν κρίνουμε από τις πρόσφατες στυγερές δολοφονίες των Παναγιώτη Γαγγλία και Μιχάλη Πρέκα, για τους οποίους δεν κρίνω σκόπιμο να μιλήσω τώρα. Όσον αφορά το αν διαφέρουν τα ισόβια δεσμά από το θάνατο, είναι κάτι που, οι δικαστές, τουλάχιστον, δεν το πιστεύουν, όπως φαίνεται από το ότι υποκαθιστούν τη μία ποινή με την άλλη.

 

Εμείς, που, προς το παρόν, τουλάχιστον, δεν βρισκόμαστε ούτε στο χώμα, ούτε στη φυλακή, ιδιαίτερα όταν έχουμε δει τους καλύτερους φίλους μας μέσα στις φυλακές να δολοφονούνται, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, έχουμε χρέος απέναντι στον εαυτό μας και σ’ αυτούς, να υπερασπίσουμε το έργο τους ενάντια στους κάθε λογής χαφιέδες ή εκπροσώπους του κράτους, που προσπαθούν να το διαστρεβλώσουν και να το δυσφημίσουν, ταυτίζοντάς το με μαγκιές, νταηλίκια, τσαμπουκάδες και άλλα τέτοια κουραφέξαλα. Διότι μια τέτοια ταύτιση αφενός κάνει, όσους προσπαθούν να τους μοιάσουν ή να τους συμπαρασταθούν, να διαιωνίζουν το κράτος μέσα από τη συμπεριφορά τους, το κράτος που έχει βάψει τα χέρια του με τόσο πολύ αίμα, και αφετέρου απομονώνει αυτούς τους κρατούμενους από τον πολύ κόσμο ο οποίος, βλέποντάς τους σαν Ράμπο, αποκλείεται να τους συμπαρασταθεί γιατί αισθάνεται πολύ αδύναμος για κάτι τέτοιο.

 

Εγώ θεωρώ τιμή μου που έγραψα αυτά τα πράγματα για το «ΚΡΑΞΙΜΟ», γιατί πιστεύω ότι η ελπίδα μπορεί να προέλθει μόνο από τους απελπισμένους. Και το «ΚΡΑΞΙΜΟ» απευθύνεται, κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτούς κυρίως.

 

To σύγχρονο «κυνήγι μαγισσών»

 

ruins_web

 

Με αφορμή την Προβολή του ντοκιμαντέρ «Ερείπια» από την Κατάληψη apertus, δημοσιεύσουμε ένα παλιότερο κείμενο από το έντυπο του παροξυσμού, σχετικά με το Κυνήγι Μαγισσών. Επίσης μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ την εισήγηση της συνέλευσης του «Αυτόνομου Στεκιού» στην εκδήλωση-συζήτηση με αφορμή το ίδιο ντοκιμαντέρ.

 

Η Silvia Federici, μέσα από το βιβλίο της «Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα: Γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση» (Εκδόσεις των Ξένων), φέρνει στην επιφάνεια του ριζοσπαστικού κινήματος  ξανά τον πόλεμο που διεξήχθη ενάντια στις γυναίκες κατά τον Μεσαίωνα, γνωστό ως «Κυνήγι Μαγισσών». Το τοποθετήσει χρονικά και λογικά εκεί, οπού πραγματικά ανήκει, στη μετάβαση δηλαδή από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Καταδεικνύει, ότι η πρακτική του κυνηγιού μαγισσών από την παπική και φεουδαρχική εξουσία δεν είχε στην πραγματικότητα ως κύριο στόχο να καταστείλει τις μαγικές τελετουργίες, αλλά ο πραγματικός της στόχος ήταν να καθυποτάξει όλες τις γυναίκες.

 

Πριν όμως μιλήσουμε για το κυνήγι μαγισσών, χρειάζεται εν συντομία να αναφερθούμε στις έννοιες της «πρωταρχικής συσσώρευσης» και των «περιφράξεων». Οι περιφράξεις και η πρωταρχική συσσώρευση αφορούν τις διαδικασίες που συνέβησαν κατά το πέρασμα από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό και στις οποίες θεμελιώθηκε η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων. Η έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης περιγράφει την κοινωνική και οικονομική αναδιάρθρωση που ξεκίνησε η ευρωπαϊκή κυρίαρχη τάξη. Ο Μαρξ παραθέτει ως κυριότερες μεθόδους πρωταρχικής συσσώρευσης, τα παρακάτω φαινόμενα, τα οποία μάλιστα τα χαρακτηρίζει σαν ειδυλλιακά: «Η ανακάλυψη των χωρών της Αμερικής που είχαν χρυσάφι και ασήμι, το ξεπάστρεμα, το σκλάβωμα και το καταχώνιασμα των ιθαγενών πληθυσμών στα ορυχεία, η έναρξη της κατάκτησης και της καταλήστεψης των Ανατολικών Ινδιών, η μεταβολή της Αφρικής σε πεδίο εμπορικού κυνηγιού της ανθρώπινης σάρκας (δουλεμπόριο των μαύρων) –να ποια ήταν η χαραυγή της καπιταλιστικής εποχής». Στην Αγγλία, τον 16ο αιώνα, η «περίφραξη» αποτελούσε τεχνικό όρο και σήμαινε μια σειρά στρατηγικών που χρησιμοποιούσαν οι άγγλοι ευγενείς και οι πλούσιοι αγρότες προκειμένου να αφανίσουν τις κοινοτικές-κοινές γαίες και να επεκτείνουν τα κτήματά τους. Τεράστια κομμάτια γης περιφράσσονταν για να γίνουν πάρκα ελαφιών, ενώ ολόκληρα χωρία κατεδαφίζονταν και μετατρέπονταν σε βοσκοτόπια. Η υλική αυτή περίφραξη με τους φράχτες, συμπορεύονταν και με μια διαδικασία κοινωνικής περίφραξης. Οι περιφράξεις αυτού του τύπου συνεχίστηκαν μέχρι και τον 18ο αιώνα.

 

Εκεί, λοιπόν, -παράλληλα με τον βίαιο διωγμό των αγροτών από τη γη, τις πρώτες περιφράξεις, την καταστροφή των κοινοτικών δεσμών, τη φυλάκιση ζητιάνων και επαιτών σε άσυλα υποχρεωτικής εργασίας-, ήταν εκείνη η χρονική στιγμή που έπρεπε και το γυναικείο σώμα να περιφραχτεί και να ελεγχθεί. Αυτό είχε ως στόχο, να ποινικοποιηθεί ο έλεγχος των γυναικών επί της σεξουαλικότητας τους και επί της παραγωγικής τους δυνατότητας, ώστε να μην αντισταθούν στην εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Οι γυναίκες έπρεπε να αποκλειστούν από τη μισθωτή εργασία και να υποταχτούν στην αόρατη, καταναγκαστική, χωρίς αμοιβή εργασία, δηλαδή την εργασία στο σπίτι και την ετοιμασία του άνδρα-εργάτη. Στην ουσία, οδηγήθηκαν σε μια μορφή δουλείας, που συνέβαλε σημαντικά στη διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης.

 

Ο καπιταλισμός έπρεπε (και τελικά κατάφερε) να πατήσει πάνω στο σεξισμό και στο ρατσισμό. Οι γυναίκες πλήρωσαν τη μετάβαση από την φεουδαρχία στο καπιταλισμό με το σώμα και τις ζωές τους. Το σώμα τους οικειοποιήθηκε από το κράτος, την εκκλησία και τους άνδρες. Χιλιάδες γυναικών κατηγορήθηκαν σαν μάγισσες και οδηγήθηκαν στους πασσάλους της πυράς.

 

Το Μεγάλο Κυνήγι Μαγισσών εκτυλίχτηκε στην Ευρώπη του 16ου και 17ου αιώνα, αλλά και στις αποικίες του Νέου Κόσμου. Οι διωγμοί των μαγισσών ήταν συστηματικές, οργανωμένες και συντονισμένες πρακτικές. Η εκκλησία όριζε τι απαιτούνταν για να κατηγορηθούν κάποιες γυναίκες σαν  μάγισσες, οι γιατροί τις εξέταζαν, τις βασάνιζαν και τις καταδίκαζαν, οι νομικοί απήγγειλαν κατηγορίες και οι κρατικοί υπάλληλοι οργάνωναν τις εκτελέσεις. Οι κατηγορίες, που συνήθως αποδίδονταν στις μάγισσες συμφωνά με το πρώτο εγχειρίδιο εντοπισμού μαγισσών, το malleus maleficarum (το Σφυρί των Μαγισσών) ήταν βρεφοκτονία, σύναψη σχέσεων με το διάβολο, λατρεία των ζώων, σοδομισμός, καταστροφή γονιμότητας γυναικών, κακό μάτι (καταστροφή σοδειάς και ζώων κοινότητας).

 

Η διαδικασία των δικών ξεκίνησε με μια συνεχή προπαγάνδα των αρχών και της εκκλησίας. Μέσα σε ένα διευρυμένο κλίμα μισογυνισμού, οι δίκες και οι εκτελέσεις στην πυρά, ήταν δημόσιες εκδηλώσεις, όπου όλη η κοινότητα ήταν υποχρεωμένη να παραβρεθεί και πιο συγκεκριμένα οι κόρες των θυμάτων για παραδειγματισμό.

 

Στην πραγματικότητα, όμως, ποιες ήταν αυτές οι γυναίκες που ενοχοποιήθηκαν ως μάγισσες και οδηγήθηκαν στην αγχόνη και στην πυρά; Πρόκειται, κυρίως, για φτωχές γυναίκες  της υπαίθρου, μαίες, θεραπεύτριες, αιρετικές (στα θρησκευτικά δόγματα) και ανεξάρτητες γυναίκες. Γυναίκες που προσπαθούσαν, μέσα από την επαφή που είχαν με τη φύση, να παρασκευάσουν φάρμακα. Γυναίκες που προσπαθούσαν να ελέγξουν τη γονιμότητά τους. Γυναίκες που βοηθούσαν τους σκλάβους να εξεγερθούν.

 

Στην ουσία, τί επιχειρήθηκε να κατορθωθεί μέσω του κυνηγιού των μαγισσών; Οι βασικοί στόχοι ήταν να εξοντωθεί η δύναμη των γυναικών και να απαλλοτριωθεί η λαϊκή ιατρική γνώση, προς όφελος της τότε επιστήμης. Να επιτευχθεί η επιβολή μιας νόρμας για τις γυναίκες. Οι γυναίκες θα θεωρούνται πια το αδύναμο φύλο, αποκλεισμένες από την πολιτική, οικονομική και πολιτική ζωή και τις εξεγέρσεις. Θα αποκλειστούν από τα περισσότερα έμμισθα επαγγέλματα και θα απομονωθούν στο σπίτι παράγοντας άμισθα εργασία. Τελικά, το «εξεγερμένο γυναικείο σώμα» θα δαιμονοποιηθεί και θα αφοριστούν οι διάφορες μορφές σεξουαλικότητας (όπως η ομοφυλοφιλία και το σεξ ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών τάξεων…) σαν ''μη παραγωγικές''.

 

Μπορεί όλη αυτή η επίθεση κατά των γυναικών να συνέβη στην Ευρώπη του 16ου  και 17ου αιώνα, αλλά παρόμοιες επιθέσεις δέχτηκαν στη Κεντρική και Νότια Αμερική, την Αφρική και την Ανατολική Ευρώπη, εκατοντάδες ιθαγενείς που βίωσαν άθλιες συνθήκες δουλείας. Και τώρα μπορεί να έχουν περάσει αρκετοί αιώνες από τότε αλλά το ζήτημα είναι ακόμα επίκαιρο. Την συσσώρευση κεφαλαίου τη βιώνουμε στο πετσί μας. Το κράτος και το κεφάλαιο υψώνουν ακόμα τείχη αποκλεισμού σε μετανάστες, αστέγους, ανέργους, φυλακισμένους. Οι έμφυλοι διαχωρισμοί δεν έχουν πάψει ούτε στιγμή να υφίστανται. Γυναίκες βιώνουν καθημερινά τη βία των ανδρών στο σπίτι και τη δουλεία, λανσάρονται σε διαφημίσεις σαν προϊόν προς άμεση κατανάλωση, εκβιάζονται και οδηγούνται σε κυκλώματα πορνείας. Η ομοφυλοφιλία αντιμετωπίζεται ακόμα ως παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Οι μετανάστες και οι άστεγοι βιώνουν τον απόλυτη υποτίμηση της ζωής τους, ενώ νέες φυλακές συνεχίζουν να χτίζονται.

 

Έτσι, μέσα από όλη αυτή την διαδρομή του Κάνιμπαλ, ταξιδέψαμε στα χρόνια του Μεσαίωνα, τις εξεγέρσεις των χωρικών στα φέουδα, το διωγμό των αγροτών από τη γη, το κυνήγι μαγισσών, το πέρασμα στον καπιταλισμό. Κατανοήσαμε τις ρίζες του καπιταλισμού και την απαρχή του σημερινού κόσμου της εκμετάλλευσης και της πατριαρχίας.

 

Κάπου εκεί, στον 15ο και 16ο αιώνα, οι ευρωπαϊκοί δρόμοι ήταν δρόμοι αναταραχών: χωρικοί, τεχνίτες, ζητιάνοι εξεγείρονταν και επιτίθονταν σε φούρνους, σιταποθήκες, σπίτια πλουσίων. Σήμερα να συνεχίσουμε και να εντείνουμε τον αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση, της οποίας οι ρίζες φτάνουν μέχρι τα βάθη των αιώνων, έχοντας ως δεδομένο το εξής: για όσο καιρό η κοινωνία αποδέχεται σαν «φυσικό» δικαίωμα των ανδρών να κυριαρχούν, να περιθωριοποιούν και να εκμεταλλεύονται το άλλο μισό της ανθρωπότητας, ουσιαστική ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει.

 

 

Η Silvia Federici (Σίλβια Φεντερίτσι) συμμετέχει στο φεμινιστικό κίνημα από τη δεκαετία του ’70 και είναι μέλος της συλλογικότητάς Midnight Notes Collective. Η συλλογικότητα αυτή, ιδρύθηκε το ’79 στις ΗΠΑ και «αποτελείτε από μελετητές, ερευνητές και ακτιβιστές από την σκοπιά του αυτόνομου μαρξισμού». Κείμενα της Federici και των Midnight Notes μεταφρασμένα στα ελληνικά μπορείτε να βρείτε στον διαδικτυακό τόπο rebelnet.gr (Θεωρία και Ανάλυση για το Ανταγωνιστικό Κίνημα).

 

Και μια εικονογράφηση για το κυνήγι μαγισσών από τον okso81 (για μεγενθυνση πατηστε επάνω στις φωτογραφίες)

 

Κονσομανσιόν

 

 

Η παραπάνω επιγραφή, βρίσκεται στην είσοδο του μπαρ «2000» στο κέντρο του Αγρίνιου. Το μαγαζί αυτό, όταν άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90,  θεωρούσε προφανώς πως θα καινοτομούσε στο κατεστημένο της διασκέδασης του τότε Αγρινίου, την οποία μάλιστα θα την «διακτίνιζε έτη φωτός μπροστά». Κάτι τέτοιο, όπως θυμόμαστε, έγραφε το ασπρόμαυρο διαφημιστικό φυλλάδιο το οποίο με κάποιο τρόπο διακινούνταν και στο χώρο κάποιων λυκείων του Αγρινίου. Ενδεχομένως, το φυλλάδιο αυτό να απευθύνονταν στους καθηγητές, ίσως και στους «μάγκες» μαθητές των τελευταίων τάξεων του Λυκείου.

 

Η παρουσία του, πλέον, θεωρείται ένα με το περιβάλλον της πόλης, σημείο αναφοράς για το πώς θα βρεις κάποιο δρόμο ή κατάστημα πλησίον του. Το «2000», σίγουρα, δεν ξεφεύγει από την κρίση και έτσι και αυτό αναγκάζεται να προσαρμόσει τις τιμές του, κατανοώντας σίγουρα πως οι πελάτες του ανήκουν σε αυτές τις τάξεις που κυρίως πλήττονται από την καπιταλιστική κρίση. Έτσι μειώθηκαν οι τιμές και έγιναν αυτές που φαίνονται στην φωτογραφία. Όπως έγινε κατανοητό το «2000» είναι ένα από μπαρ με «κονσομασιόν» του Αγρινίου.

 

Ο όρος «κονσομασιόν» στα γαλλικά σημαίνει κατανάλωση. Οι γυναίκες, που απασχολούνται σε αυτό τον τομέα ονομάζονται «κονσοματρίς». Τα μαγαζιά αυτά αποτελούν μια πτυχή του κυκλώματος της γυναικείας εκμετάλλευσης. Άνθισαν, στην κυρίως επαρχία, στη δεκαετία του ’80 και του ’90. Λειτουργούν συμφωνά με δυο βασικούς παράγοντες, το χρήμα και την αντρική επιθυμία «Έπρεπε να ’βλεπες τους βλάχους με τα τρακτέρ να μαζεύονται και να περιμένουν απέξω να ανοίξει το μαγαζί, σα διαδήλωση», διαβάσαμε κάπου…

 

Στα μαγαζιά αυτά, όπου δήθεν «βρίσκουν μια συντροφιά οι μοναχικοί άντρες», γίνεται μια μεγάλη δουλειά εις βάρος των γυναικών που δουλεύουν εκεί. Τα φιλελεύθερα επιχειρήματα περί «κοινωνικού έργου» που παράγουν οι γυναίκες, μεταφράζονται απλά σε χρήμα. Και τελικά όλα καταλήγουν στην πιο φρικαλέα εκδοχή τέτοιου τύπου σεξουαλικής «προόδου», που δεν είναι άλλη από την καταναγκαστική πορνεία. Οι περισσότερες γυναίκες δεν βρίσκονται από επιλογή εκεί, εξαναγκάζονται είτε με την άμεση βία κάποιου νταβατζή και του οικογενειακού τους περιγύρου, ή με την έμμεση βία της οικονομικής ανέχειας. Γυναίκες, που πρέπει να είναι προκλητικά ντυμένες, έντονα βαμμένες, καλοχτενισμένες, που πρέπει να μιλήσουν με τους πελάτες, να τους ακούσουν, να τους κάνουν να χορέψουν και να νιώσουν «άρχοντες», «γλεντζέδες», ερωτικοί και επιθυμητοί «άντρακλες», που πρέπει να συμπεριφέρονται στον άνδρα-πελάτη ως «ανώτερό» και να συμμορφώνονται με τις επιθυμίες τους.

 

Γυναίκες, που αρκετές φορές βρίσκονται φυλακισμένες και απομονωμένες από τα αφεντικά τους για μην τους το σκάσουν. Γυναίκες, που δεν είναι θηράματα μόνο των νταβάδων και των ανδρών-πελατών που τις χρησιμοποιούν, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που βρίσκονται στο έλεος κάθε μπάτσου που περιπολεί. Μετανάστριες, που έρχονται από το εξωτερικό εξαπατημένες πως τάχα θα δουλέψουν σε κάποια δουλεία που καμία σχέση δεν έχει με αυτό που τελικά αντιμετωπίζουν όταν καταφθάνουν στην ελληνική επικράτεια. Καθεστώς φόβου, απάτης, εκβιασμών και εξαναγκασμών. Βιασμοί, εξευτελισμοί, ξυλοδαρμοί και «χαρακώματα». Είναι γεγονός πως η νύχτα σε αυτούς τους χώρους είναι μεγάλη και πολύ σκοτεινή. Και ότι γίνεται εκεί, ελάχιστες φορές, βγαίνει στο φως της μέρας.