Συνεπείς οι πράξεις, μα σκόρπιες οι σκέψεις

Ναι, σε πολλούς είναι οικεία αυτή η αίσθηση: Να λες μια ζωή «έχω καιρό» και ξαφνικά να βρίσκεσαι εκεί που ο καιρός έχει τελειώσει. Να βρίσκεται σε μια νεκρά ζώνη. Το αίσθημα του κενού.
Εκείνο το μήνα μπορέσαμε να ξεκινήσουμε ξανά από το τίποτα και χωρίς να λογαριάζουμε τον καιρό.
Ένα άγχος και μια ταραχή χτύπησε το κοινωνικό σώμα που έχει συνηθίσει να περιφέρεται από κλουβί σε κλουβί με το γνωστό ανάλαφρο αίσθημα ξεπεσμού… Οι πόρτες άνοιξαν… Και το αμήχανο ερώτημα στριφογύριζε στα μυαλά τους: «Τι να κάνω τώρα;». Βέβαια μεταξύ τους δεν συζητούν τέτοια πράγματα, ως φυσική συνέπεια της σύγχρονης ιδιώτευσης. Όσοι έμειναν στο πόστο τους, παρακαλούσαν κάθε μέρα να τελειώσει αυτό το πράγμα. Καμιά φορά μάλιστα άκουγες κάποιους περαστικούς, κάποιες που αγόραζαν τα λαχανικά τους, κάποιους που άλλαζαν το κανάλι, κάποιες που φώναζαν το ατίθασο γιό τους, να σιγοψιθυρίζουν: «Θεέ μου σε παρακαλώ, καν΄το να σταματήσει!». Ήθελαν να συνεχίσουν την καθημερινή τους διαπραγμάτευση που γεμίζει κάποιες ώρες την φρίκη της καθημερινότητας. Ήθελαν να συνεχίσουν την προδιαγραμμένη τους πορεία. Όπως και όταν σηκώνεσαι βράδι, το σώμα κοιμισμένο, μόνο του βρίσκει το δρόμο στο σκοτάδι αλάνθαστα για ένα ποτήρι νερό, να πάει κάτω τ’ όνειρο.

Μα ξέρανε ότι οι άνθρωποι στο δρόμο είχαν δίκιο. Καταλάβαιναν με το βέλτιστο τρόπο την πραγματική αιτία. Όχι δεν ήταν μόνο η δολοφονία του παιδιού. Δεν είναι μόνο η φτώχεια. Είναι αυτό το απροσδιόριστο κενό που πλανάτε και μετατρέπει από την προσυλλογιστική περίοδο τους ανθρώπους σε ανδρείκελα που μιλούν με λέξεις ξένες. Προσανατολισμένοι προς τον καθοδικό σωλήνα της συσκευής με το οπτικό ορίζοντα εγκλωβισμένο στην οθόνη της τηλεόρασης, με μια θλιβερή στάση υποδούλωσης, συναισθάνονται τις ανάγκες και τις ανησυχίες, όχι τις δικές τους ή των όμοιων τους, άλλα των κυριάρχων.
Βλέπουν, όχι την πραγματικότητα, άλλα διάθλασή της μέσα από διάφορα οπτικά μέσα.
Ακούν, όχι τις φωνές ή τις κραυγές, άλλα τις αναστραμμένες ανακλάσεις τους.
Δεν γεύονται, δεν αγγίζουν, δεν νοιώθουν.
Αυτά έκανε και αδρανούσε η μια μερίδα.


Η άλλη μερίδα, βρήκε το σθένος και βγήκε από τα κλουβιά, μίλησε και έπραξε. Μαζί με τους μαθητές και άλλοι. Οι απόκληροι, οι «τελειωμένοι», οι περιφρονημενοι και οι φτωχοδιάβολοι, οι κακομοίρηδες, οι αποτυχημένοι από επιλογή ή χωρίς επιλογή, οι φοβισμένοι που ποτέ δεν έδειξαν το φόβο τους, αυτοί με το μυαλό που καίει, αυτοί που έχουν τόσα να πουν αλλά ποτέ δεν είχαν πώς να τα πουν, «αυτοί που δεν κάνουν την κοινωνία να λέει: α, αυτός θα πάει μπροστά». Όλοι αυτοί που στη σύγχυση του διαλόγου ποτέ δεν είχαν πειστικά επιχειρήματα και που κανείς ποτέ δεν τους πήρε στα σοβαρά, αν και όλοι καταλάβαιναν πως είχαν δίκιο, αλλά δεν τους σύμφερε να το παραδεχτούν, γιατί αν το κάνανε θα όφειλαν να παραδεχτούν στο εαυτό τους ότι η ζωή τους είναι ένας συνδυασμός από μια γκάμα επιλογών που τους παρέχει το σύστημα, ότι είναι απατεωνίσκοι που κοροϊδεύουν τους πάντες και προσποιούνται ότι πιστεύουν τα παρόμοια ψέματα των θλιβερών τους συνοδοιπόρων.


Οι καφέδες του πρωινού, οι καφέδες του απογεύματος, τα σκορπισμένα βράδια, όλες οι ευτελείς συνήθειες, οι ανούσιες φιλικές συνεστιάσεις, οι ίντριγκες των αθροισμένων μοναξιών, οι μικροπρέπειες ημερήσιας διάταξης, η κριτική του γείτονα, οι καθημερινές εξιδανικεύσεις, τα προσωπικά προτεκτοράτα… Χάθηκαν. Σαν να ήταν ένα κακόγουστο κωμικό θεατρικό σε συνέχειες, που ίσως αν το δεις στον ύπνο θα σε ξυπνήσει κάθιδρο και μες τον τρόμο.


Οι στρατηγοί χωρίς στρατό, οι πολιτικές φωτιές με τις ξύλινες γλώσσες, οι αναλύσεις για την ανάλυση οι πρωτοπορίες, οι αόρατοι τιμονιέρηδες, οι σταλινικοί, οι μικροηγέτες που περπατούν καμαρωτά, οι ιδεολογίες και τα «θα σου πω εγώ τι πρέπει να γίνει»… Εξαερώθηκαν. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Η Ιστορία τους έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. [ Αν και αυτοί, παμπόνηροι όπως είναι, θα βρουν τρόπο να την παραβιάσουν για να επανατοποθετηθούν…]

Στο κέντρο του περιφραγμένου με σύνορα γεωγραφικό χώρου που επιβιώνουμε, ξέσπασε μια άγρια κοινωνική έκρηξη. Ταυτόχρονα και ανεξάρτητα ξέσπασαν επιθέσεις και μάχες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτού του χώρου. [ Εκείνο το σαββατόβραδο, όταν με τους ισότιμους συνοδοιπόρους κατεβαίναμε για επίθεση, κάποιοι από εμάς συνάντησαν μερικά 15χρονα να κοιτάνε με ενοχικό βλέμμα και να μας γνέφουν «μα καλά, τι είναι αυτά που κάνετε;». Γνώριμα πρόσωπα-προφανώς ήταν ο εαυτός μας πριν πολλά χρονιά. Φυσικά τα αγνοήσαμε, δεν είχαμε χρόνο. Εξάλλου μικρά παιδιά είναι, κάποια στιγμή θα καταλάβουν. Το μέλλον προμηνύεται πιο μαύρο από ποτέ. Η σημερινή εκμετάλλευση και καταπίεση θα ωχριά μπροστά στην εκμετάλλευση και καταπίεση του μέλλοντος.]


Η επιστροφή στην κανονικότητα της ομαλότητάς ή στην ομαλότητα της κανονικότητας, δεν ήταν απαραίτητα αναμενόμενη. Όμως κατέφτασε και επιβλήθηκε στην λογική της πλειοψηφίας.

Ωστόσο, οι θαυμαστές «αισχρές μειοψηφίες» δεν σιωπούν.
Το διακύβευμα είναι απλό: ονομάζεται ζωή.
Συνεπώς, η επίθεση στην ειρήνη των κυριάρχων και σε όσους την υποστηρίζουν συνεχίζεται.

Σκέψεις του Φίλιππα

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε για τον Παροξυσμό από τον αναρχικό σύντροφο Φίλιππα Κυρίτση. Ο Φίλιππας, για όσους και όσες που ενδεχομένως δεν γνωρίζουν, καταδικάστηκε το 1978 σε 9 χρόνια φυλάκισης για κατασκευή, κατοχή και απόκρυψη 8 βομβών μολότοφ. Με την ίδια κατηγορία καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκισης και η σύντροφός του Σοφία Αργυρίου. Έκτοτε, το όνομα τους αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την αλληλεγγύη στους φυλακισμένους και τους αγώνες ενάντια στις φυλακές, στις αρχές της δεκαετίας του 80. Επίσης η ρήξη του Φίλιππα με το στρατό και η άρνηση του να καταταγεί καταγράφεται στο βιβλίο «Το Τρελόχαρτο» (εκδ. Χάος και Κουλτούρα) που έχει γράψει ο ίδιος. Η ενασχόληση του με το ζήτημα της άρνησης στράτευσης συνεχίζεται μέχρι και σήμερα με συνέπεια και συνέχεια. Κατά την άποψή μας ο Φίλιππας ανήκει σε εκείνους τους παλιούς συντρόφους που η σκέψη τους δεν εγκλωβίζεται σε ιδεολογικές αγκυλώσεις και ακολουθεί την σύγχρονη κίνηση που εναντιώνεται στην σημερινή κατάσταση που ορίζουν οι κυρίαρχοι.
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
(Κάποιες σκέψεις για την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008).
Για ένα άτομο της δικής μου ηλικίας (πάνω από 50), μόνιμο κάτοικο μιας μεσογειακής χώρας με πολλά τριτοκοσμικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, το εύρος και η διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008 ήταν κάτι το απρόσμενο. Όταν είχε γίνει η εξέγερση του Νοέμβρη του 1973, η ηλικία μου και ο προαστιακός τρόπος ζωής μου δεν μου είχαν επιτρέψει να αντιληφθώ την σημασία της και έτσι, όταν τελικά κατέβηκα να δω τα πράγματα από κοντά, όλα είχαν τελειώσει. Άσχετα, όμως, από το γεγονός ότι δεν έζησα την εξέγερση του 1973 από κοντά, είμαι σίγουρος ότι, πριν από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, ήταν η πιο σημαντική εξέγερση που συγκλόνισε την Ελλάδα. Μετά από αυτά, μπορώ να πω ότι η εξέγερση του Δεκέμβρη ήταν η πρώτη μεγάλη εξέγερση που έζησα από κοντά.
Είναι φυσικό, όταν έχεις ζήσει μια τέτοια ιστορική εμπειρία, να προσπαθείς να βγάλεις κάποια συμπεράσματα, ούτως ώστε να καταλάβεις σε τι κόσμο ζεις και τι πρέπει να κάνεις για να ζήσεις, όσο το δυνατόν, λιγότερα επώδυνα την διαδρομή της ζωής σου μέσα σε αυτόν. Γιατί, κακά τα ψέματα, τέτοιες ιστορικές εμπειρίες τροποποιούν την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο και για την θέση μας μέσα σε αυτόν, ακόμα κι αν δεν θέλουμε να το ομολογήσουμε στον εαυτό μας. Τώρα το προς ποια κατεύθυνση τροποποιούν την αντίληψή μας, δηλ. αν μας κάνουν πιο αισιόδοξους και ευέλπιδες ή πιο απαισιόδοξους και απέλπιδες, εξαρτάται από την θετική ή αρνητική θέση που παίρνουμε απέναντι σε αυτά τα γεγονότα. Με λίγα λόγια, εμείς που είδαμε την εξέγερση σαν κάτι θετικό και συμμετείχαμε σε αυτήν, είναι φυσικό να μας γέμισε αισιοδοξία και ελπίδες για το παρόν και για το μέλλον, ενώ αυτοί που τάχθηκαν ενάντια στην εξέγερση, προσπάθησαν να την καταστείλουν και δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να την συκοφαντούν, είναι φυσικό να αποκόμισαν από την εξέγερση κάποια απαισιοδοξία και πολλές διαψεύσεις.
Γιατί ισχυρίζομαι ότι η εξέγερση ήταν για μένα κάτι το απρόσμενο; Ο λόγος είναι απλός: Όλη μου την ζωή την έζησα μέσα στον φόβο που προκαλεί η καθημερινή λεκτική, ψυχολογική ή και ωμή βία, που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, όπως χαρακτηρίζει τις κοινωνίες των βαλκανικών χωρών και των χωρών του τρίτου κόσμου. Μπορεί να μην υπήρξα γυναίκα, μετανάστης, τσιγγάνος, μειονοτικός ή ομοφυλόφιλος, όμως υπήρξα μαθητής σε δημόσια σχολεία, φοιτητής σε δημόσιο πανεπιστήμιο, ανειδίκευτος εργάτης, φυλακισμένος και έγκλειστος (ευτυχώς με δική μου πρωτοβουλία) σε ψυχιατρείο. Σαν μαθητής, φοιτητής, ανειδίκευτος εργάτης, φυλακισμένος και έγκλειστος σε ψυχιατρείο, γνώρισα από κοντά τον τρόμο και την αθλιότητα στην οποία εξαναγκάζονται να ζουν οι σωματικά ή κοινωνικά αδύναμοι, σε μια κοινωνία σαν την ελληνική, όπου η σεξουαλικοποιημένη βία αποτελεί εθνικό σπορ και αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής ταυτότητας του ΄Ελληνα. Έχοντας, λοιπόν, μεγαλώσει σε μια χώρα, όπου από τα πρώτα νηπιακά χρόνια σε απειλούν άμεσα ή έμμεσα ότι θα σε γαμήσουν και ότι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγεις τον βιασμό είναι να γαμάς και να δέρνεις εσύ, έχοντας δει να αμείβονται επαγγελματικά και κοινωνικά τα μεγαλύτερα ή μικρότερα καθάρματα και να εξοντώνονται με ποικίλους τρόπους τα καλύτερα παιδιά, μερικά από τα οποία ήταν φίλοι και σύντροφοί μου, και ζώντας την άχαρη ηλικία μεταξύ 50 και 60 χρονών, που ο κόσμος αρχίζει να πεθαίνει, ήταν πολύ φυσικό να μην περιμένω και να μην ελπίζω σε έναν τέτοιο ξεσηκωμό, σαν την εξέγερση του Δεκέμβρη. Το ότι έβλεπα να τελειώνει η ζωή μου σε μια κοινωνία καθαρμάτων, αν κρίνουμε από το ποιοι επικρατούν και καθορίζουν την πορεία της, χωρίς να ελπίζω αλλαγές προς το καλύτερο, παρά μόνο στο επίπεδο της προσωπικής μου καθημερινότητας, δεν σήμαινε ότι είχα προσαρμοστεί στην ιδέα ότι ο κόσμος που θα υπάρχει πάντα θα είναι ο κόσμος της ελληνικής κοινωνίας, η οποία είναι πρώτη στον ρατσισμό, στην διαφθορά, στην αστυνομική βία, στον σεξισμό, στην κακοποίηση των γυναικών, στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, στο εμπόριο ναρκωτικών κλπ. σε σχέση με τις άλλες χώρες της δυτικής και νότιας Ευρώπης. Είναι αδύνατον να προσαρμοστεί κάποιος που καταπιέζεται στην ιδέα ότι δεν θα υπάρξει ποτέ φως στο τούνελ. Προκειμένου να διατηρήσουμε «σώας τας φρένας», δηλ. να μην τρελαθούμε, πάντα θα περιμένουμε να μοιραστούμε τα βάσανά μας με άλλους ομοιοπαθείς μας και να κάνουμε κάτι από κοινού για να πολεμήσουμε αυτούς που μας καταδικάζουν σε μια καθημερινότητα που καταχρηστικά μπορούμε να την αποκαλούμε ζωή, μια που δεν μπορούμε να την αποκαλέσουμε καθημερινό θάνατο.
Αυτούς τους ομοιοπαθείς μου είδα να ξεσηκώνονται στην εξέγερση του Δεκέμβρη, να στιγματίζουν εγκλήματα και αδικίες που με αφορούν και προσωπικά, να αγωνίζονται για έναν κόσμο που με εκφράζει και να συγκρούονται με αυτούς που θεωρώ υπεύθυνους για τα βάσανα της ζωής μου. Μάλιστα, έχοντας έμμεση εμπειρία, μέσα από τις αφηγήσεις και τις περιγραφές των παιδιών μου, για τον τρόμο και την αθλιότητα που επικρατεί σήμερα στα ελληνικά δημόσια σχολεία, και άμεση εμπειρία από την αδιαφορία και την κακοήθεια δασκάλων, καθηγητών και γονέων, απέναντι στο δράμα που ζουν καθημερινά τα παιδιά στην Ελλάδα, όσα τουλάχιστον δεν ανήκουν σε σχολικές συμμορίες ή δεν είναι παιδιά μπάτσων, καθηγητών, μαφιόζων, νόμιμων εγκληματιών κ.ο.κ., οι οποίοι επιβάλλουν την τρομοκρατία των παιδιών τους μέσα στο σχολείο, θεώρησα απολύτως φυσιολογικό στην εξέγερση να πρωταγωνιστήσουν τα παιδιά και ιδιαίτερα τα παιδιά μεταναστών. Άλλωστε παιδί ήταν και ο 15χρονος Γρηγορόπουλος που δολοφονήθηκε στα Εξάρχεια από γνωστό τσαμπουκαλή της αστυνομίας, με συνέπεια η δολοφονία του να αποτελέσει αφορμή για την κοινωνική εξέγερση του Δεκέμβρη. Όπως παιδιά ή φοιτητές είναι πάντα οι περισσότεροι από αυτούς που κατεβαίνουν σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην ασυδοσία της αστυνομίας, των δικαστών και των δεσμοφυλάκων, και πέφτουν στα χέρια της αστυνομίας. Οι μεγάλοι, όταν δεν πρόκειται για μετανάστες ή κοινωνικές ομάδες που ζουν καθημερινά στο πετσί τους την βία της ελληνικής κοινωνίας και προπαντός της αστυνομίας της, στην μεγάλη πλειοψηφία τους είτε είναι συμβιβασμένοι είτε συμμετέχουν ενεργά στο καθημερινό νόμιμο κοινωνικό έγκλημα, το οποίο πλήττει τα παιδιά, τους μετανάστες, τις γυναίκες, τους τσιγγάνους, τους μειονοτικούς, τους ομοφυλόφιλους και γενικά όλους τους κοινωνικά αδύναμους.
Μολονότι ωρίμασα πνευματικά και πολιτικά σε ένα περιβάλλον στο οποίο κυριάρχησε και κυριαρχεί ο λόγος της ελληνικής αριστεράς, ποτέ κατά την διάρκεια της εξέγερσης δεν ξεγελάστηκα για να ελπίσω ότι στο πλευρό των εξεγερμένων μαθητών, φοιτητών και μεταναστών, θα κατέβαινε η ελληνική «εργατική τάξη», οι Έλληνες αγρότες, οι στρατιές των δημοσίων υπαλλήλων, των τραπεζικών, των υπαλλήλων των οργανισμών κοινής ωφέλειας κλπ. όπως γινόταν παλιά στην Ευρώπη κατά την διάρκεια των κοινωνικών εξεγέρσεων και έγινε πρόσφατα κατά την εξέγερση κατά του αιμοσταγούς δικτάτορα Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στην Σερβία. Έχοντας ζήσει αρκετά χρόνια συμμετέχοντας σε κοινωνικούς αγώνες, είχα προσωπική εμπειρία της αστικοποίησης και της αντιδραστικοποίησης των Ελλήνων εργαζομένων. Σε σχέση με την εποχή της δικτατορίας 1967-1974, που εγώ ήμουνα μαθητής του εξατάξιου γυμνασίου, οι λεγόμενες λαϊκές τάξεις γνώρισαν μιαν άνευ προηγουμένου οικονομική άνοδο η οποία, σε συνδυασμό με την μαζική μετανάστευση προς την Ελλάδα από την δεκαετία του 1990 και έπειτα, τους κατέστησε αφεντικά. Και μάλιστα χειρότερα αφεντικά απέναντι στους μετανάστες από ότι ήταν τα αφεντικά απέναντί τους, προτού γίνουν οι ίδιοι αφεντικά. Η εξέλιξη της εξέγερσης επιβεβαίωσε τις απόψεις μου, όσον αφορά την αστικοποίηση, ή μικροαστικοποίηση αν θέλετε, της ελληνικής εργατικής και αγροτικής τάξης, καθώς και των εργαζομένων του τριτογενούς τομέα, δηλ. αυτών που παρέχουν διάφορες υπηρεσίας και οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία. Οι εξεγερμένοι μαθητές και μετανάστες φτάσανε να επιτεθούν στα αστυνομικά τμήματα όλων των μεγάλων πόλεων της χώρας, όπως γίνεται στις εξεγέρσεις στον τρίτο κόσμο, και οι εργάτες, οι αγρότες και οι υπάλληλοι κάθε είδους συνέχισαν κανονικά την ζωή τους, σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
Αλλά δεν ήταν μόνο το γεγονός της εξέγερσης που αναπτέρωσε το ηθικό του κάθε «πικραμένου». Ήταν και τα όσα βγήκαν στην επιφάνεια κατά την διάρκεια της εξέγερσης. Εγώ, όταν ξέσπασε η εξέγερση ήμουνα στον Βόλο από όπου αποκόμισα τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορικές εμπειρίες, όμως συμμετείχα και στα επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας, την Δευτέρα 8 Δεκέμβρη, όταν κάηκαν οι περισσότερες τράπεζες στην Πανεπιστημίου, στην Σταδίου και στην Ακαδημίας, τους κεντρικότερους δρόμους της πρωτεύουσας. Και αυτά που βγήκαν στην επιφάνεια ήταν συνθήματα και πρακτικές που ευνοούσαν την συμμετοχή του κοινού στην διαμόρφωση της τύχης του μαζί με μια παράλληλη καταδίκη όλων των πολιτιστικών βρικολάκων του παρελθόντος, όπως η Εκκλησία, η αστυνομοκρατία, η δικαστική ασυδοσία, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, ο σεξισμός, η δημοσιογραφοκρατία, ο φασισμός κλπ. Δεν είναι μόνο τα συνθήματα και οι προκηρύξεις του Δεκέμβρη που πιστοποιούν την αλήθεια των ισχυρισμών μου. Είναι και ο τρόπος επικοινωνίας, συνεργασίας και οργάνωσης των εξεγερμένων. Οι πρακτικές της άμεσης δημοκρατίας, όπου ο καθένας, ο οποίος μπορούσε να ξεπεράσει τον φόβο του και την συστολή του, μπορούσε να μιλήσει και να ακουστεί, ήταν ο κανόνας σε όλες τις μαζώξεις των εξεγερμένων. Και όταν κάποια ύποπτα ή χαζά άτομα το «παραχέζανε» με την καταστροφική τους μανία ή βλακεία, πάντα εμφανιζόντουσαν κάποιοι να τους «βάλουν χέρι» και να τους εμποδίσουν. Και αν όχι πάντα, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές. Κοντολογίς η εξέγερση του Δεκέμβρη έδωσε σε πολλούς την ευκαιρία να δείξουν ποιοι είναι και με το μέρος τίνος συντάσσονται. Αν δηλ. αποτελούν μέρος του προβλήματος ή μέρος της λύσης.
Από την δική μου εμπειρία από την εξέγερση στον Βόλο, πέρα από την επιβεβαίωση που αποκόμισα βλέποντας να πρωταγωνιστούν οι σύντροφοί μου αναρχικοί, αποκόμισα και πρωτοφανείς εμπειρίες ταύτισης των δικών μου εχθρών με τους εχθρούς των εξεγερμένων. Στον Βόλο χτυπηθήκανε, τουλάχιστον συμβολικά, όλοι οι βρικόλακες του παρελθόντος, όπως τους αποκαλώ πιο πάνω. Μάλιστα, είχα την τύχη να παρακολουθήσω και συναυλία συμπαράστασης στους φυλακισμένους της εξέγερσης, όπου από τους ράπερ και τους χιπχοπάδες άκουσα να διατυπώνονται με τον πιο ποιητικό τρόπο οι απόψεις μου, οι ελπίδες μου και τα όνειρά μου. Αλλά και το κλίμα που επικράτησε στους χώρους της εξέγερσης ήταν ένα κλίμα ελκυστικό προς όσους ήθελαν να συμμετάσχουν. Και κάτι τελευταίο, αν όχι γι’ αυτό μικρότερης σημασίας, είναι ότι κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων που έζησα στον Βόλο, όπως και αυτών στην Αθήνα, οι κάθε είδους φασίστες που το παίζουν αγανακτισμένοι πολίτες είχανε λουφάξει ενώ κάποιο μέρος του κοινού ακόμη και χειροκροτούσε τους διαδηλωτές.
Από την άλλη πλευρά, ο συρφετός των μέσων μαζικής ενημέρωσης, σε στενή συνεργασία με την αστυνομία και τα κόμματα που καταδυναστεύουν την ελληνική δημόσια ζωή, στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον, κάνανε ότι μπορούσαν είτε για να συκοφαντήσουν την εξέγερση σαν πλιάτσικο είτε για να την εκμεταλλευτούν πολιτικά, προκειμένου να εξασφαλίσουν μια πρόωρη αλλά ευνοϊκή για τα κόμματα της αντιπολίτευσης εκλογική αναμέτρηση. Σε όσους ζήσαμε την εξέγερση τα Μ.Μ.Ε. έδειξαν ξεκάθαρα ότι στην σύγκρουση μεταξύ των κολασμένων και των παιδιών από την μια και των εκπροσώπων της βίας, του ψέματος και της αρπαχτής από την άλλη, παίρνουν ξεκάθαρα το μέρος των δεύτερων. Όμως, όσο και να προσπαθήσανε τα Μ.Μ.Ε. και τα κόμματα για να συσκοτίσουν την πραγματική εικόνα της εξέγερσης, η εξέγερση απλώθηκε σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και σε πολλές μικρές, με συνέπεια να την δει το μεγαλύτερο μέρος του κοινού με τα ίδια του τα μάτια.
Αυτήν την συσκότιση της πραγματικότητας κατάφερε η εξέγερση να κλονίσει ανεπανόρθωτα. Το επί χρόνια με το ψέμα και την βία καλλιεργούμενο παραμύθι της ειρηνικής και ευδαιμονούσας ελληνικής κοινωνίας έπαψε οριστικά να γίνεται πιστευτό, τόσο από τους εξεγερμένους και τους συμπαραστάτες τους όσο και από τους ποικίλους εχθρούς τους, όπως οι φασίστες και η εργοδοτική μαφία που εκμεταλλεύεται ασύστολα τους μετανάστες. Την θέση των ξεπερασμένων ψευδαισθήσεων πήρε μια μελετημένη επίθεση ενάντια στους εξεγερμένους, η οποία πήρε τουλάχιστον δυο μορφές: Η μία ήταν η προκλητική απουσία της αστυνομίας και της πυροσβεστικής, όταν χρειαζόντουσαν να σωθούν από τις φωτιές κτίρια ολόκληρα, ούτως ώστε το μέγεθος των καταστροφών να τρομάξει το κοινό και να παρουσιάσει σαν αναγκαίο κακό την ασυδοσία των δυνάμεων καταστολής, και η άλλη ήταν η εξαιρετική βιαιότητα της καταστολής των εξεγερμένων, τόσο από την αστυνομία, όσο και από τα δικαστήρια. Γράφτηκε ότι τουλάχιστον πενήντα μετανάστες που πιάστηκαν κατά τις πρώτες και πιο επεισοδιακές μέρες της εξέγερσης, οδηγήθηκαν στα δικαστήρια και πριν προλάβουν να ειδοποιήσουν κανέναν δικό τους ή αλληλέγγυο προς αυτούς, καταδικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και απελάθηκαν. Ακόμα και μαθητές και φοιτητές που πιάστηκαν κατά την διάρκεια της εξέγερσης, όχι μόνο κακοποιήθηκαν βάναυσα από τους μπάτσους αλλά και φυλακίστηκαν με βαριές πρωτόδικες καταδίκες ή προφυλακίστηκαν με βαρύτατες κατηγορίες, όπως η κατηγορία για τρομοκρατία. Αυτή η βάρβαρη καταστολή σε συνδυασμό με την αδιαφορία της πλειοψηφίας των Ελλήνων εργαζομένων απέναντι στην εξέγερση, οδήγησε τελικά στην σταδιακή εξασθένηση και στο σταμάτημα των κινητοποιήσεων.
«Ακόμα δεν είπαμε την τελευταία λέξη» λέει ένα σύνθημα που ακούστηκε τον Δεκέμβρη και εγώ το πιστεύω. Η εξέγερση μπορεί να κατεστάλη ή να κουράστηκαν οι εξεγερμένοι (έτσι γίνεται πάντα με τις εξεγέρσεις αργά ή γρήγορα), το ρήγμα όμως που άφησε να διαφανεί στην ελληνική κοινωνία παραμένει και θα παραμείνει αγεφύρωτο, όσο παραμένει ανεξέλεγκτη η εξουσία της κάθε είδους οικονομικής ή πολιτικής μαφίας που λυμαίνονται ασύδοτα αυτήν την χώρα. Τα πιο καταπιεσμένα θύματα του νόμιμου εγκλήματος, οι μαθητές, οι μετανάστες, οι τσιγγάνοι και οι ανασφάλιστοι και ευκαιριακά απασχολούμενοι εργαζόμενοι, έχασαν πια και την τελευταία ελπίδα διαλόγου με τους καταπιεστές τους και γνωρίζουν καλά ότι ο μόνος τρόπος για να διεκδικήσουν την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματά τους είναι μια υπόγεια δράση στα πλαίσια των λίγο-πολύ ελευθεριακών κοινοτήτων, όπως τα αυτόνομα στέκια και οι καταλήψεις στέγης, που ξεφυτρώνουν στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας σαν μανιτάρια. Αλλά και οι κάθε είδους καταπιεστές, αδυνατώντας να βάλουν φρένο στην λαιμαργία και στην ασυδοσία τους, γνωρίζουν καλά ότι η εποχή της παντοδυναμίας τους πλησιάζει στο τέλος της και γι’ αυτό έχουν ριχτεί με τα μούτρα στην καταβρόχθιση του κοινωνικού πλούτου, όσο έχουν ακόμα καιρό. Σύνθημά τους είναι το ρητό του Λουδοβίκου του 15ου, του οποίου ο γιος, ο Λουδοβίκος 16ος, οδηγήθηκε στην λαιμητόμο: «Μετά από μένα ο κατακλυσμός».
Δεν αυταπατώμαι ελπίζοντας σε μια θεαματική και ριζική κοινωνική αλλαγή. Ούτε περιμένω η οποιαδήποτε αλλαγή να έχει πολιτικά χαρακτηριστικά. Με λίγα λόγια δεν περιμένω μια επεισοδιακή πολιτική αλλαγή, όπως έγινε στην Σερβία, όταν η εξέγερση ανέτρεψε τον δικτάτορα Μιλόσεβιτς. Όμως είμαι σίγουρος ότι, όπως ατόνησε και χάθηκε ομαλά από το προσκήνιο η εξέγερση, έτσι θα ατονήσει και θα χαθεί σιγά-σιγά η ασφυκτική λαβή την οποία έχουν επιβάλει στους μη προνομιούχους οι παραπάνω αναφερθέντες βρικόλακες-στηρίγματα της καταπιεστικής πλειοψηφίας, δηλ. η Εκκλησία, η αστυνομοκρατία, η δικαστική ασυδοσία, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, ο σεξισμός, η δημοσιογραφοκρατία, ο φασισμός κλπ. Όλοι αυτοί οι βρικόλακες στηρίζουν την εξουσία τους στην αναγκαστική συναίνεση των καταπιεζόμενων, που οφείλεται στην καλλιεργημένη σε αυτούς έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης. Αυτή η συναίνεση δεν υπάρχει πια, γιατί οι καταπιεσμένοι που εξεγερθήκανε τον Δεκέμβρη ανέκτησαν την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθησή τους. Και, όντας πια λίγο-πολύ αισιόδοξοι για ένα καλύτερο μέλλον θα συνεχίσουν την αντίσταση υπόγεια, μέσα από τους ελευθεριακούς και αυτόνομους χώρους και θεσμούς. Όταν οι καταπιεσμένοι παύουν να είναι γονατιστοί, οι καταπιεστές παύουν να τους βλέπουν αφ’ υψηλού και έτσι εγκαταλείπουν την μαγκιά και το νταηλίκι που τους χαρακτηρίζει. Τότε καταλήγουν στις «τρύπες» τους, όπου π.χ. τους παρακινεί να κρυφτούν ένα γνωστό επαναστατικό τραγούδι του κορυφαίου χιπχοπά Javaspa. Από αυτές τις τρύπες εξακολουθούν να έχουν τον πρώτο λόγο, όμως ο λόγος αυτός ποντάρει στην αδυναμία των καταπιεσμένων να αυτοκυβερνηθούν και όχι στο ασύστολο ψέμα και στην ωμή βία, όπως γίνεται μέχρι τώρα στην Ελλάδα.
Ίσως να ακούγονται υπερβολικά αισιόδοξα αυτά που λέω, τουλάχιστον για τους νέους που δεν έχουν ζήσει ανεπαίσθητες, αργές αλλά ουσιαστικές αλλαγές στην κοινωνία κατά την διάρκεια μιας «μακράς ζωής». Εγώ, όμως, που είχα την τύχη ή την ατολμία για να ζήσω περισσότερο από αρκετούς συντρόφους μου, έχω δει αλλαγές που, όταν ξεκίνησα την συμμετοχή μου στους κοινωνικούς αγώνες, μου φαινόντουσαν απίστευτες για την Ελλάδα. Χαρακτηριστικά αναφέρω την εξάπλωση και την ενδυνάμωση του αναρχικού χώρου, ο οποίος με τους αγώνες τους, τους φυλακισμένους και τους νεκρούς τους, πρωταγωνίστησε στους κοινωνικές συγκρούσεις των τελευταίων δεκαετιών. Αυτό ήταν ανέλπιστο στην ελληνική μεταπολιτευτική πραγματικότητα της δεκαετίας του ΄70, όταν οι ακροαριστεροί κατεβάζανε χιλιάδες στις διαδηλώσεις, σε κάποιες φάσεις δέρνανε τους αναρχικούς, ενώ οι δικαστές προσποιούνταν ότι δεν ξέρουν τίποτα για αναρχία και καταδίκαζαν τους αναρχικούς ακόμη και για συνθήματα όπως το «Κάτω το κράτος» και την προσφώνηση «ρε» σε μπάτσο. Όπως ανέλπιστες ήταν και οι καταλήψεις, οι οποίες στην διάρκεια της δεκαετίας του 1970 είχαν εξαπλωθεί σε όλη την δυτική Ευρώπη, όμως στην Ελλάδα ξεκίνησαν το 1981 και αφού την πολιτική εξουσία είχε χάσει η «μεγάλη συντηρητική παράταξη» που κυβέρνησε την Ελλάδα επί 7 χρόνια μετά την δικτατορία. Ακόμα και οι ομοφυλόφιλοι που κατά την δεκαετία του 1970, όπως και κατά την διάρκεια της δικτατορίας, αντιμετωπιζόντουσαν σαν εγκληματίες, σήμερα μπορούν να συστήνουν συλλόγους και να διακινούν τα έντυπά τους, χωρίς να γίνονται θύματα πογκρόμ ή λιντσαρίσματος.
Ζώντας, λοιπόν, σε μια κοινωνία διασπασμένη και γεμάτη αντιθέσεις, οι οποίες μερικές φορές παίρνουν με πρωτοβουλία των κάθε είδους καταπιεστών την μορφή κοινωνικού πολέμου, και έχοντας πάρει την απόφαση να αποτελώ μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος, όταν κατά την διάρκεια της εξέγερσης είδα ότι δεν είμαι, λίγο-πολύ, μόνος αλλά υπάρχουν χιλιάδες που βλέπουν σαν εχθρούς τους ίδιους που βλέπω και εγώ, μπορώ να πω ότι αναζωογονήθηκα, ή επί το λαϊκότερο γέμισα τις μπαταρίες μου. Όπως τις μπαταρίες τους γέμισαν όλοι όσοι παλεύανε όλα αυτά τα χρόνια και βλέπανε, σιγά-σιγά, να τους εγκαταλείπουν οι ελπίδες τους και τα όνειρά τους για έναν διαφορετικό, καλύτερο κόσμο. Και το κυριότερο; Όπως αυτοί, έτσι κι εγώ, δεν περιμένουμε κάποια εντυπωσιακή κοινωνική επανάσταση για να αρχίσουμε να ζούμε σε έναν κόσμο που μας ταιριάζει περισσότερο από τον κόσμο της πλειοψηφίας. Σε αυτόν τον δικό μας κόσμο, τον κόσμο της αντίστασης, του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης, ο οποίος βγήκε στην επιφάνεια κατά την διάρκεια της εξέγερσης, θα συνεχίσουμε να ζούμε και μετά την εξέγερση και καλούμε να τον γνωρίσουν από κοντά όλοι αυτοί που έχουν χάσει κάθε ελπίδα για μια ζωή με ενδιαφέρον και όχι μια απλή, αργή, κουραστική, αποκαρδιωτική επιβίωση.
Αθήνα 6-3-2009
Φίλιππας Κυρίτσης

Η επέκταση της σφαίρας της εργασίας.

 
 
Η σφαίρα της εργασίας έχει επεκταθεί και προς τα έξω αλλά και προς τα μέσα.
Προς τα έξω γιατί έχει μεταμορφώσει τα τοπία των πόλεων σε χώρους που ορίζονται πλήρως από τις τιμές της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς. Τα πάντα είναι εν δυνάμει προϊόντα.
Προς τα μέσα γιατί η ηθική της εργασίας έχει εισβάλει στο πυρήνα της ύπαρξης των ανθρώπων θέλοντας να ανασυνθέσει την ίδια τους τη δομή.
Στο βιομηχανικό μοντέλο, ο εργάτης θεωρούνταν επέκταση της μηχανής. Η νοημοσύνη βρισκόταν στην διαδικασία, αλλά ο ίδιος ο εργαζόμενος ήταν ανειδίκευτος, απαιτούνταν απ’ αυτόν να αποτελεί ένα “χαζό εξάρτημα”, που ακολουθεί οδηγίες. Ο εργαζόμενος έπρεπε να πουλάει την εργασία του προκειμένου να επιβιώσει, και το νόημα μπορούσε να βρεθεί στην καθαυτή δραστηριότητα της εργασίας, σαν ένα μέσο για την «επιβίωση της οικογένειας», σαν ένα τρόπο «κοινωνικής ενσωμάτωσης», σαν ένα τρόπο απόκτησης «ταυτότητας μέσω του κοινωνικού ρόλου». Αλλά η εξεύρεση νοήματος στο περιεχόμενο της εργασίας καθεαυτής αποτελούσε την εξαίρεση. Θα ήταν μια πράξη χωρίς λογική…
Στη σημερινή μετά-βιομηχανική εποχή σημειώνονται σημαντικές αλλαγές και αντιστροφές. Σήμερα ο εργαζόμενος θεωρείται δεδομένο ότι πρέπει να επικοινωνεί και να συνεργάζεται, να έχει «προσωπικότητα», να έχει την δυνατότητα να επιλύει προβλήματα. Απαιτείται, όχι μόνο να χρησιμοποιεί τη νοημοσύνη του, αλλά και να αφιερώνει το σύνολο της υποκειμενικότητάς του, δηλαδή τα θετικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, του χαρακτήρα του, τις κλίσεις και τις δεξιότητες του. Οπωσδήποτε κάτι τέτοιο θεωρητικά αυξάνει την πιθανότητα να βρεθεί νόημα και εκπλήρωση μέσω της εργασίας, αλλά κάτι τέτοιο θα υποδείκνυε μια πολύ ρόδινη εικόνα που απέχει κατά πολύ από τον εφιάλτη της εργασιακή συνθήκης. Στο εσωτερικό π.χ. μιας εταιρείας το κάλεσμα για εκπλήρωση συχνά αντιφάσκει με την κενότητα των στόχων της ίδιας της εταιρείας, ειδικά όταν η αποδοτικότητα, ο βραχυπρόθεσμος σχεδιασμός και η μοναδική προσήλωση στην κερδοφορία, καταλαμβάνουν τις κεντρικές προτεραιότητες. Οι διαδικασίες που χαρακτηρίζουν τις «ομάδες εργασίας» βρίσκονται σε ένταση με τις ιεραρχικές, φεουδαρχικού τύπου φύσης του μάνατζμεντ που βασίζεται σε μοντέλα αντικειμενικών στόχων (δηλαδή στόχοι του τύπου «πρέπει να επιτευχτεί αυτό!»). Η ψυχολογική πίεση και τα επίπεδα άγχους είναι πολύ υψηλά, καθώς ο εργαζόμενος (που είναι κακοπληρωμένος, με απλήρωτες υπερορίες και μηδέν εργασιακά δικαιώματα) έχει τώρα την πλήρη ευθύνη και εξαιρετικά υψηλούς στόχους. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αντί να εκμεταλλεύεται το σώμα του εργαζόμενου, όπως συνέβαινε στον βιομηχανικό καπιταλισμό, τώρα εκμεταλλεύεται την ψυχή και το πνεύμα του και τα νοσήματα που συνδέονται με το άγχος έχουν αντικαταστήσει τα βιομηχανικά ατυχήματα. Αλλά δεν τελειώνει εκεί: το μοντέλο της παραγωγικότητας και ο τρόπος σκέψης της αποτελεσματικότητας έχει φύγει από το εργοστάσιο για να επεκταθεί και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της κοινωνίας. Δεν είναι ασυνήθιστο κάποιος να διαχειρίζεται τη ζωή του σύμφωνα με το ίδιο μοντέλο.
Οι ανθρώπινες σχέσεις, οι δημιουργικές δραστηριότητες ακόμα και οι πιο εσωτερικές επιθυμίες έχουν εμπορευματοποιηθεί. Τις περισσότερες φορές η κοινωνική θέση υποδηλώνεται με ορισμένες καταναλωτικές συνήθειες και αγορασμένα σύμβολα κοινωνικής τοποθέτησης (πχ ακριβό κινητό). Καθώς η πίεση στο εσωτερικό των χώρων εργασίας εντείνεται με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του υπέρανταγωνισμού, η μάθηση, η εκπαίδευση, η εξειδίκευση και άλλες απαραίτητες δραστηριότητες και δεξιότητες – προκειμένου να παραμείνει κανείς αποτελεσματικός στην δουλειά- έχουν εξαχθεί στον προσωπικό χρόνο.
Έτσι, η ηθική της εργασίας έχει επεκταθεί και υπάρχει μια εξελισσόμενη «Παρασκευοποίηση της κυριακής». Ο όρος «Παρασκευοποίηση της κυριακής» δηλώνει την συνεχόμενη ροή της εργασιακής συνθήκης η οποία δεν αποκόπτεται από την έλευση/παρουσία του σαββάτου ή της κυριακής. (Φυσικά και το μεγαλύτερο ποσοστό αργαζόμενων δουλεύει και σάββατο.) Με άλλα λόγια, οι αξίες και πρακτικές της εργασιακής σφαίρας, της σφαίρας της εργάσιμης εβδομάδας συμπεριλαμβανομένης της παρασκευής ή του σαββάτου, οριζόμενες από την αποδοτικότητα και την ανταγωνιστικότητα, έχουν κυριαρχήσει στην ιδιωτική σφαίρα, τη σφαίρα του τέλους της εβδομάδας, την κυριακή, που υποτίθεται ότι βρίσκεται έξω απ’ αυτή τη λογική.
 
Γίνεται αντιληπτό πως το ζήτημα δεν είναι να προστατευθεί η κυριακή μας, αλλά να περιφρουρηθεί η ίδια μας η ύπαρξη από την εσωτερική και εξωτερική επέκταση της σφαίρας της εργασίας.

2 σημεία ενος θεαματικού χωροχρόνου

 

 
Κάθε σημείο του χωροχρόνου είναι ένα πραγματικό γεγονός.
Κάθε σημείο ενός θεαματικού χωροχρόνου είναι ένα καταγεγραμμένο ψέμα.
Αυτό που κατακλύζει με ψέματα το κόσμο δεν είναι η οθόνη της τηλεόρασης, ούτε και οι εικόνες. Αυτά αποτελούν μόνο μερικά από τα μέσα. Τα ψέματα συντηρούνται και αναπαράγονται μέσα από μια οργανωμένη κοινωνική σχέση μεσολαβημένη από εικόνες. Μια σχέση μεσολαβημένη από ρόλους και στερεότυπα. Τα στερεότυπα είναι οι κυρίαρχες εικόνες της εκάστοτε εποχής, οι εικόνες της εκάστοτε κυριαρχίας. Στερεότυπο είναι το υπόδειγμα ενός ρόλου. Ρόλος είναι μια υποδειγματική συμπεριφορά. Η ικανότητα να κρατάς και να χειρίζεσαι τους ρόλους, καθορίζει και την ικανότητα για επιβίωση.
Κι όμως κάθε μέρα, όλη μέρα, κάτω από το βάρος του ψεύτικού κανείς δεν παραπονιέται…
Συνεπώς οι εικόνες συνεχίζουν να ρέουν…

Παρακάτω παραθέτουμε 2 σημεία ενός θεαματικού χωροχρόνου, όπως τα εντοπίσαμε μέσα από τα αντιθεαματικά μας ματοκιάλια.

1. Ο ηθοποιός που τον κατασπάραξε το ίδιο του κοινό.
Το άστρο του έλληνα ηθοποιού έσβησε. Μαζί με αυτό έσβησε και ένας υποδειγματικός ρόλος που τόσα χρόνια παραπλανούσε και κορόιδευε το φιλοθεάμων κοινό. Μια εικόνα, που μαζί με άλλες, υπό την μορφή συχνοτήτων, πλανιόνταν αδιάκοπα πάνω από τις πόλεις και συντηρούσε την επιβαλλόμενη ανάγκη για μια άλλη ζωή. Η εικόνα του γιάπη, ώριμου, ευκατάστατου, ερωτικά επιθυμητού άντρα ταλαιπωρούσε χρόνια τώρα τους πραγματικούς ανθρώπους που δυστυχώς για αυτούς, αλλά και για εμάς, δεν κατόρθωσαν να αναπτύσσουν αντιστάσεις και να αρνηθούν να μιλήσουν την γλώσσα των κυρίαρχων ψεμάτων.

 

Πόσοι άνθρωποι άραγε τόσα χρόνια δεν θα ένιωθαν την προκατασκευασμένη ανεπάρκειά τους μπροστά σε τέτοιο ίνδαλμα; Πόσες φορές θα σκεφτήκαν «δεν είμαι ικανός»; Και πόσες φορές θα βάδισαν τυφλά προς σε έτοιμες πορείες και εύκολες λύσεις; Ο Σεργιανόπουλος αποτελούσε ένα είδωλα (από τα πολλά) της βιτρίνας ενός μαγαζιού που κατασκευάζει, προωθεί και πουλάει πρότυπα προς μίμηση.

 

Οι ρόλοι, που οι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες του έδιναν να υποδυθεί, δεν ταλαιπωρούσαν μόνο τους θεατές του. Ταλαιπωρούσε, όπως αποδείχθηκε, ακόμη και τον ίδιο. Αυτοί οι ρόλοι, αυτές οι εικόνες που τριγυρίζουν πάνω και μέσα στα κεφάλια μας, ως εντολοδόχοι του σύγχρονου τρόπου ζωής, δεν έχουν κοινωνικό ανάλογο ως σημείο αφετηρίας, δεν στηρίζονται κάπου, δεν έχουν υλική υπόσταση. Υφίστανται σχεδόν αυτόματα, μόνο για να σχηματοποιήσουν, να νοηματοδοτούν και να προσδιορίσουν ανθρώπους χωρίς ταυτότητα.

 

Οποία και αν είναι η βαρύτητα των ρόλων στην ισορροπία των κυριάρχων κοινωνικών τάσεων, η κύρια αποστολή τους είναι η ολοσχερή αφομοίωση των ανθρώπων στο κόσμο των αντικειμένων. Να γιατί βλέπουμε τους φακούς της διασημότητας να καραδοκούν παντού ,θέλοντας να κυριεύσουν κοινότυπες υπάρξεις. Έτσι ένας καριερίστας δίχως ζωή γίνεται σύμβολο επιτυχίας, μια υποταγμένη νοικοκυρά γίνεται Κυρία της οικογενειακής εστίας και ένας γέρος με μούσι ξαφνικά μετατρέπεται σε ιερό σύμβολο του παρελθόντος.

 

Αυτός είναι ο κόμβος του ζητήματος: στην θολούρα και την αφασία του καπιταλισμού ανατέλλουν τα προκάτ φωτεινά πρότυπα ως μαγικές εικόνες και υπνωτισμένος ο υπήκοος τις ακολουθάει μέσα από τους δρόμους που έχουν ασφαλτοστρώσει οι θεσμοί.

 

Τελικά, ο ίδιος ο ηθοποιός, ο ίδιος ο ερμηνευτής αυτής της εικόνας καταπλακώθηκε από το βάρος του ρόλο του. Η εικόνα που πρόβαλε ήταν προφανώς ξένη και για τον ίδιο. Τον πίεζε σαν μια τεράστια τανάλια μιας και ο ίδιος τρόπος ζωής του απείχε απείρως από το ιδανικό πρότυπο αρρενωπού που διέδιδε. Ήταν αυτή ίσως που έσπρωξε το σώμα του ηθοποιού να πέσει 21 φορές στη λεπίδα του μαχαιριού…

 

Η συνέχεια όμως ήταν εξίσου τρομαχτική: εξαθλιωμένες, τοξικοεξαρτημένες, εκπορνευμένες, αλλοτριωμένες κοινωνικές συμπεριφορές να εισέρχονται στο μνημονικό και συνειδησιακό ορίζοντα όλων ως μια ακόμα πληροφορία.

 
Και το εποπτικό σχήμα να παραμένει:
Ο τρομαγμένος υπήκοος περιλουσμένος από τις εναλλαγές χρωμάτων μιας γιγάντιας εικόνας.

 

Σημείωση: Δολοφόνος του ηθοποιού ήταν ο οικονομικός μετανάστης που η άθλια οικονομική του κατάσταση τον υποχρέωσε να προδώσει το τελευταίο οχυρό αξιοπρέπειας: το ίδιο του το σώμα. Οι εκμεταλλευτές της ανέχειας των αδύναμων στοιχείων του κοινωνικού ιστού πρέπει επιτέλους να κατανοήσουν τον κίνδυνο τον οποίο διατρέχουν όταν με ψίχουλα υποχρεώνουν ανθρώπους να δολοφονούν την αξιοπρέπεια τους. Οι ενήλικοι εν ανέχεια εκπορνευόμενοι έχουν τη δύναμη να ανταποδώσουν, έστω και ασύμμετρα, την εφαρμογή των ορέξεων των εφήμερων αφεντικών τους. Υπάρχει όμως και η άλλη μεγάλη ομάδα που καθημερινά υποφέρει από εξ’ ίσου άθλιους εκμεταλλευτές: τα παιδιά, τα οποία δεν μπορούν να ανταποδώσουν και ως έρμαια αναπτύσσονται.

 

2. Η νεράιδα

 

Στο έργο «Ρούσαλκα» του Ντβόρακ, μια νεράιδα ερωτεύεται παράφορα ένα πρίγκιπα. Έρωτας χωρίς ανταπόκριση, που θα την οδηγήσει στο θάνατο. Η γαλλίδα σκηνοθέτιδα, που παρουσίασε το έργο στη Λυρική Σκηνή σε συμπαραγωγή με την όπερα της Νίκαιας, έβγαλε την νεράιδα από το έργο και έβαλε το πρίγκιπα να φιλάει το είδωλο του, ίσως για να συμβολίσει τον εγωισμό, τον ναρκισσισμό ή μια οποιαδήποτε σκοτεινή πλευρά του ήρωα. Το τι ήθελε όμως να δείξει δε μας απασχόλησε και τόσο.

 

Μία μέρα πριν την επίσημη πρεμιέρα της παράστασης ο εκπρόσωπος της ορχήστρας της Λυρικής μίλησε και έκρινε ότι το φιλί είναι «μη ομαλό». Μάλιστα, μεταξύ άλλων, είπε πως «το έργο έχει ακραίες σκηνές» αναφορικά πάλι για το φιλί μεταξύ των δυο αντρών. Όταν ανέβηκε το έργο, η θιγμένη και προφανώς ανδροπρεπής ορχήστρα έβγαλε φυλλάδιο καταγγέλλοντας ότι η παράσταση είναι αντίθετη με τον «εκπαιδευτικό χαρακτήρα» της Λυρικής Σκηνής. Τελικά οι θεατές γιούχαραν το έργο. (Και αν η διακοπή μιας παράστασης μέσω μια ς αυθόρμητης συμμετοχής μας ενθουσιάζει, ο συγκεκριμένος λόγος μας δημιουργεί αισθήματα επιθετικής αποστροφής.)

Η λογική παραμένει εντυπωσιακά η ίδια: βαθιά συντηρητική, αναχρονιστική και τελικά απροκάλυπτα ρατσιστική. Καθώς και τα επιχειρήματά τους για να δικαιολογήσουν την άνευ προηγουμένου επιθετικότητά τους: Οι ομοφυλόφιλοι (και οι εβραίοι) είναι η κρυφή ελίτ που ελέγχει τον κόσμο.
Η ομοφοβία, όπου υπάρχει, είναι παντού η ίδια. Είτε εκδηλώνεται από έναν κουλτουριάρη στη Λυρική, είτε από ένα χωριάτη στο Αγρίνιο, είναι πάντα επικίνδυνη αφού συστρατεύεται με όλες τις συνιστώσες του θεσμικού και διάχυτου ρατσισμού.

 

Τελικά κομμάτια της κοινωνίας παρουσιάζονται ως ταγοί μιας ηθικής που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις ζοφερές πρακτικές του Μεσαίωνα. Η «ελληνοσύνη» και η «ορθοδοξύνη» δυστυχώς δεν θα δεχθούν ποτέ να ομολογήσουν πόσο έχουν επηρεαστεί από το έθιμο του τούρκικου «φερετζέ», μία παραλλαγμένη εκδοχή του αρχαιοπρεπούς «τα εν οίκω μη εν δήμω» ή αλλιώς την καταδικασμένη αέναη επικράτηση του φαίνεσθε απέναντι στο είναι.